Μία φθινοπωρινή ημέρα του ’36 ένας νεαρός απ’ τα Τρίκαλα, ονόματι Βασίλης, στο δρόμο για την Αθήνα, βρίσκεται στριμωγμένος σε σμήνος κόσμου. Έχει ελάχιστα λεφτά στην τσέπη του, κρατάει λίγα τετράδια που έχει γραμμένες τις μελωδίες και τους στίχους και μια βαλίτσα που έχει μέσα μερικές αλλαξιές ρούχα. Ένα αγόρι με την αθωότητα της επαρχίας που έμελλε να σημαδέψει την ελληνική μουσική. Μέσα στην φασαρία και το πλήθος, χάνει την βαλίτσα του. Όταν η βαλίτσα τελικά βρεθεί σε μία αποθήκη, ο αποθηκάριος τον αναγκάζει να πει τι έχει μέσα η βαλίτσα, βγάζοντας ένα-ένα τα ρούχα στο πεζοδρόμιο για να πειστεί ότι είναι δικά του. Στο θέαμα, πολύς κόσμος που έχει μαζευτεί τριγύρω, τον περιγελά. Σύντομα, όλος αυτός ο κόσμος θα τραγουδάει με καημό τα τραγούδια του και θα ξέρει το όνομά του. Βασίλης Τσιτσάνης.
Βασίλης Τσιτσάνης: Τα πρώτα χρόνια
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννιέται στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου του 1915 από γονείς Ηπειρώτες. Μεγαλώνει σε μία φτωχή οικογένεια που αντιμετωπίζει πολλά δεινά και απώλειες μιας και απ’ τα δεκατρία παιδιά που γεννιούνται, επιζούν μόνο τα τέσσερα. Ήδη απ’τα πρώτα του χρόνια έχει μουσικά ακούσματα, αφού ο πατέρας, αν και τσαρουχάς στο επάγγελμα, έχει μαντολίνο, με τα οποίο παίζει τραγούδια και μουσικές του τόπου του. Δεν τον αφήνει ούτε να το αγγίξει το μπουζούκι, αφού εκείνη την εποχή ήταν συνυφασμένο με την παρανομία και το περιθώριο. Έτσι, όταν ο πατέρας του λείπει απ’το σπίτι, ο μικρός Βασίλης πηγαίνει κρυφά, παίρνει το μαντολίνο και παίζει μέχρι να μάθει. Σε ηλικία 11 ετών, όντας μαθητής Δημοτικού, χάνει τον πατέρα του και κληρονομεί το μαντολίνο του, το οποίο μετατρέπει σε μπουζούκι, ενώ παράλληλα αρχίζει μαθήματα βιολιού, προσπαθώντας να διευκολύνει οικονομικά την οικογένειά του. Απ’ τα 14 του χρόνια, ξεκινάει να γράφει τραγούδια και να συμμετέχει σε τοπικές εκδηλώσεις, σε μια εποχή που το μπουζούκι είναι το αντώνυμο της κοινωνικής καταξίωσης και περιωπής.
Η αρχή της καριέρας
Στα τέλη του 1936, στα 22 του πλέον χρόνια, κατεβαίνει στην Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά, όμως η αγάπη για την μουσική και η βαθύτατη φιλοδοξία του να γίνει ένας σπουδαίος λαϊκός συνθέτης τον οδηγούν να κάνει την πρώτη του εμφάνιση στις μουσικές σκηνές. Εκεί γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον παραπέμπει στην δισκογραφική εταιρεία Odeon, όπου ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι με τίτλο «Σ’έναν τεκέ μπουκάρανε». Η εταιρεία, ακούγοντας τα τραγούδια του Τσιτσάνη, του λέει να πάει να βρει τον Μάρκο Βαμβακάρη. Έτσι, η συνεργασία με τον Μάρκο Βαμβακάρη δεν θα αργήσει να έρθει και θα φέρει στον συνθέτη την αγάπη για το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά και την ανάγκη να το διαφοροποιήσει. Η «Αρχόντισσα» είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε, αλλά μαζί μ’αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια, όπως τα «Να γιατί γυρνώ», «Γι ‘αυτά τα μαύρα μάτια σου» και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Με αυτά τα τραγούδια, ο Τσιτσάνης εισάγει ήδη ένα νέο είδος λαϊκού τραγουδιού, πολύ διαφορετικό για τα μέχρι τότε δεδομένα.
Λογοκρισία του ρεμπέτικου τραγουδιού
Η Μεταξική δικτατορία επιβάλλει εμβατήρια και απαγορεύει τόσο τους ρεμπέτικους στίχους που δηλώνουν την χρήση ναρκωτικών, όσο και τις μελωδίες με ανατολίτικο ρυθμό. Τότε, ο Τσιτσάνης εισάγει στο ρεμπέτικο τραγούδι δυτικές μελωδίες και έτσι αρχίζει αυτό το είδος της μουσικής που μέχρι χθες βρισκόταν στο περιθώριο, να απευθύνεται πλέον σε ένα ευρύτερο κοινό. Το μόνο τραγούδι που δεν υπέστει λογοκρισία ήταν «ο Σακαφλιάς» που αναφερόταν σε έναν Πειραιώτη φυλακισμένο, ο οποίος δολοφονήθηκε στα Τρίκαλα από συγκρατούμενούς του, που ενδεχομένως να ήταν και γνώριμο του πρόσωπο.
Βασίλης Τσιτσάνης & Θεσσαλονίκη
Σταθμός θα αποτελέσει για τον Τσιτσάνη το διάστημα της στρατιωτικής του θητείας, στο τάγμα διαβιβαστών, στη Θεσσαλονίκη από τον Μάρτιο του 1938. Ο Τσιτσάνης δεν είναι υπεύθυνος στρατιώτης για τις απαιτήσεις της δικτατορίας, γεγονός που τον οδηγεί πολλές φορές στο πειθαρχείο. Εκεί θα γράψει τα πιο σπουδαία του τραγούδια. Την ίδια περίοδο θα συναντηθεί και με τη 18χρονη Ζωή Σαμαρά, τη γυναίκα της ζωής του, με την οποία θα αποκτήσουν αργότερα τα δύο τους παιδιά, τον Κώστα και την Βικτώρια.
«Ουζερί Τσιτσάνης»
Την περίοδο της Κατοχής, ο Βασίλης Τσιτσάνης ανοίγει ένα κουτούκι, που θα αποδειχθεί στη συνέχεια σημείο αναφοράς. Το μαγαζί αυτό, είναι το θρυλικό «Ουζερί Τσιτσάνη» στην οδό Παύλου Μελά 22 στην Θεσσαλονίκη. Είναι μικρό και λιτό. Χωράει μόλις 10 τραπέζια, τα οποία όμως γεμίζουν κάθε βράδυ που τραγουδάει ο Τσιτσάνης. Οι Γερμανοί δεν επισκέπτονται το κέντρο του, ίσως επειδή δεν είναι εξοικειωμένοι σε αυτό το είδος μουσικής. Περνούν μόνο για λίγα λεπτά για να βεβαιωθούν πως όλα είναι ήρεμα. Άλλωστε, ο ρόλος τους είναι να σκοτώσουν Έλληνες Εβραϊκής καταγωγής, ανάμεσα σε αυτούς και κάποιους φίλους του Τσιτσάνη. Τότε γράφει, λοιπόν, τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» που θα χαράξει τόσο τον ίδιο, όσο και ολόκληρη την ελληνική μουσική. Εκείνη την περίοδο γράφει επίσης τα τραγούδια :«Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», τα οποία θα ηχογραφήσει αργότερα στην Αθήνα. Ο πόνος και οι δυσκολίες της Κατοχής θα αποτελέσουν έμπνευση για να δημιουργήσει ένα έργο πολυσήμαντο και ένα έργο που έχει μέσα τον καλύτερο μουσικό του κόσμο. Γι’αυτό το έργο θα παραμιλήσει αργότερα όλη η Ελλάδα. Το «Ουζερί Τσιτσάνης» έχει θαμώνες από κάθε κοινωνική τάξη. Μέσω του μαγαζιού, τα τραγούδια του Τσιτσάνη έχουν γίνει επιτυχίες και στην Αθήνα, πριν ακόμη γραμμοφωνηθούν. Αυτό γιατί το λιμάνι της Θεσσαλονίκης είχε σύνδεση με την Αθήνα και οι έμποροι-ναυτικοί που πηγαίνουν στο μαγαζί τα μεταφέρουν.
Η επιστροφή στην Αθήνα και η «απονήωση»
Μετά την λήξη του πολέμου ο Τσιτσάνης, μαζί με την σύζυγό του και την κόρη τους, κατεβαίνουν στην Αθήνα. Σύντομα, με τις πληγές του πολέμου να είναι ακόμη ανοιχτές, ξεσπάει ο Εμφύλιος. Ο συνθέτης τώρα γνωρίζει ευρεία καταξίωση. Κυκλοφορούν, λοιπόν, οι επιτυχίες «Είμαστε Αλάνια», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα Βουνά», «Πέφτεις σε Λάθη», «Ξημερώνει και Βραδιάζει» και «Καβουράκια», ενώ παράλληλα φωνογραφεί το «Μην απελπίζεσαι (Κάνε λιγάκι υπομονή)» στις 11 Νοεμβρίου του 1948 με τη Σωτηρία Μπέλλου, το οποίο αφενός γίνεται τραγούδι-σύμβολο της Ελλάδας του Εμφυλίου, όπως και το «Κάποια μάνα αναστενάζει», ηχογραφημένο έναν χρόνο πριν το ’47, με τις φωνές της Στέλλας Χασκήλ, του Μάρκου Βαμβακάρη και του Τσιτσάνη. Εκείνη την εποχή, έχει δίπλα του νέες φωνές, όπως η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κ.ά. που ερμηνεύουν τα διαχρονικά τραγούδια του: «Ίσως αύριο» (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια» (1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα» (1967), «Με παρέσυρε το ρέμα» «Απόψε στις ακρογιαλιές» (1968), «Κάποιο αλάνι» (1968), «Της Γερακίνας γιος» (1975), «Δηλητήριο στη φλέβα» (1979). Όπως έχει πει χαρακτηριστικά «το κάθε τραγούδι μου είναι για έναν συγκεκριμένο λαιμό. Τα τραγούδια μου τα τραγουδούν, όπως θέλω εγώ και όχι όπως ξέρουν». Με την Σωτηρία Μπέλλου και την Μαρίκα Νίνου δούλεψαν σκληρά, με την Νίνου όμως μοιράστηκαν τον θρίαμβο. Μαζί σφραγίζουν μία ολόκληρη εποχή, με ηχογραφήσεις σαν τη «Σεράχ», τα «Καβουράκια», τη «Ζαΐρα» και το «Γεννήθηκα για να πονώ». Έτσι, ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν συστήνει μόνο το λαϊκό τραγούδι στην αστική τάξη. Παράλληλα, συνδέεται και με το κίνημα της χειραφέτησης των γυναικών. Είναι η περίοδος που η Μαρίκα Νίνου σηκώνεται από το πάλκο και μιλάει για πρώτη φορά μέσα απ’ τα τραγούδια του Τσιτσάνη σε α’ πρόσωπο για τα συναισθήματα της γυναίκας. Επιπλέον, είναι ο πρώτος που εισάγει το μουσικό κέντρο από τα μέχρι τότε κουτούκια.
Βασίλης Τσιτσάνης: Πίσω απ’ τα τραγούδια…
- Συννεφιασμένη Κυριακή: Ο ίδιος έχει γράψει ότι ένα συνταρακτικό γεγονός συνέβη, ξημερώνοντας Κυριακή, εκείνα τα καταραμένα Χριστούγεννα της Κατοχής, Φεύγοντας από το μαγαζί για να πάει στο σπίτι του, στο παγωμένο χιόνι είδε ζεστό το αίμα κάποιου σκοτωμένου παλικαριού, ενώ είχε ακόμη τα μάτια του ανοιχτά. Μετά από λίγες ώρες, περπατώντας στο λιμάνι, ακούει έναν ναυτικό να φωνάζει: »τι βαριά που είναι σήμερα αυτή η Κυριακή!». Όταν πήγε σπίτι του, ξεκίνησε να γράφει την «Συννεφιασμένη Κυριακή», το οποίο θα αγαπήσουν αργότερα όλοι οι Έλληνες.
- Αρχόντισσα: Η Αρχόντισσα, το τραγούδι το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως η αρχή των όλων, αναφερόταν σε ένα υπαρκτό πρόσωπο. Συγκεκριμένα, μιλούσε για τον ανεκπλήρωτο έρωτα ενός φίλου του και συμμαθητή του με μία κοπέλα αριστοκρατικής Αθηναϊκής οικογένειας, ονόματι Ελίζα. Ο φίλος του την αγάπησε παράφορα, όμως αυτή τον περιφρόνησε, όπως γράφει ο ίδιος στο ημερολόγιό του. Η Ελίζα ήταν χήρα και δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ποτέ τον χαμό του συζύγου της. Όταν ο Τσιτσάνης συνάντησε κάποια στιγμή την Ελίζα και την είδε σε άσχημη κατάσταση, κατάλαβε πως η υγεία της είχε κλονιστεί. Οι γιατροί της χορηγούσαν υπνωτικά χάπια, τα οποία την εξαντλούσαν. Κατέληξε αλκοολική και τα βράδια έβγαινε από το σπίτι της και έβριζε τους Γερμανούς, με αποτέλεσμα ένας να την εκτελέσει επί τόπου το 1941. Με αυτόν τον τραγικό τρόπο, έφυγε από τη ζωή στα 30 της χρόνια. Ο Τσιτσάνης έμαθε το συμβάν περίπου 7 χρόνια από τον θάνατό της, αφού υπηρετούσε στο αλβανικό μέτωπο, έπειτα από τηλεφώνημα στο σπίτι της Ελίζας. Η Ελίζα είχε υποσχεθεί στον Βασίλη Τσιτσάνη ότι δεν θα φύγει ποτέ από τη ζωή του. Και δεν έφυγε ποτέ. Ζει πάντα μέσα απ’ την Αρχόντισσα.
- Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα: Ο Βασίλης Τσιτσάνης και η Μαρίκα Νίνου γνωρίστηκαν το 1949, όταν εκείνη τραγουδούσε στο κέντρο Φλόριδα. Ο συνθέτης τότε εμφανιζόταν στο μαγαζί «του Τζίμη του χοντρού» μαζί με την Σωτηρία Μπέλλου. Κάποια στιγμή, η Σωτηρία Μπέλλου έπρεπε να εγκαταλείψει το σχήμα και τότε ο Τσιτσάνης ζήτησε από τον Περπινιάδη, την Μαρίκα Νίνου, για να την αντικαταστήσει. Ο έρωτας δεν άργησε να έρθει, παρά το γεγονός ότι ήταν και οι δύο παντρεμένοι με παιδιά. Ο Βασίλης Τσιτσάνης είχε ξεκαθαρίσει την θέση του πως δεν ήθελε να χαλάσει τον γάμο του, όμως η Μαρίκα Νίνου προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον μεταπείσει. Το 1954 μία σοβαρή νόσος χτύπησε την Μαρίκα Νίνου και ο Τσιτσάνης την πήγε στον καλύτερο γιατρό, ο οποίος της σύστησε θεραπεία στην Αμερική. Η Μαρίκα ζήτησε από τον Τσιτσάνη να πάει μαζί της στην Αμερική, όμως εκείνος αρνήθηκε, αφού η σύζυγός του ήταν ήδη έγκυος στο δεύτερο παιδί. Λίγο πριν η Μαρίκα Νίνου φύγει για την Αμερική, ο Τσιτσάνης της έγραψε ένα τραγούδι, το «τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα». Εκείνη πήγε στο στούντιο, χωρίς να γνωρίζει τους στίχους. Όταν τους διάβασε, συνειδητοποίησε πως δεν είναι ένα απλό τραγούδι, αλλά ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα που έπρεπε η ίδια να ερμηνεύσει. Η Νίνου όταν το διάβασε, λύγισε, και βγήκε έξω απ’ το στούντιο για να μη την δουν που κλαίει. Μετά από λίγο μπήκε στο στούντιο και ηχογράφησε το τραγούδι, για μία μόνο φορά. Είναι αυτό που τελικά ηχογραφήθηκε. Η Νίνου έφυγε για την Αμερική. Του χωρισμού τους έφτασε η ώρα τρία χρόνια μετά. Η Νίνου φεύγει απ’ την ζωή σε ηλικία 39 ετών…
Κι αφού μας πήρε πια η κατηφόρακαλύτερα από τώρα να χωρίσουμεΑφού δε γίνεται μαζί να ζήσουμε…
«Ινδοκρατία»
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο Βασίλης Τσιτσάνης έχει γνωρίσει τεράστια επιτυχία, η οποία έχει εξασφαλίσει οικονομικά τόσο τον ίδιο, όσο και την οικογένειά του. Εκείνη την εποχή αρχίζουν να παίζουν ινδικές ταινίες στο κινηματογράφο με μουσικές ερωτικού περιεχομένου που θα έρθουν να ταράξουν την πορεία του λαϊκού τραγουδιού. Τώρα κάνουν την εμφάνισή τους νέοι συνθέτες, οι οποίοι για να σταθούν στην μουσική βιομηχανία της εποχής, αντιγράφουν ινδικές μελωδίες, παρουσιάζοντάς τες σαν δικές τους. Ο Βασίλης -όσο κάθε άλλη φορά- προσπαθεί να σώσει το λαϊκό τραγούδι από την εισβολή ξενόφερτων «ινδοαραβοτουρκικών» μελωδιών. Όμως την εποχή εκείνη, οι επιτυχίες του συνθέτη είναι λίγες και οι θαμώνες στα μαγαζιά περιορισμένοι. Οι περιοδείες του σε μέρη στα οποία χτυπάει η καρδιά των ξενιτεμένων είναι η μόνη του διέξοδος. Δεν αλλάζει το ύφος του, αλλά το προσαρμόζει, κρατώντας την βαθιά λαϊκή του ταυτότητά.
Το θρυλικό κέντρο Χάραμα
Την δεκαετία του ’60 τα ινδικά ακούσματα φεύγουν και το λαϊκό τραγούδι αρχίζει να αφορά μέχρι και την αστική τάξη. Ο Βασίλης Τσιτσάνης αρχίζει να δουλεύει στο θρυλικό κέντρο Χάραμα με συχνούς θαμώνες τον Σταύρο Ξαρχάκο και τον Μάνο Χατζιδάκι που αγαπούν ιδιαίτερα την μουσική του. Το μαγαζί έχει ονομαστεί Χάραμα απ’ το τραγούδι του Παπαϊωάννου «Πριν το χάραμα μονάχος», μιας και εκείνη την εποχή τραγουδούσε εκεί. Το Χάραμα, με οικοδεσπότη τον Βασίλη Τσιτσάνη, γίνεται στέκι για καλλιτέχνες, μαχόμενους, δημοσιογράφους, διανοούμενους, φοιτητές και εργάτες. Ανάμεσα στους θαμώνες, βρισκόταν συχνά και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος αγαπούσε ιδιαίτερα τον συνθέτη και διασκέδαζε με τις πενιές του, χορεύοντας τις περίφημες ζεϊμπεκιές. Το μαγαζί χαρακτηρίστηκε ως η «μητρόπολη της αθηναϊκής νύχτας». Στην κουζίνα του κέντρου ηχογραφήθηκε ο δίσκος του Τσιτσάνη που κατέκτησε το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross! Τα ξημερώματα της 15ης Φεβρουαρίου 1980 ο Τσιτσάνης περίμενε να φύγει και ο τελευταίος πελάτης και τότε ηχογράφησε μετά το τέλος του προγράμματος με τους μουσικούς Γιάννη Δεδέ και τον Μ. Μαλλίδη τον δίσκο «Το χάραμα Τραγούδια και ταξίμια του Βασίλη Τσιτσάνη». Το Χάραμα είναι το μαγαζί που συνδέεται με τον Τσιτσάνη μέχρι το τέλος της ζωής του…
«Ό,τι και αν πω δεν σε ξεχνώ»
18 Ιανουαρίου. Η ημέρα που γεννήθηκε… Η ημέρα που έφυγε. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, εκείνος ο νεαρός από τα Τρίκαλα που κατέβηκε απ’ το τρένο, γεμάτος όνειρα και με μία κρυφή φιλοδοξία να μπει στις καρδιές όλων των Ελλήνων, άφησε την τελευταία του πνοή στο Λονδίνο, στο δωμάτιο του νοσοκομείου στις 18 Ιανουαρίου του 1984. Την ίδια ημέρα οι γαλλικές εφημερίδες θα γράψουν: «Για τον λαό του είναι πάνω και από βασιλιάς, είναι ένα σύμβολο. Χωρίς αυτόν, η ελληνική μουσική δεν θα ήταν ποτέ αυτό που είναι σήμερα».
Ο Βασίλης Τσιτσάνης κατάφερε να βγάλει το λαϊκό τραγούδι από το περιθώριο και να το ριζώσει στις καρδιές όλων των Ελλήνων τόσο, ώστε να μην χαθεί ποτέ. Έκανε τραγούδι τις γειτονιές που μεγάλωσε, τα νυχτερινά κέντρα που δούλεψε, τους δρόμους που περπάτησε, τον πόνο του πολέμου που έζησε, τα μέρη που λησμόνησε και τις γυναίκες που αγάπησε. Κάθε του βίωμα και ένα τραγούδι.
Κατά τον μουσικολόγο Λάμπρο Λιάβα, ο Τσιτσάνης, «έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από τα όρια του περιθωρίου, όπου το είχαν τάξει τα αντικοινωνικά και ανατολίτικα στοιχεία του, για να το εντάξει στην καινούργια κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδος. Καθιέρωσε νέο ύφος παιξίματος και τραγουδιού με τον εξευρωπαϊσμό-συγκερασμό των κλιμάκων, αρμονίες με δεύτερες και τρίτες φωνές, εμπλουτισμένη ενορχήστρωση και καινοτομίες στην ποιητική δομή, όπου για πρώτη φορά το λαϊκό τραγούδι απομακρύνθηκε από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου επισημοποιώντας το ρόλο του ρεφρέν».
«Κι εγώ τους αναστεναγμούς τους παίζω κομπολόι», γράφει στο τραγούδι «Αντιλαλούνε τα βουνά» και αυτός θα μπορούσε να είναι ο τίτλος ολόκληρης της μουσικής του διαδρομής. Αν χρωστάμε, λοιπόν, κάτι στον μεγάλο σύνθετη, αυτό δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα ευχαριστώ για τις μέρες μας που έκανε τραγούδια…
Πηγές
- Βασίλης Τσιτσάνης “Μηχανή του Χρόνου “
- Έλληνες του Πνεύματος και της Τέχνης Βασίλης Τσιτσάνης
- Bασίλης Τσιτσάνης Συνέντευξη του 1972
- Αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη στην ΕΡΤ 1984
- ΜΟΥΣΕΊΟ ΤΣΙΤΣΑΝΗ