Μάρκος Βαμβακάρης: «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά εμένα μ’ αγαπούνε»

Πηγή εικόνας: tanea.gr | Μάρκος Βαμβακάρης.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο πατριάρχης του ρεμπέτικου τραγουδιού, όπως χαρακτηρίστηκε από πολλούς, την 8η Φεβρουαρίου του 1974 αφήνει τη τελευταία του πνοή. Έφυγε φτωχός. Άφησε, όμως, πίσω του ανεκτίμητης αξίας περιουσία και πλούτο. Περιουσία που έχει ρίζες τόσο βαθιές, που δεν θα μπορέσει να ξεριζωθεί ποτέ. Γιατί το ρεμπέτικο τραγούδι, απ’ τη ρίζα μέχρι τον ανθό του, έχει μια αλήθεια που δεν μπορεί ούτε να αλλοιωθεί, ούτε να φθαρεί με τα χρόνια. Ο Μάρκος είναι ο σπουδαιότερος εκπρόσωπός του. Παρόλο που το ρεμπέτικο τραγούδι βρισκόταν στο περιθώριο και ήταν συνδεδεμένο με τα ναρκωτικά και την παραβατικότητα. Παρότι αφορούσε μόνο τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα που στριμώχνονταν στα καταγώγια και στους τεκέδες του Πειραιά. Δεν το απαρνήθηκε, ούτε το εγκατέλειψε ποτέ.


Τα πρώτα χρόνια στη Σύρο

Είναι 10 Μαΐου του 1905, όταν ο Δομένικος και η Ελπίδα Βαμβακάρη στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου, αποκτούν τον πρώτο από τα έξι παιδιά τους, τον γιο τους Μάρκο. Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ελλάδα ακούει Δημοτικά και Ευρωπαϊκούς ρυθμούς. Στα μεγάλα λιμάνια, όμως, οι εργάτες και οι «κατώτερες» κοινωνικές τάξεις προτιμούν άλλα ακούσματα. Εκείνη την περίοδο το ρεμπέτικο είναι κυρίαρχο είδος. Έτσι, το μπουζούκι ήταν το βασικό άκουσμα της παιδικής ηλικίας του Μάρκου Βαμβακάρη. Στη Σύρο άκουγε μπουζούκια. Η οικογένειά του, αν και φτωχή, ήταν «μουσική». Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε γκάιντα.

Το 1909 ο Μάρκος πρωτοπήγε στο σχολείο, αλλά αναγκάστηκε να διακόψει, αφού ο πατέρας του, στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού, κατατάσσεται στον Στρατό και εκείνος πιάνει δουλειά με τη μητέρα του σε ένα κλωστήριο. Ο μικρός Μάρκος κάνει διάφορες δουλειές. Μια μέρα, όμως, πάνω στο παιχνίδι σπρώχνει ένα μεγάλο βράχο, ο οποίος καταλήγει στη σκεπή ενός σπιτιού. Στο σπίτι εκείνο έμενε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Από το φόβο του μη σκοτώσει τη γυναίκα, μπαίνει μέσα σε ένα καράβι μόνος του και φτάνει στον Πειραιά.

«Μες στο κλωστήριο μ’ είχανε κι έκανα πακετάκια
οι μάγκες κούκλες φέρνανε σε μένα κοριτσάκια», απ’το τραγούδι Μάρκος ο πολυτεχνίτης.

Ο Μάρκος φθάνει στον Πειραιά

Η άφιξη του στον Πειραιά θα τον καθορίσει για πάντα. Εκεί γνωρίζει τον υπόκοσμο του λιμανιού, τους τεκέδες και τους ήχους των μουσικών στα καταγώγια. Τα πρώτα χρόνια εκεί ήταν δύσκολα. Μένει στα κακόφημα Ταμπούρια. Το πρωί εργάζεται στα κάρβουνα και το βράδυ συχνάζει στους τεκέδες. Τότε έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το μπουζούκι. Το λαϊκό όργανο τον γοητεύει και αποφασίζει να μάθει να παίζει μόνος του, λόγω έλλειψης χρημάτων. Παρά τις δυσκολίες, ο νους του ήταν πάντα στο μπουζούκι. Και ο Πειραιάς ήταν γεμάτος απ’ τις νότες του. Ο Βαμβακάρης αγαπούσε το απαγορευμένο για την εποχή όργανο και τους ανθρώπους του περιθωρίου. Δεν μπορούσε να ξεφύγει απ’ το λιμάνι. Σε ηλικία 19 ετών έχει γράψει ήδη τα πρώτα του τραγούδια.

«Όταν έφυγα από τη Σύρα και ήρθα στον Πειραιά, έμεινα σε μια θεία μου που τη λέγανε Ειρήνη Αλτουβά, στην οδόν Φωτίου Κορυτσάς, τέρμα στα Ταμπούρια.[…]. Κατάκοπος κάθε βράδυ, εκοιμόμουνα με δύο κουβέρτες στο πάτωμα της θείας μου, και φαινόμουνα και βάρος, μολονότι της έδινα εξήντα δραχμές τη βδομάδα. Με τάιζε και μ’ έπλενε. Από τις υπόλοιπες έστελνα στη μανά μου όσες μπορούσα. Δεν ήμουνα και σπάταλος ακόμη. Ως μικρός, και στο καφενείο στη ζού­λα εχωνόμουνα. Εκεί εγνώρισα κάτι πατριώτες μου Φραγκοσυριανούς. Αν και μικρός, το βραδάκι στο καφενείο τους γνώρισα, και συναναστράφηκα μαζί τους. Αυτοί, ήταν κι αυτοί γαιανθρακεργάτες. Τους παρεκάλεσα και με πήραν μαζί τους, αν και μικρός, επειδή γνωρίζανε τον πατέρα μου», λόγια του Βαμβακάρη από την αυτοβιογραφία του.


«Σκύλα μ’ έκανες ρεζίλι στον πασά και στο βεζίρη»

Πηγή εικόνας: mixanitouxronou.gr | Με την πρώτη του σύζυγο, Ελένη.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης στον Πειραιά έκανε 4 χρόνια καρβουνιάρης. Εκεί γνώρισε την πρώτη του γυναίκα, την Ελένη Μαυροειδή, την οποία παντρεύτηκε στα 19 του χρόνια. Ο Μάρκος παντρεύεται λοιπόν τη Ζιγκοάλα, όπως την αποκαλούσε, με την οποία θα πάρει γρήγορα διαζύγιο, καθώς εκείνη τον απατούσε με τον καλύτερό του φίλο και κουμπάρο τους, τον Σήφη. Ο Μάρκος, καθολικός στο θρήσκευμα, απευθύνθηκε στον καθολικό επίτροπο για να ζητήσει διαζύγιο. Όμως η Καθολική Εκκλησία δεν το επέτρεψε και έτσι ήρθε σε σύγκρουση με τον επίτροπο.

Διαβάστε επίσης  Σπεράντζα Βρανά: Η σέξι «μάγκισσα» του ελληνικού κινηματογράφου

Η Εκκλησία γι’ αυτό το διαζύγιο τον αφορίζει. Η Ελένη μετά τον χωρισμό τους, του ζητούσε χρήματα. Για να αποφύγει την κατάσχεση των πνευματικών δικαιωμάτων του από τις δικαστικές διαμάχες με τη Ζιγκοάλα, πολλές φορές ο Μάρκος Βαμβακάρης αναγκάστηκε να καταχωρήσει τα τραγούδια του σε ονόματα φίλων και να βάζει ψευδώνυμα. Για τη Ζιγκοάλα, ο ρεμπέτης θα έγραφε αργότερα το τραγούδι «Διαζύγιο».

Έπρεπε να σε σκότωνα/να `βγαζα τα μυαλά σου/πάρε το διαζύγιο/και τράβα στην δουλειά σου.


Η θρυλική τετράδα του ρεμπέτικου

Το 1933 ο Μάρκος έχει γράψει ήδη 50 τραγούδια. Ένα χρόνο αργότερα, το 1934 ο Μάρκος Βαμβακάρης με τους φίλους του μουσικούς, τον Γιώργο Μπάτη, τον Ανέστη Δελιά και τον Στράτο Παγιουμτζή, στήνουν το πρωτοποριακό για την εποχή σχήμα «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Οι 4 αυτοί πρωτοστάτησαν στη διάδοση της ρεμπέτικης μουσικής. Έκαναν περιοδείες, μ’ ένα-δυο άτομα, σε όλη την Ελλάδα, σχεδόν για «ένα κομμάτι ψωμί», για να το στέλνουν στην οικογένειά τους.

Έτσι, γεννιέται το πειραιώτικο ρεμπέτικο, είδος που προέκυψε από το πάντρεμα του ρεμπέτικου της Ανατολής και του κλασικού τραγουδιού του Μεσοπολέμου. Η περίοδος λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο είναι ίσως και η παραγωγικότερη. Τότε, ο Μάρκος θα κυκλοφορήσει την πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι» ή («Έπρεπε να ‘ρχόσουνα ρε μάγκα μου»), ενώ ένα χρόνο μετά, το 1935, γράφει και ηχογραφεί το γνωστότερο ίσως τραγούδι του, την«Φραγκοσυριανή».

Πηγή εικόνας: wikipedia.org | Η θρυλική Τετράδα του Πειραιά.

Ο δεύτερος γάμος του με τη Βαγγελιώ

Το 1942 χάνει την μητέρα του. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου, η μεγάλη του αδερφή τον παρακινεί να ξαναφτιάξει τη ζωή του. Έτσι, ο Μάρκος γνωρίζει τη Βαγγελιώ. Η Βαγγελιώ τον αγάπησε και τον λάτρεψε. Για τον γάμο στην αρχή υπήρχαν αντιρρήσεις απ’ τη μεριά της νύφης. Ίσως επειδή ο Βαμβακάρης ήταν ρεμπέτης, έπαιζε μπουζούκι που ήταν απαγορευμένο, ήταν ζωντοχήρος, καθολικός και αφορισμένος. Το 1942 παντρεύτηκαν με ορθόδοξο γάμο και απέκτησαν 3 παιδιά. Τον Βασίλη, τον Στέλιο και τον Δομένικο. Με τη Βαγγελιώ ο Μάρκος θα μείνει μέχρι το τέλος.

Αγγελοκαμωμένη μου και λαμπαδόχυτή μου/ Ομορφονιά της μάνας σου και συντροφιά δική μου.


«Στιγμές με θρέφει ο λουλάς, στιγμές με καταστρέφει»

Ο Βαμβακάρης λίγο πριν την κατοχή αρχίζει τις περιοδείες σε όλη την Ελλάδα. Μετά τον πόλεμο γνωρίζει και συνεργάζεται με τον Παπαϊωάννου. Είναι μια δύσκολη περίοδος για εκείνον που χάνει από υπερβολική δόση ναρκωτικών τον πιο στενό του συνεργάτη, Ανέστη Δελιά. Έναν απ’ την θρυλική τετράδα του Πειραιά. Είχε εθιστεί με την ηρωίνη. Ένα βράδυ του ’44 ο Ανέστης Δελιάς βρίσκεται νεκρός στο δρόμο, πεταμένος σαν ψόφιο σκυλί, κρατώντας στα χέρια του το μπουζούκι του. Ο Μάρκος τότε είπε πως ήταν σαν άγγελος, πεταμένος στα σκουπίδια.

Διαβάστε επίσης  H ειρηνική διαμαρτυρία του Τζον Λένον και της Γιόκο Όνο

Τότε, οι χασικλήδες δεν έκαναν παρέα με τους πρεζάκηδες. Ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν κατά της ηρωίνης. Μιλούσε για τους κινδύνους της εξάρτησης. Έλεγε σε ανθρώπους της εποχής να προσέχουν με το διάολο που μπλέκουν. Ήταν κατά των εθισμών, εκτός της κάνναβης που ήταν πολύ συνηθισμένη τότε στους κύκλους των ρεμπέτηδων.

Τίποτα δε μ’ απόμεινε στο κόσμο για να κάνω
αφού η πρέζα μ’ έκανε στους δρόμους ν’ αποθάνω/ στίχοι απ’ το προφητικό τραγούδι του Δελιά «Ο πόνος του πρεζάκια».

Η πτώση του Μάρκου

Στις αρχές του ’47 ο Μάρκος Βαμβακάρης συνεργάζεται και πάλι με τον Παπαϊωάννου. Παράλληλα, βγάζει δίσκους που γίνονται ανάρπαστοι. Ο Βαμβακάρης βρίσκεται στο υψηλότερο σκαλί του ρεμπέτικου. Δεν γνωρίζει ότι αργότερα θα έρθει η πτώση. Το 1954 ο Μάρκος αρρωσταίνει. Παθαίνει παραμορφωτική αρθρίτιδα στα χέρια και πλέον δε μπορεί να παίξει με δεξιοτεχνία το αγαπημένο του ταίρι. Το μπουζούκι του!

Όλοι όσοι μέχρι τώρα τον υμνούσαν, τον ξεχνούν. Οι εταιρίες του γυρίζουν την πλάτη. Το ρεμπέτικο τροποποιείται και γίνεται λαϊκό. Το μουσικό κλίμα αλλάζει. Στη μουσική δισκογραφία επικρατεί ο Τσιτσάνης, ο Ζαμπέτας, ο Χιώτης και πολλοί άλλοι και εκείνος περνά στα αζήτητα. Ο Μάρκος με το γιο του Στέλιο πηγαίνουν σε μαγαζιά στην Κοκκινιά. Ο Μάρκος παίζει και ο Στέλιος βγάζει πιατάκι για να παίρνει χρήματα. Το jukebox νίκησε τη Φραγκοσυριανή.

Ποτέ μη θες φεγγάρι μου ανθρώπους να γνωρίσεις, γιατί τα βάσανα της γης κι εσύ θα τ’ αποκτήσεις.


Η δεύτερη καριέρα

Πηγή εικόνας: Voicewebradio.gr | Μάρκος Βαμβακάρης και Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Το 1959 γίνονται επανεκτελέσεις τραγουδιών του απ’ τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Έτσι, έρχεται ξανά στο προσκήνιο. Το καλοκαίρι του ’59 η Κολούμπια με τη φωνή του Μπιθικώτση αποφασίζει να επανεκτελέσει όλα τα τραγούδια του Βαμβακάρη. Πίσω απ’ αυτή την κίνηση βρίσκεται ο Βασίλης Τσιτσάνης ως καλλιτεχνικός διευθυντής της εταιρίας τότε. Στις 19 Μαΐου του ’60 ο Μάρκος Βαμβακάρης ξεκινά δεύτερη καριέρα και γράφει νέες επιτυχίες. Τα ματόκλαδα σου λάμπουν, γράφονται τότε.
Η δεκαετία του ’60 είναι μια περίοδος σταθμός για τον Μάρκο. Όλοι οι παραγωγοί των δισκογραφιών που του είχαν γυρίσει την πλάτη, τώρα συνωστίζονται στην πόρτα του. Οι μεγάλοι λαϊκοί συνθέτες τού εκφράζουν τη βαθιά τους εκτίμηση. Ο Χατζιδάκις ήταν ένας απ’ αυτούς που αναγνώρισε νωρίς την καλλιτεχνική αξία του Μάρκου Βαμβακάρη.

«Όσοι δε με γνωρίζουνε, τώρα θα με γνωρίσουν»

Στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 ο Μάρκος Βαμβακάρης αφήνει την τελευταία του πνοή στη Νίκαια, σε ηλικία 66 ετών. Η καλλιτεχνική του αξία είναι πολυσήμαντη. Αναγνωρίστηκε και αγαπήθηκε κυρίως μετά θάνατον. Οι μελωδίες του Βαμβακάρη δε κινδυνεύουν να σβήσουν ποτέ, όσο στο κόσμο υπάρχει αλήθεια. Γιατί αυτές ήταν οι μουσικές του Μάρκου. Πέρα για πέρα αληθινές.

Διαβάστε επίσης  Οδυσσέας Ανδρούτσος: Τα λιγότερο γνωστά στοιχεία της ζωής του

Ο Βαμβακάρης έφυγε, έχοντας ζήσει μια πολυτάραχη ζωή. Αγάπησε τις γυναίκες όσο τίποτα άλλο και τις ύμνησε μέσα απ’ τα τραγούδια του.

«Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά, λες και μάγια μου ‘χεις κάνει Φραγκοσυριανή γλυκιά».

«Τα ματόκλαδα σου λάμπουν, σαν τα λούλουδα του κάμπου».

«Μπλε όταν φορέσεις πως μ’ αρέσεις και τη καρδιά μου, κλωστηρού μου, έχεις δέσει».

«Γιατί δε βγαίνεις να σε δω που ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ, κρυφά από τη μαμά σου, μελαχρινό με τρέλανες με τη γλυκιά ματιά σου».

Αγάπησε το μπουζούκι, τα κακόφημα κέντρα, τους τεκέδες, τους ανθρώπους του περιθωρίου, τους πρώτης τάξεως χασικλήδες και τους κουτσαβάκηδες. Έψαλλε ρεμπέτικα τους έρωτες, τα πάθη, τους καημούς, τις χαρές και τον πόνο των ανθρώπων. Δημιούργησε ένα μύθο γύρω απ’ το ρεμπέτικο. Απέδωσε με λέξεις απλές, διαφανείς, αιχμηρές και κρυστάλλινες, όλα όσα βασανίζουν τον άνθρωπο σε όλη του τη ζήση.


Ακολουθεί η Φραγκοσυριανή.

Πηγές

Η Μηχανή του Χρόνου: Μάρκος Βαμβακάρης/youtube

Μάρκος Βαμβακάρης ένα ντοκιμαντέρ του Νίκου Κανάκη/youtube

Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Πειραιάς και οι τεκέδες/eranistis.net

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Η πορνεία στην Αρχαία Ελλάδα

Η πορνεία στην Αρχαία Ελλάδα: εταίρες και παλλακίδες

Η πορνεία στην Αρχαία Ελλάδα Η πορνεία στην Αρχαία Ελλάδα
Plein Soleil

Plein Soleil: Ένας εμβληματικός Delon

Μετά την τραγική έιδηση της απώλειας του τεράστιου και αμενόητου