Ο Βίκτωρ Ουγκώ ήταν Γάλλος ποιητής, μυθιστοριογράφος και δραματουργός. Υπήρξε αναμφίβολα ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος του κινήματος του γαλλικού ρομαντισμού. Είναι γνωστός παγκοσμίως για τα έργα του, και ιδιαίτερα για τα μυθιστορήματα «Οι Άθλιοι» και «Η Παναγία των Παρισίων».
Βίκτωρ Ουγκώ: Νεαρή ηλικία
Ο Βίκτωρ Ουγκώ γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1802 στην πόλη Μπεζανσόν της Γαλλίας. Ο πατέρας του, Ζοζέφ, ήταν στρατηγός του Ναπολέοντα, έτσι η οικογένεια αναγκαζόταν να ταξιδεύει συνεχώς, όταν ο Ουγκώ ήταν ακόμα παιδί. Ο Ζοζέφ και η σύζυγός του, Σοφί, είχαν αρκετές διαφωνίες και, εν τέλει, έλυσαν τον γάμο τους. Μια από αυτές τις διαφωνίες υπήρξε και εκείνη για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, καθώς η Σοφί ήταν βασιλόφρων, ενώ ο Ζοζέφ οπαδός των διαδοχικών κυβερνήσεων.
Το διάστημα 1815-1818, ο Ουγκώ φοίτησε στο Λύκειο Louis–le–Grand και, μερικά χρόνια αργότερα, αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Παρισιού. Ξεκίνησε να γράφει μόλις από το 1816, γεμίζοντας τα τετράδιά του τόσο με μεταφράσεις όσο και θεατρικά έργα, μεταξύ άλλων. Το 1819, μετά από παρότρυνση της μητέρας του, ξεκίνησε να εκδίδει μαζί με τα αδέρφια του το περιοδικό Conservateur Littéraire, το οποίο κράτησαν ως το 1821, την χρονιά κατά την οποία πέθανε η Σοφί.
Τα πρώτα βήματα της συγγραφικής καριέρας του Ουγκώ
Το 1822 ο Ουγκώ παντρεύτηκε την παιδική του φίλη, Αντέλ, με την οποία έκαναν πέντε παιδιά. Την ίδια χρονιά, δημοσίευσε και το πρώτο του βιβλίο με ποιήματα, «Odes et poésies diverses», που τράβηξε την προσοχή του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΗ΄. Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Han d’Islande», εκδόθηκε το 1823. Μάλιστα, έκανε μεγάλη εντύπωση στον δημοσιογράφο Σαρλ Νοντιέ, ο οποίος τον σύστησε σε μια ομάδα φίλων, οπαδών του ρομαντισμού, που συναντιούνταν συχνά στη Βιβλιοθήκη του Αρσενάλ. Αυτή η ομάδα λογοτεχνών ονομάστηκε Cénacle.
Άλλα έργα που εξέδωσε ο Ουγκώ εκείνα τα χρόνια ήταν η συλλογή «Nouvelles Odes» (1824), το μυθιστόρημα «Bug–Jargal» (1826), η συλλογή «Odes et ballades» (1826) και η συλλογή «Les Orientales» (1829). Όπως φαίνεται σε αρκετά από αυτά τα ποιήματά του, άφηνε σιγά σιγά πίσω το αίσθημα βασιλοφροσύνης που είχε.
Ο ρομαντισμός του Ουγκώ
Ο ρομαντικός χαρακτήρας του Ουγκώ ήρθε στην επιφάνεια με την έκδοση του «Cromwell» το 1827. Το έργο αφορά έναν εθνικό ηγέτη που επιθυμεί να γίνει βασιλιάς. Ο μακροσκελής του πρόλογος ήταν αρκετά προκλητικός για εκείνη την εποχή και έχει θεωρηθεί από πολλούς ως το μανιφέστο του ρομαντικού κινήματος. Συγκεκριμένα, ο Ουγκώ υποστηρίζει τη συνύπαρξη τραγικών και κωμικών στοιχείων στο ίδιο έργο.
Μερικά ποιήματα όπως τα «À la Colonne» και «Lui», που είχαν ως περιεχόμενο την υπεράσπιση της ελευθερίας και τη λατρεία για τον Ναπολέοντα, έφεραν τον Ουγκώ σε επαφή με τους φιλελεύθερους συντάκτες της εφημερίδας Le Globe. Το αίσθημα φιλελευθερισμού του συγγραφέα ενδυναμώθηκε όταν ο βασιλιάς Κάρολος Ι’ περιόρισε την ελευθερία του τύπου και απαγόρευσε να ανέβει στη σκηνή το έργο του πρώτου, «Marion de Lorme» (1829), που απεικόνιζε αρνητικά τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΓ’. Το 1829 έγραψε και το μυθιστόρημα «Le Dernier Jour d’un condamné», που αφηγούταν την τελευταία μέρα ενός καταδικασμένου άντρα και αποτελούσε καταγγελία για τη θανατική ποινή.
Την επόμενη χρονιά, ο Ουγκώ ανέβασε την παράσταση «Hernani», της οποίας η πρεμιέρα, στις 25 Φεβρουαρίου 1830, προκάλεσε μεγάλη ταραχή και διαπληκτισμούς ανάμεσα σε οπαδούς του κλασικισμού και του ρομαντισμού. Στο έργο αυτό, ο ήρωας είχε τη μορφή ενός ευγενούς εγκληματία που βρισκόταν σε διαμάχη με την κοινωνία.
Αν και ο Ουγκώ είχε ήδη αποκτήσει αρκετή φήμη από τα θεατρικά του έργα, απέκτησε ακόμα περισσότερη με το μυθιστόρημά του, «Notre–Dame de Paris» (Η Παναγία των Παρισίων), που εκδόθηκε το 1831. Το μυθιστόρημα καταδίκαζε την κοινωνία και τον τρόπο με τον οποίο φέρονταν οι υπόλοιποι χαρακτήρες στον πρωταγωνιστή Κουασιμόδο και την Εσμεράλντα. Μετά την Ιουλιανή Επανάσταση, ενώ ακόμα έγραφε αυτή την ιστορία, ανέβηκε στην εξουσία ο βασιλιάς Λουδοβίκος Φίλιππος και, προς τιμήν του γεγονότος αυτού, ο Ουγκώ έγραψε το ποίημα «Dicté aprés juillet».
Κατά τη διάρκεια της Ιουλιανής Μοναρχίας, ο Βίκτωρ Ουγκώ εξέδωσε τέσσερις συλλογές ποιημάτων: «Les Feuilles d’automne» (1831), «Les Chants du crepuscule» (1835), «Les Voix intérieures» (1837) και «Les Rayons et les ombres» (1840). Αυτά τα ποιήματα είχαν ως περιεχόμενο έναν συνδυασμό πολιτικών, φιλοσοφικών, κοινωνικών και θρησκευτικών ζητημάτων.
Παράλληλα, στις αρχές της δεκαετίας του 1830, ο Ουγκώ ξεκίνησε να ασχολείται και με τη ζωγραφική, δημιουργώντας σκίτσα και πίνακες για εκείνον και την οικογένειά του.
Πληθώρα συγγραφικών έργων
Εκείνα τα χρόνια συνέχισε να ανεβάζει πληθώρα θεατρικών έργων. Αυτό, γιατί, αρχικά, χρειαζόταν ένα βήμα για να εκφράζει τις πολιτικές και κοινωνικές του ιδέες και, επιπλέον, ήθελε να γράφει ρόλους για τη νεαρή ηθοποιό Ζουλιέτ Ντρουέ, με την οποία είχε αναπτύξει δεσμό το 1833. Η Ζουλιέτ δεν είχε ιδιαίτερο ταλέντο και άφησε σύντομα τη σκηνή, ώστε να αφοσιωθεί αποκλειστικά στον Ουγκώ ως τον θάνατό της το 1883.
Η ιστορία του έργου «Le Roi s’amuse» (1832) διαδραματίζεται στη Γαλλία της Αναγέννησης και απεικονίζει τις εξωσυζυγικές σχέσεις του βασιλιά Φραγκίσκου Α’, ενώ επίσης αποκαλύπτει τον ευγενή χαρακτήρα του γελωτοποιού του. Το έργο απαγορεύτηκε, όμως αργότερα ο Τζουζέπε Βέρντι το χρησιμοποίησε ως το λιμπρέτο για την όπερά του, Rigoletto. Άλλα θεατρικά έργα του Ουγκώ που ακολούθησαν ήταν τα «Lucrèce Borgia» και «Marie Tudor» το 1833, «Angelo, tyran de Padoue» το 1835, «Ruy Blas» το 1838 και «Les Burgraves» το 1843.
Το 1841, μετά από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες, ο Ουγκώ εκλέχθηκε ως μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Εκείνη την εποχή δεν εξέδιδε πλέον τόσο, εν μέρει ως επακόλουθο του θανάτου της κόρης του, Λεοπολντίν, η οποία πνίγηκε μαζί με τον σύζυγό της το 1843.
Τα χρόνια της εξορίας
Το 1848, ο Ουγκώ υποστήριξε την υποψηφιότητα του Ναπολέοντα Γ΄ για την προεδρία. Όμως, όσο η προσέγγιση του προέδρου γινόταν απολυταρχική, τόσο ο Ουγκώ έρρεπε προς την αριστερά. Όταν τον Δεκέμβριο του 1851 έγινε πραξικόπημα, με αποτέλεσμα τη Δεύτερη Γαλλική Αυτοκρατορία υπό τον Ναπολέοντα Γ’, ο Ουγκώ επιχείρησε αρχικά να αντισταθεί και έπειτα δραπέτευσε στις Βρυξέλλες.
Η εξορία του Ουγκώ διήρκησε μέχρι την ανασύσταση της δημοκρατίας το 1870. Ο ίδιος παρέμεινε αρχικά στις Βρυξέλλες για έναν χρόνο, έπειτα εγκαταστάθηκε στο νησί Τζέρζι της Μάγχης, όπου παρέμεινε το διάστημα 1852-1855, και, όταν εκδιώχθηκε από εκεί, εγκαταστάθηκε στο γειτονικό νησί Γκέρνζι, όπου έζησε ως το τέλος της εξορίας του.
Στα χρόνια της εξορίας, εξέδωσε μερικά από τα πιο σημαντικά έργα του. Τα πρώτα έργα που έγραψε τότε ήταν σατιρικά και αφορούσαν πρόσφατα γεγονότα. Για παράδειγμα, το «Napoléon le Petit» (1852) ήταν μια κατηγορία για τον Ναπολέοντα ΙΙΙ και το «Histoire d’un crime» αφορούσε το πραξικόπημα του Ναπολέοντα ΙΙΙ το 1851. Ο Ουγκώ επέστρεψε στην ποίηση το 1853 με το «Les Châtiments», μια συλλογή ποιημάτων στα οποία εξέφραζε τον θυμό του απέναντι στον νέο αυτοκράτορα. Η συλλογή αυτή περιέχει μερικά από τα σατιρικά ποιήματα με τη μεγαλύτερη επιρροή στη γαλλική γλώσσα.
Αντιθέτως, το «Les Contemplations» του 1856 περιέχει την πιο αγνή ποίησή του, καθώς αποτελεί φόρο τιμής στη νεκρή κόρη του, Λεοπολντίν. Η θλίψη του αντικατοπτρίζεται στα ποιήματα της συλλογής αυτής, την οποία χώρισε στα κεφάλαια «Autrefois» και «Aujourd’hui», όπου η στιγμή του θανάτου της κόρης του γίνεται σημείο αναφοράς και διαχωρίζει το χθες από το σήμερα.
Ο Ουγκώ έγραψε, επίσης, μεταξύ 1854 και 1860, δύο επικά ποιήματα, τα «La Fin de Satan» και «Dieu», τα οποία εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του.
Το 1862 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του, «Les Misérables» (Οι Άθλιοι), που διηγούταν την ιστορία του Jean Valjean, ενός πρώην κατάδικου, που είχε φυλακιστεί για 19 χρόνια επειδή έκλεψε μια φρατζόλα ψωμί. Η ιστορία είχε μεγάλη επιτυχία και ο ίδιος έγινε ακόμα πιο δημοφιλής στη Γαλλία, αλλά και διεθνώς, καθώς το μυθιστόρημα μεταφράστηκε σύντομα σε πολλές γλώσσες.
Άλλα έργα που ολοκλήρωσε ο Ουγκώ στην εξορία ήταν η έκθεση «William Shakespeare» (1864) και τα μυθιστορήματα «Les Travailleurs de la mer» (1866) και «L’Homme qui rit» (1869). Το πρώτο μυθιστόρημα ήταν αφιερωμένο στο Γκέρνζι και τους ναύτες του, ενώ το δεύτερο αφορούσε τον αγώνα του αγγλικού λαού έναντι στη φεουδαρχία τον 17ο αιώνα.
Η επιστροφή στη Γαλλία και ο θάνατός του
Μετά την ήττα της Γαλλίας στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο και τη διακήρυξη της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας το 1871, ο Ουγκώ επέστρεψε στο Παρίσι με καταρρακωμένη ψυχολογία, αφού το 1868 πέθανε η γυναίκα του Αντέλ και ακολούθησε ο θάνατος δύο του γιων (1871 και 1873).
Το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα, «Quatre–vingt–treize» (1874), εστίαζε στο -ταραχώδες για τη Γαλλία- έτος 1793 και τη Γαλλική Επανάσταση.
Το 1878 έπαθε εγκεφαλική συμφόρηση, αλλά έζησε για μερικά ακόμα χρόνια στην Avenue d’Eylau, η οποία το 1882, στα 80ά του γενέθλια, μετονομάστηκε σε Avenue Victor–Hugo. Ο Βίκτωρ Ουγκώ πέθανε στο Παρίσι στις 22 Μαΐου 1885. Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη, η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου και ενταφιάστηκε στο Πάνθεον. Σήμερα, κάθε πόλη της Γαλλίας φέρει από μια οδό με το όνομά του.
Ακολουθεί σύντομο βίντεο για τον μεγάλο συγγραφέα:
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν στο άρθρο:
– Barrère, J.. Victor Hugo. Ανακτήθηκε από www.britannica.com (Τελευταία πρόσβαση: 25/02/23)
– Victor Hugo. Ανακτήθηκε από en.wikipedia.org (Τελευταία πρόσβαση: 25/02/23)
– HUGO, HIS DRAWINGS. Ανακτήθηκε από www.maisonsvictorhugo.paris.fr (Τελευταία πρόσβαση: 25/02/23)