
Ο Νίκος Μπελογιάννης ήταν ένα από τα σημαντικότερα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος στη μετεμφυλιακή περίοδο. Πρόκειται για έναν άνθρωπο με ασυναγώνιστο πνεύμα και ανδρεία, τον οποίο όλοι θυμούνται χαμογελαστό και όσοι τον γνώρισαν τον αποκάλεσαν σοφό. Είναι ο άνθρωπος που αναγνωρίστηκε ως θρύλος από κάθε πολιτική σκοπιά λόγω του αξεπέραστου χαρακτήρα και της δύναμής του.
Νίκος Μπελογιάννης: Ξεκίνημα και Πρώιμη Δράση
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου του 1915 στην Αμαλιάδα. Οι γονείς του, Γιώργος και Βασιλική Μπελογιάννη, ήταν αγρότες που μετακινήθηκαν από τα ορεινά στην πόλη και άνοιξαν ξενοδοχείο με την ονομασία «ΤΑ ΟΛΥΜΠΙΑ». Είχε δύο αδερφές, τις οποίες έχασε νωρίς. Κατά τα μαθητικά του χρόνια, οι επιδόσεις του ήταν άριστες και κατά την εφηβεία ανακαλύπτει τον σοσιαλισμό. Με μια παρέα συμμαθητών του συζητούσαν για τον υπαρκτό σοσιαλισμό και άρχισαν να διαμορφώνουν πολιτική συνείδηση. Ως μαθητές αγωνίστηκαν, έχοντας στο πλευρό τους μερικούς καθηγητές, για την επιβολή της δημοτικής και την κατάργηση της καθαρεύουσας, την οποία χρησιμοποιούσαν μόνο τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και μόνο στο γραπτό λόγο. Το 1921 οργάνωσαν δύο απεργίες για τον αγώνα της δημοτικής.

Το 1932 ο Νίκος Μπελογιάννης εισήλθε στη Νομική Σχολή Αθηνών, την οποία εγκατέλειψε για την πολιτική του δράση. Το 1934, σε ηλικία 19 ετών, έγινε μέλος του ΚΚΕ και πρωτοστάτησε στις απεργίες των σταφιδοπαραγωγών. Συνελήφθη ως διοργανωτής της απεργίας και κατέληξε εξόριστος για ένα χρόνο στην Ίο. Το 1936, ενώ υπηρετούσε τον ελληνικό στρατό, συνελήφθη ξανά λόγω της πολιτικής του δράσης που τον ακολουθούσε. Φυλακίστηκε στην Ακροναυπλιά, όπου και τον βρήκε το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Νίκος Μπελογιάννης, μαζί με τους συγκρατούμενους του, ζήτησε να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή, όμως το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά δεν του το επέτρεψε και τον Απρίλιο του 1941 τον παρέδωσε στους Γερμανούς, από τους οποίους κατάφερε να διαφύγει. Εντάχθηκε στο ΕΑΜ και κατά τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε διετέλεσε καπετάνιος του Δημοκρατικού Στρατού στη γενέτειρά του, την Πελοπόννησο, και υπήρξε στενός συνεργάτης του Άρη Βελουχιώτη. Όταν οι Κομμουνιστές ηττήθηκαν, κατέφυγε στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ για να σωθεί.
Η Επιστροφή του Νίκου Μπελογιάννη
Τον Ιανουάριο του 1950 ο Νίκος Μπελογιάννης επαναπατρίζεται έπειτα από εντολή του καταζητούμενου ηγέτη του ΚΚΕ, Νίκου Ζαχαριάδη. Ήρθε από την Αργεντινή με το όνομα Ερρίκος Πανόζ

και σκοπό είχε την ανασυγκρότηση του Κόμματος, που τότε δρούσε παράνομα και ήταν υπό διάλυση λόγω των συλλήψεων και εκτελέσεων των μελών του. Την περίοδο που επέστρεψε ο Μπελογιάννης, οι Έλληνες ακόμα προσπαθούσαν να αφήσουν πίσω τους τα τραύματα του Εμφυλίου. Κινούμενος παράνομα, προσπαθούσε να οργανώσει τις κομματικές οργανώσεις, οι οποίες δρούσαν σε μια περίοδο, όπου τα εκλεγμένα κόμματα βίωναν ένα αντικομμουνιστικό αμόκ. Η εντολή που είχε λάβει ο Νίκος Μπελογιάννης από τον Ζαχαριάδη, πέραν της οργάνωσης και της συσπείρωσης, ήταν και να εντοπίσει ποιες οργανώσεις είχαν διαβρωθεί από προδότες και να τους αποβάλλει. Από τα πρώτα άτομα που ήρθε σε επαφή ο Νίκος Μπελογιάννης ήταν η Έλλη Παππά-Ιωαννίδου, η οποία ήταν μέλος του δικτύου χρηματοδότησης και αργότερα σύντροφος του Μπελογιάννη. Η Έλλη Παππά έχει αφηγηθεί πως την πρώτη φορά που είδε τον Μπελογιάννη της έκανε εντύπωση το γεγονός πως ήταν χαμογελαστός, διότι τα υψηλά κομματικά στελέχη είχαν πάντα σοβαρή και σκεπτική όψη. Συναντήθηκαν πρώτη φορά κάπου στην Άνω Κυψέλη και ο Μπελογιάννης κρατούσε ένα γαρύφαλλο.
Ενώ οι κινήσεις του ήταν υπόγειες και πάντα υπό καθεστώς παρανομίας, η ασφάλεια όμως ήταν παντού και κατάφερε να εντοπίσει τον Μπελογιάννη. Στις 20 Δεκεμβρίου πήγε σε ένα σπίτι, στο οποίο συγκεντρώνονταν και θεωρητικά ήταν ασφαλές, διότι υπήρχε ένα σημάδι στο παράθυρο που υποδείκνυε πως ήταν καθαρό από αστυνομικούς. Το σημάδι ήταν ένα σχοινί κρεμασμένο στο παράθυρο. Οι αστυνομικοί συνέλαβαν τον Νίκο Μπελογιάννη, ο οποίος δεν κατάφερε να ειδοποιήσει κανέναν και έτσι μερικές μέρες μετά στο σπίτι της οδού Πλακούτα, συνελήφθη και η Έλλη Παππά. Οι αστυνομικοί, ύστερα από μερικές ημέρες κράτησης, δήλωσαν πως το άτομο που συνελήφθη ήταν ο καταζητούμενος Νίκος Μπελογιάννης, τον οποίο αναγνώρισαν από τα δακτυλικά του αποτυπώματα. Την θεωρία περί δακτυλικών αποτυπωμάτων οι σύντροφοι του Μπελογιάννη την αμφισβητούν, διότι υποστηρίζουν πως μόλις συνελήφθη έκαψε τα δακτυλικά του αποτυπώματα με καυτό σίδερο για να τα εξαφανίσει και υποστηρίζουν πως η αποκάλυψη της ταυτότητας έγινε από κάποιον σύντροφο που δεν άντεξε τα βασανιστήρια της ανάκρισης. Η αστυνομία προέβη σε 93 συλλήψεις μελών του ΚΚΕ, τα οποία μαζί με τον Μπελογιάννη και την Παππά παραπέμφθηκαν σε δίκη με την κατηγορία της απόπειρας ανατροπής του πολιτεύματος.
Νίκος Μπελογιάννης: Η Πρώτη Δίκη
Ο Νίκος Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του δικάστηκαν από στρατοδίκες, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο τότε ταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο μετέπειτα δικτάτορας στην περίοδο της επταετούς χούντας. Την ίδια περίοδο, την εξουσία ανέλαβε ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο οποίος σε ένα γενικό πλαίσιο ειρήνευσης θέλησε να δώσει τέλος στη δικαστική διαμάχη του Μπελογιάννη. Ο πρόεδρος του εκτάκτου στρατοδικείου, όμως, δεν έκανε πίσω και απείλησε πως αν δεν δικαστούν τα μέλη του ΚΚΕ θα αυτοκτονήσει εντός της δικαστικής αίθουσας.

Την ίδια στιγμή, ο Νίκος Μπελογιάννης καλούσε τους συντρόφους του να μην υπογράψουν τη δήλωση μετανοίας και να απαρνηθούν τα πολιτικά τους φρονήματα. Τη δίκη μετέδιδε η Ελληνική Ραδιοφωνία και οι αγωνιστικοί λόγοι του Νίκου Μπελογιάννη ακούστηκαν παντού, σε κάθε ελληνικό σπίτι, με αποτέλεσμα αριστεροί και δεξιοί να αναγνωρίσουν την ανδρεία του άντρα που άκουγαν και να τον θεωρήσουν θρύλο. Ο Νικόλαος Πλαστήρας κατάφερε να δώσει αίσιο τέλος στην πρώτη δικαστική διαμάχη, θεσπίζοντας ένα νόμο, ο οποίος έλεγε πως κανένας κατάδικος δεν ήταν δυνατόν να εκτελεστεί αν είχε διαπράξει αδίκημα πριν την 1η Νοεμβρίου. Ο Πλαστήρας προέβη ακόμη σε ενέργειες, ώστε οι υποθέσεις των στρατοδικείων να παραπεμφθούν στα πολιτικά δικαστήρια, προκειμένου να δοθεί ένας τέλος στις δίκες των κομμουνιστών. Οι ενέργειες αυτές βρήκαν ενάντιους τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά και τους Αμερικανούς. Στις 16 Νοεμβρίου του 1951 το δικαστήριο απεφάνθη για την υπόθεση και καταδίκασε τον Νίκο Μπελογιάννη και 11 συντρόφους του σε θάνατο. Παραδόξως, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος δεν ψήφισε υπέρ της θανατικής καταδίκης. Η εκτέλεση μπορούσε μόνο να γίνει αν η υπόθεση συνδεόταν και με κατασκοπεία, πράγμα το οποίο η ασφάλεια κατάφερε και έτσι ξεκίνησε δεύτερη δίκη.
Η Δεύτερη Δίκη του Μπελογιάννη
Με τη βοήθεια αμερικανικής τεχνολογίας, η ασφάλεια ανακάλυψε στην Άνω Γλυφάδα, συγκεκριμένα στη Βίλα Αύρα, δύο ασυρμάτους του ΚΚΕ. Άλλος ένας ασύρματος ανακαλύφθηκε στο σπίτι του Νίκου Καλούμενου στην Καλλιθέα. Στην κρύπτη της οικείας του Καλούμενου οι αρχές εντόπισαν τον Νίκο Βαβούδη, ο οποίος ήταν ο σύνδεσμος του Ζαχαριάδη με τον Νίκο Μπελογιάννη. Ο Βαβούδης, πριν ανοίξουν την κρύπτη, έκαψε πολλά σημαντικά έγγραφα και προκειμένου να μην πέσει στα χέρια της αστυνομίας, αυτοκτόνησε. Η ανακάλυψη των ασυρμάτων έδωσε στους στρατοδίκες την ευκαιρία για να ξεκινήσει δίκη περί κατασκοπείας. Τέτοιες δίκες την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου ήταν συνηθισμένες, τόσο στην Αμερική, όσο και στη Σοβιετική Ένωση. Η δίκη ξεκίνησε στις 15 Φεβρουαρίου του 1952 με κατηγορία την κατασκοπεία σε βάρος της χώρας. Οι εφημερίδες της εποχής οργίαζαν και παρουσίαζαν ανυπόστατα γεγονότα, όπως ακριβώς γινόταν και στο δικαστήριο. Ο Μπελογιάννης διαμαρτυρόταν πως επρόκειτο για μια σκηνοθετημένη υπόθεση, που σκοπό είχε τη καταδίκη τους. Οι αρχές πρότειναν συνεργασία στον Νίκο Μπελογιάννη, την οποία φυσικά και αρνήθηκε.

Κατά τη διάρκεια της δίκης, η σύντροφος του, Έλλη Παππά, η οποία βρισκόταν σε ενδιαφέρουσα, του πρόσφερε ένα μικρό ροζ γαρύφαλλο, με το οποίο τον φωτογράφισαν και η εικόνα αυτή έκανε τον γύρο του κόσμου και του έδωσε το όνομα «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο». Η φωτογραφία αυτή θα δώσει την έμπνευση στον Πάμπλο Πικάσο να δημιουργήσει το σκίτσο που επίσης ονόμασε «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο». Το εν λόγω σκίτσο χρησιμοποιήθηκε στη διεθνή εκστρατεία για την απελευθέρωση του αγωνιστή Νίκου Μπελογιάννη.
Η απολογία του Νίκου Μπελογιάννη έμεινε στην ιστορία, καθώς ο λόγος του ήταν αιχμηρός και στηλίτευσε τα γεγονότα του εμφυλίου και τα πρόσωπα που καπηλεύτηκαν το αποτέλεσμα και πλέον είχαν καίριες θέσεις στην εξουσία. Κάποια στιγμή μίλησε περί πατριωτισμού και δήλωσε τα εξής : «Νομίζω ότι ο πατριωτισμός ενός κόμματος ή και ατόμων ακόμα κρίνεται όταν κινδυνεύουν η ανεξαρτησία, η ελευθερία και ακεραιότητα της πατρίδας μας. Εκεί βρίσκεται η λυδία λίθος, αυτό είναι το κριτήριο για τον πατριωτισμό ενός κόμματος. Και αν θελήσει κανείς με τέτοια κριτήρια να κρίνει το ΚΚΕ, θα δει ότι δεν είναι κόμμα προδοτικό, αλλά αντίθετα είναι καθαρά ελληνικό και πατριωτικό. Και υπάρχει τέτοιο παράδειγμα. Όταν κινδύνευσαν η ανεξαρτησία, η ελευθερία και η ακεραιότητα της πατρίδας μας από την επίθεση του Μουσολίνι, ο Ζαχαριάδης μέσα από τη φυλακή έγραψε εκείνο το περίφημο γράμμα του που καλούσε όλους τους Έλληνες να μετατρέψουν κάθε γιοφύρι και χωριό σε κάστρο του απελευθερωτικού αγώνα. Και ο ίδιος ο Μεταξάς αναγκάστηκε να το δημοσιεύσει στις εφημερίδες και να το μεταδώσει και στο μέτωπο ακόμα αυτή την εποχή. Και εδώ πρέπει να δούμε και ένα άλλο σημείο. Ότι το ΚΚΕ δεν έκανε καμιά υποχώρηση και στην τότε διεθνή κατάσταση. Τότε η Σοβιετική Ένωση είχε κάνει σύμφωνο με τη Γερμανία, γιατί δεν ήθελε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά για λογαριασμό άλλων και ήθελε να προετοιμαστεί καλύτερα για τη σύγκρουση που επερχόταν. Θα μπορούσε να νομίσει κανείς ότι αλλιώς θα αντιμετωπιστούν από τον Ζαχαριάδη τα πράγματα. Δεν έγινε όμως αυτό».

Παρά την παγκόσμια κινητοποίηση για την υπόθεση του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του, το στρατοδικείο απεφάνθη με την εσχάτη των ποινών και τους καταδίκασε σε θάνατο. Στις 30 Μαρτίου 1952, ημέρα Κυριακή, και ώρα 04:10 τα χαράματα, οι τέσσερις μελλοθάνατοι κομμουνιστές, Νίκος Μπελογιάννης, Νίκος Καλούμενος, Δημήτρης Μπάτσης και Ηλίας Αργυριάδης μεταφέρθηκαν από τις φυλακές της Καλλιθέας στο στρατόπεδο του Γουδή και εκτελέστηκαν δια τουφεκισμού, ενώ η Έλλη Παππά – λόγω μητρότητας – απαλλάχθηκε και εκτέλεσε την ποινή της φυλακισμένη.
Παρακάτω ακολουθεί ένα απόσπασμα από την ταινία του Νίκου Τζίμα «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» του 1980, με την απολογία του Νίκου Μπελογιάννη, όπως τον υποδύθηκε ο Φοίβος Γκικόπουλος.
Πηγές
https://el.wikipedia.org/
https://www.mixanitouxronou.gr/