Σμύρνη: το διαμάντι της Ιωνίας, η μάγισσα της Ανατολής, ένα σπουδαίο κράμα πολιτισμών που άνθισε πολιτισμικά, πνευματικά και οικονομικά και έσβησε μέσα σε λίγες μέρες μαζί με τις φλόγες της μεγάλης πυρκαγιάς της 13ης Σεπτεμβρίου 1922.
Η τελευταία πράξη της καταστροφής του ελληνισμού της Ιωνίας
Η μεγάλη πυρκαγιά της 13ης Σεπτεμβρίου του 1922, αποτέλεσε την τελευταία πράξη της βίαιης εκρίζωσης του ελληνικού στοιχείου από την Ιωνία. Η μάχη για τους Έλληνες είχε ήδη χαθεί από τον Αύγουστο του 1922 με την κατάρρευση του μετώπου του ελληνικού στρατού στο Αφιόν Καραχισάρ. Ο στρατός άρχισε να υποχωρεί προς τα παράλια με την ελπίδα της επιστροφής στην Ελλάδα. Στις 27 Αυγούστου έφιππος τουρκικός στρατός έκανε έφοδο στην πόλη, ενώ ακολούθησε ο Μουσταφά Κεμάλ με τους ακολούθους του.
Οι βιαιότητες των επόμενων ημερών χαράχτηκαν για πάντα στη μνήμη όσων κατάφεραν να επιζήσουν. Εκτελέσεις, βιασμοί και βασανιστήρια μετέτρεψαν την πιο ζωντανή και κοσμοπολίτικη πόλη σε κολαστήριο. Οι άλλοτε γεμάτοι ζωή δρόμοι γέμισαν με άψυχα κορμιά και τα ουρλιαχτά αντικατέστησαν τα εύθυμα τραγούδια. Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1922, ο Κεμάλ επέτρεψε μετά από σκληρές πιέσεις σε ορισμένα πλοία να προσεγγίσουν την πόλη και να συμβάλουν στην εκκένωση της από του Έλληνες.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1922, 19 πλοία παρέλαβαν χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες, των οποίων το μαρτύριο μόλις είχε αρχίσει. Οι υπόλοιποι εκτελέσθηκαν, σφαγιάστηκαν, σύρθηκαν σε τάγματα εργασίας ή κάηκαν μαζί με την πόλη τους. Η «μάγισσα της Ανατολής», το «διαμάντι της Ιωνίας», μία πόλη διάσημη για την πολυπολιτισμικότητά της, έμελλε να εξαφανιστεί μέσα σε λίγες μέρες. Όταν οι φλόγες έσβησαν, έσβησε μαζί τους και μία ολόκληρη εποχή.
Η Σμύρνη πριν την καταστροφή
Η Σμύρνη, πριν την καταστροφή της, αποτέλεσε ένα μαγικό κράμα πολιτισμών. Το 1922, αριθμούσε 370.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 165.000 ήταν Έλληνες, οι 80.000 Τούρκοι , οι 55.000 Εβραίοι, οι 40.000 Αρμένιοι, οι 6.000 Λεβαντίνοι και οι 30.000 άτομα διαφόρων εθνοτήτων. Η οικονομική, εμπορική και πνευματική της άνθηση την καθιστούσε πόλο έλξης μα και το σημαντικότερο εμπορικό και πολιτισμικό κέντρο της Μεσογείου. Η πόλη της Σμύρνης χωριζόταν ουσιαστικά σε δύο περιοχές, τον «Κάτω Μαχαλά» και τον «Άνω Μαχαλά». Ο «Άνω Μαχαλάς» βρισκόταν στις παρυφές του όρους Πάγος και περιελάμβανε τη συνοικία των Τούρκων, των Εβραίων και ορισμένων Ελλήνων.
Στον «Κάτω Μαχαλά» κατοικούσαν οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Καθολικοί. Το αστικό κέντρο της Σμύρνης ήταν διάσημο για τα πνευματικά κέντρα, τα περίφημα καταστήματα πολυτελείας αλλά και για τον κοσμοπολίτικο τρόπο ζωής. Όλες οι κοινωνικές τάξεις μπορούσαν να διασκεδάσουν, καθώς τα κέντρα ήταν πολλά και εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Η διασκέδαση μπορούσε να περιλαμβάνει από καφενέδες, ζυθοπωλεία και ταβέρνες μέχρι όπερα, θέατρο και κοσμικά καφέ. Η Σμύρνη διέθετε ακόμη πολιτιστικούς συλλόγους, εκπαιδευτικά ιδρύματα, βιβλιοθήκες και 17 τυπογραφεία. Στην πόλη στεγάζονταν 11 τράπεζες και 61 ασφαλιστικές εταιρίες, ενώ διέθετε και χρηματιστήριο!
Ένα ταξίδι στη Σμύρνη μέσα από την τέχνη
Δυστυχώς, οι μνήμες της μαγευτικής Σμύρνης έχουν μείνει ζωντανές μόνο μέσα από τις διηγήσεις των ηλικιωμένων και από τα κείμενα που έμειναν να αποτυπώνουν το τραύμα του νεοέλληνα, που έχασε στο όνομα του τυφλού μεγαλοϊδεατισμού και του αμείλικτου Κεμαλισμού του μεγαλύτερο στολίδι του. Ας παρακολουθήσουμε ορισμένα αποσπάσματα που αποτυπώνουν καλύτερα τις συνέπειες της μεγάλης πυρκαγιάς της 13ης Σεπτεμβρίου 1922, μέσα από το χάραγμα που άφησε στις ανθρώπινες ψυχές:
Άγγελος Σημηριώτης «Σμύρνη»
Καλή μου, όταν λαμπάδιασε τ’ ωραίο κορμί σου ως τ’ άστρα,
δε βρέθη Θεός, να σου σταθεί μητ’ άνθρωπος εσένα,
μόν κοίταζ’ η μέρα βουβή κ’ η νύχτα αναγελάστρα,
γιατί οι ανθρώπ’ ήταν θεριά κ’ έλειπε ο Θεός στα ξένα.
Γιάννης Καρατζόγλου, «Οι γλάροι της Σμύρνης» (2009)
Δεν ήμασταν εμείς που φεύγαμε, μα η ακτογραμμή απέναντί μας: το πλοίον ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ έμενε σταθερό ενώ όλοι ατενίζαμε ανεβασμένοι στο άλμπουρο της πλώρης, πώς μια πατρίδα χάνεται, πώς κρύβεται μες στους καπνούς και ξεθωριάζει η Αγια-Φωτεινή, πώς τα τραγούδια γίνονται βουβές κραυγές κι οι γλάροι της Σμύρνης περιστρέφονται ακολουθώντας τους αφρούς της έλικας για λίγο κι ύστερα επιστρέφουνε στο Quais τους, πώς σβήνουνε στις στάχτες τα αρώματα από τις τριανταφυλλιές, πώς οι αυλές κι οι ταράτσες όπου γλεντήσαμε ανέμελα μια κούφια προσωρινή ελευθερία, γίνονται ίσκιοι, στίγματα και ίχνη, φανταστικά οράματα στην καταχνιά…
Νετζάτι Τζουμαλί, «Αφιέρωση» (1983), μτφρ. Άρης Τσοκώνας
Μικρό μου είσαι τώρα στα δεκαοχτώ σου,
η φήμη της ομορφιάς σου εξαπλώθηκε παντού.
Οι μέρες κι οι νύχτες της Σμύρνης
ξαναζωντανεύουν στη μνήμη μου με σένα.
Πού πήγαν οι ερωτευμένες γυναίκες, τα παλικάρια
της Σμύρνης μας αυτής που αιώνες κοιμάται
κάτω από τη σκιά σβησμένων ηφαιστείων και κάστρων;
Έζησαν κι αποδήμησαν στ’ αλήθεια, ποιος να ξέρει;
Κοιτάζω τις βεράντες, τις επαύλεις κι αναπολώ
τις μέρες που κύλησαν δίχως ν’ αφήσουν ίχνη και αναμνήσεις
όπως κυλούν τα σύννεφα πίσω απ’ τα ιστιοφόρα που φεύγουν!
Μυστήριο είναι τώρα τόσες ωραίες ζωές, τόσοι ωραίοι θάνατοι!
Μυστήριο τώρα τα δάκρυα, μυστήριο οι ευχές,
μυστήριο αυτά που μας είπαν για την ιστορία των αιώνων.
Όλα όσα ξέρουν για τη Σμύρνη ο ένας κι ο άλλος
είναι οι σκόρπιες αφηγήσεις των γερόντων.
Οι πόλεις γεννούν τους έρωτες, οι πόλεις τους δίνουν ζωή.
Έζησα όπως ήθελα, αγάπησα με την καρδιά μου.
Ξέρω πως η ευτυχία κι η μοναξιά μου οφείλονται σ’ αυτό,
το ξέρω από τότε που σε γνώρισα, από τότε που σ’ έχω χάσει.
Η ιστορία μιας πόλης είναι η ιστορία των ερώτων της.
Οι πόλεις αν ζήσουν στη μνήμη μας, θα ζήσουν
με τους έρωτές τους.
Ακόμη κι όταν δεν σκοπεύω να πω λόγια ερωτικά,
ό, τι γράφω για τη Σμύρνη το αφιερώνω σε σένα.
Οδυσσέας Ελύτης, «Μικρή πράσινη θάλασσα» (1971)
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Που θα ’θελα να σε υιοθετήσω
Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία
Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Στο πυργάκι του φάρου το καταμεσήμερο
Να γυρίσεις τον ήλιο και ν’ ακούσεις
Πώς η μοίρα ξεγίνεται και πώς
Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται
Ακόμα οι μακρινοί μας συγγενείς
Που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα
Να μπεις απ’ το παράθυρο στη Σμύρνη
Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή
Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι
Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε
Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Για να σε κοιμηθώ παράνομα
Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών
Κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου.
Ακολουθεί σύνδεσμος με αφήγηση – απόσπασμα από το έργο Τα Ματωμένα Χώματα για την πυρκαγιά της 13ης Σεπτεμβρίου. Αφηγείται η ίδια η Διδώ Σωτηρίου:
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για το άρθρο
- «13 Σεπτεμβρίου του 1922: Η βραδιά που κάηκε η Σμύρνη» ανακτήθηκε από: ereportaz.gr.
- Μέντη Δώρα, «Μικρό ποιητικό ανθολόγιο για την Ιωνία» ανακτήθηκε από: gym-evsch-n-smyrn.att.sch.gr.
- Παπαδημητρίου Νταμόν Νικολάς, «Η Σμύρνη κάποτε, μέσα από 77 σπάνιες εικόνες» ανακτήθηκε από lifo.gr.