Το Μαργαρίτι Θεσπρωτίας, ως μεμονωμένο χωριό πλέον (αφού με το σχέδιο “Καλλικράτης” σε συνένωση με τα γύρω χωριά έφτανε τους 3.000 κατοίκους) ξεπερνά τους 1.000 κατοίκους. Είναι χτισμένο ΝΔ του νομού Θεσπρωτίας σε μεγάλο τμήμα του οροπεδίου του και μάλιστα στην περιοχή της αρχαίας Ελεάτιδας. Το ιστορικό του παρελθόν, λοιπόν, είναι αναντίρρητο και πολλά μνημεία του το αποδεικνύουν (αρχαίοι τάφοι, νομίσματα κτλ.). Από το Μαργαρίτι έχουν καταγωγή σημαντικά πρόσωπα της προεπαναστατικής Ελλάδας και το ερειπωμένο κάστρο του μαρτυρεί την παλιά πολυτέλεια και ακμή του οικισμού. Επίσης, η ομορφιά των ελών που δημιουργούνται στην περιοχή, όπως αυτό του Καλοδικίου, του προσδίδουν μια ιδιαίτερη φυσική ομορφιά. Ουσιαστικά βρίσκεται ανάμεσα από την Πάργα, την Παραμυθιά και τον Αχέροντα και αξίζει να το επισκεφτεί κανείς, γιατί πέρα από τα παραπάνω η παράδοση του είναι έκδηλη.
Σημαντικές εκκλησίες
Ο Άγιος Βασίλειος (ενοριακός Ναός του Μαργαριτίου): Ο Άγιος Βασίλειος χτίστηκε αμέσως μετά την απελευθέρωση το έτος 1913 και είναι ο ενοριακός ναός του Μαργαριτίου, υπάγεται στην Μητρόπολη της Παραμυθιάς. Το 1930, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του Μαργαριτίου, παρότι ζούσαν σε τμήμα της ελληνικής επικράτειας και πρωτύτερα είχαν δηλώσει Έλληνες πολίτες, παρασυρόμενοι από τον αλβανικό επεκτατισμό σινεπικορούμενοι από τους Ιταλούς, τους Τούρκους και τους Αυστριακούς, δεν συνεργάζονταν με τους νόμους του Ελληνικού κράτους, το οποίο τους είχε δείξει υπερβολική ανοχή. Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν οι μουσουλμάνοι στο έπακρο και είχαν επιδοθεί σε σημαντικές αξιόποινες πράξεις κατά του ελληνικού κράτους και των συμπολιτών τους χριστιανών με διάφορες προκλητικές ενέργειες. Μια από αυτές ήταν να κάψουν τον ιερό ναό του Αγίου Βασιλείου. Το 1937 οι χριστιανοί Μαργαριτιώτες ξαναέφτιαξαν τον ιερό ναό του Αγίου Βασιλείου καθώς και το καμπαναριό με την τεράστια καμπάνα, την οποία κτυπούσαν ανεβαίνοντας επάνω στο καμπαναριό οι Μαργαριτιώτες. Ο ήχος την καμπάνας αυτής, η οποία είχε φτιαχτή στην Βενετία, ήταν τόσο δυνατός που ακούγονταν μέχρι την Καταβόθρα και το Ελευθέρι. Στα επόμενα χρόνια ο ναός ξαναεπισκευάστηκε αρκετές φορές. Από ότι θυμάμαι, έξω από την είσοδο του κυρίως ναού, στο δεξιό μέρος υπήρχαν δυο μεγαλοπρεπής τάφοι, άγνωστο σε ποίους ανήκαν. Στο αριστερό μέρος δίπλα στο καμπαναριό, ήταν ελιές φυτεμένες και εκεί γίνονταν το υπαίθριο ειρηνοδικείο. Το υπαίθριο αυτό ειρηνοδικείο γινόταν μια φορά το μήνα, και γέμιζε ο τόπος με άλογα και μουλάρια από τους εμπλεκόμενους χωρικούς σε αυτές τις υποθέσεις.
Η Παναγία (Κοίμησης της Θεοτόκου) στην Κένταλη Μαργαριτίου: Ο Ιερός Ναός Κοίμησης της Θεοτόκου, η γνωστή σε όλους μας Παναγία στην Κένταλη, (συνοικισμός του Μαργαριτίου), κτίστηκε το 1823 έξω από τον οικισμό του Μαργαριτίου διότι οι εξισλαμιθέντες τουρκοτσιάμηδες δεν επέτρεπαν μέσα στα όρια της κοινότητας αυτής χριστιανικό ναό. Αυτά γράφει ο άλλοτε πρόεδρος της κοινότητας Μαργαριτίου Δημήτριος Μάτης στα νέα του Μαργαριτίου στις 20-12-1985. Δεν αναφέρει τις πηγές από που προκύπτει για το πότε ακριβώς κτίστηκε η εκκλησία. Στην είσοδο του κυρίως ναού όμως, είχε παλιά μια πέτρινη πλάκα η οποία έγραφε 1650. Η πλάκα αυτή είναι ακόμη εκεί, αλλά με την συντήρηση που έγινε στην δεκαετία του 1970 την οποία έκανε ο Χρήστος Σούφης, η πλάκα, που ήταν ακριβώς πάνω από την πόρτα, σκεπάστηκε με τον εξωτερικό σοβά και σήμερα δεν φαίνεται.
Ο Άη Γιάννης στο Γερακάρι Μαργαριτίου: Το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννου στο παμπάλαιο χωριό, το Γερακάρι, κτίστηκε γύρω στα 1650 μ.χ. Ο βράχος που είναι χτισμένο το μικρό αυτό εκκλησάκι σήμερα έχει καλυφθεί από τον πέτρινο τοίχο που έφτιαξαν το 1982 ώστε να είναι πιο ασφαλής η βατότητα των πιστών. Παλαιότερα για να ανεβείς πάνω στο στρογγυλό βράχο που είχε ύψος 4 μέτρα περίπου έπρεπε να σκαρφαλώσεις . Σήμερα με ασφάλεια μπορεί ο καθένας να επισκεφθεί τον Άη Γιάννη τον ερημίτη. Με την προσθήκη του πέτρινου τοίχου γύρο από τον βράχο ίσως ο Άη Γιάννης να έχασε αυτή την σπάνια ομορφιά και μοναδικότητα πού τον χαρακτήριζε. Ο χώρος έξω και γύρο από το εξωκλήσι διαμορφώθηκε μετά το 1982 με πρωτοβουλία των Καρδαναίων και την βοήθεια του Δήμου Μαργαριτίου και από τότε το πανηγύρι γίνετε εκεί, και όχι στη βρύση Χάρα που γίνονταν παλαιότερα. Το εσωτερικό της εκκλησίας είναι λιτό και μόλις που χωράει 15 άτομα μέσα, στο δάπεδο σώζονται ακόμη οι πέτρινες πλάκες που είχε από παλιά, όπως επίσης και στην οροφή του που είναι και αυτή ακόμη με τις παλιές πέτρινες πλάκες. Κάπου γύρο στο 1976 με εντολή της Αρχιεπισκοπής Παραμυθιάς, μαζεύτηκαν οι παμπάλαιες εικόνες από τα εξωκλήσια ώστε να προστατευτούν από διάφορους αρχαιοκάπηλους και έτσι αφαιρέθηκαν και από τον Άη Γιάννη, οι παλιές και μισοκατεστραμμένες εικόνες του, που ήταν τάματα και κειμήλια εκατοντάδων ετών από τους χριστιανούς κατοίκους της γύρο περιοχής. Σύμφωνα με μαρτυρίες των παλαιότερων, ο Άη Γιάννης κτίστηκε επάνω στο βράχο διότι εκεί είχαν βρει μια εικόνα του αγίου. Οι κάτοικοι πήραν την εικόνα και την τοποθέτησαν στην εκκλησία του Ελευθερίου. Μετά από λίγες ημέρες η εικόνα ξαναβρέθηκε επάνω στον βράχο. Τότε οι πιστοί αποφάσισαν να χτίσουν την εκκλησία εκεί που πρωτοβρέθηκε.
Ιστορία
Το Μαργαρίτι ιδρύθηκε περίπου το 1430 από τους Ενετούς και οι πρώτοι κάτοικοι του ήταν χριστιανοί, ενώ αργότερα αποικίστηκε από αλβανικά φύλα. Μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οι κάτοικοι του οικισμού εξισλαμίστηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος. Σε αντάλλαγμα για το γκρέμισμα των καμπαναριών και της κατασκευής μιναρέδων, έγιναν κύριοι (τσιφλικάδες) των εύφορων πεδιάδων. Μετά την παρακμή της Βενετίας (κυρίως με την παρακμή της Οθ. Αυτ. και την προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης του Αλή Πασά) οι Μαργαριτιώτες αγάδες, έχουν ως αντίπαλο τον Τουρκαλβανό Πασά των Ιωαννίνων, στον οποίο όμως τελικά υποτάσσονται περίπου το 1811. Μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα το Μαργαρίτι γίνεται ελληνικό και τότε είναι η εποχή που οι αγάδες δέχονται τα πρώτα κτυπήματα περί αναδασμού και περιορισμού των τσιφλικιών από τους νόμου του Βενιζέλου. Εξακολουθούν όμως να αποτελούν την άρχουσα τάξη μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο κατά τον οποίο έχουν φιλοαξονική στάση. Η στάση τους αυτή είναι που τους αναγκάζει με το τέλος του πολέμου να εγκαταλείψουν τον οικισμό για το εσωτερικό της Αλβανίας. Κατά τον Αραβαντινό το Μαργαρίτι περίπου το 1815 είχε 8500 κατοίκους. Μετά το 1940-41 σημειώνεται μια κατακόρυφη πληθυσμιακή πτώση που οφείλεται κυρίως στην αποχώρηση των Αλβανόφωνων Μουσουλμάνων. Η πτώση θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν τα εγκαταλειμμένα αρχοντικά και καλλιέργειες δεν αποτελούσαν ισχυρό κίνητρο για εποικισμό από ακτήμονες των γειτονικών αλλά και άλλων ορεινών χωριών (Σούλι, Ζαγόρι κ.ά.). Η συρρίκνωση του πληθυσμού συνεχίστηκε για λόγους όμοιους προς την υπόλοιπη μεταπολεμική Ελλάδα, δηλαδή την αστυφιλία και τη μετανάστευση.
Κατά την περίοδο ακμής του Τσαμουριάς κάθε οικογένεια έχει ως τσιφλίκι ένα από τους οικισμούς της εύφορης πεδιάδας μέχρι την Πρέβεζα, τη Φιλιππιάδα και την Άρτα. Μερικοί διορατικοί έμαθαν την «τέχνη» του τραπεζίτη από τους Εβραίους, την οποία τις περισσότερες φορές εξασκούσαν ως τοκογλυφία και εξαπάτηση ακόμα και προς τους ομόθρησκους τους. Την ίδια περίοδο οι χριστιανοί κάτοικοι του Μαργαριτίου ζούσαν σε σπίτια που νοίκιαζαν από τους Τσάμηδες και αποτελούσαν την μεσαία τάξη. Ήταν απολύτως απαραίτητοι στους Τουρκαλβανούς γιατί εκτός του ότι ήταν κτίστες, σιδηρουργοί, τσαρουχάδες, πεταλωτές κ.ά., εξασκούσαν και το επάγγελμα του πρακτικού ιατρού (κασίμηδες ή ροημπάδες), για το οποίο ήταν πολύ φημισμένοι. Έτσι ενώ στα νεώτερα χρόνια οι Οθωμανοί μαράζωσαν οικονομικά, οι Χριστιανοί έγιναν πλούσιοι και ιδιοκτήτες καλλιεργούμενης γης. Παρόλα αυτά μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο δεν παρουσιάζεται καμία οικονομική ανάπτυξη στο Μαργαρίτι.
Τόσο από την πληθώρα των μαχαλάδων (Αγορά, Κεντάλι, Σκάλα, Λουγκάς, Τοπόλια, Μπεκιάτες, Ντρίζα, Καλαμίτης) όσο και από τις μεταξύ τους αποστάσεις, συμπεραίνουμε ότι ο οικισμός έχει ξεχωριστό χαρακτήρα και τρόπο δομής από τους υπόλοιπους γνωστούς οικισμούς. Αυτό είναι φυσικό αφού κατά βάση το Μαργαρίτι είναι ένας οικισμός με αρκετά τούρκικα στοιχεία.
Η αγορά ήταν η περιοχή κατοικίας αλλά και εμπορικών δραστηριοτήτων των Χριστιανών επαγγελματιών, ενώ εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να είναι το κοινωνικό και εμπορικό κέντρο του οικισμού. Ουσιαστικά αποτελείται από ένα δρόμο με αρκετή κλίση και σπίτια κτισμένα εκατέρωθεν. Τα σπίτια είναι κατά κανόνα διώροφα, υπακούν αυστηρά στο συνεχές σύστημα δόμησης (μέσο πρόσωπο περίπου 6 μ., μέσο ύψος περίπου 6 μ. και τετράριχτη στέγη με κεραμίδια). Τα σπίτια στο πίσω μέρος του οικοπέδου έχουν στενόμακρη αυλή που γίνεται ακόμα μικρότερη εάν υπάρχουν βοηθητικοί χώροι. Στο ισόγειο αυτών των σπιτιών και σε επαφή με το κεντρικό δρόμο υπήρχε το μαγαζί, ενώ στον όροφο η κατοικία. Η είσοδος στην κατοικία μπορούσε να γίνει είτε από το μαγαζί είτε από την αυλή. Στην περίπτωση που υπήρχε κατώι αυτό ήταν υπόγειο σε αντίθεση με τα αρχοντικά όπου όλο το ισόγειο ήταν κατώι (αποθήκη – βοηθητικοί χώροι). Η ύπαρξη του εμπορίου δηλώνεται συνήθως με τα μεγάλα ανοίγματα στο ισόγειο σε αντιδιαστολή προς τα μικρότερα της κατοικίας στον όροφο. Το συνεχές σύστημα δόμησης και η σχετική ομοιότητα όλων των κτισμάτων (στενόμακρα με την είσοδο στην στενή πλευρά) έχουν ως αποτέλεσμα κανένα κτήριο να μην έχει χαρακτήρα του σημείου αναφοράς. Έχει χαθεί η έννοια τόσο του οικοπέδου (ιδιοκτησίας), όσο και του κτίσματος (είναι αριθμήσιμες και μάλιστα όχι φανερά είναι μόνο οι προσόψεις). Είναι χαρακτηριστική, επίσης, η έλλειψη των ανοικτών κοινόχρηστων χώρων (πλατειών), κάτι που δίνει στον κεντρικό δρόμο ιδιαίτερη σημασία για τις κοινωνικές και εμπορικές δραστηριότητες των χριστιανών.
Ψηλότερα στην πλαγιά του βουνού ήταν κτισμένα σε μαχαλάδες τα σπίτια των αγάδων. Δεν ήταν τόσο λόγοι ασφαλείας, που τα έκτιζαν ψηλά, όσο εποπτείας και κλίματος, μιας και εκεί είχε λιγότερη υγρασία από την βαλτώδη πεδιάδα. Τα σπίτια ήταν διώροφα ή τριώροφα με βοηθητικούς χώρους (στέρνες, αποθήκες, αποχωρητήρια κλπ.). Η κατοικία εκτεινόταν σε ένα ή δύο ορόφους ενώ το ισόγειο χρησίμευε ως κατώι. Ήταν κτισμένα στο υψηλότερο μέρος του οικοπέδου αφήνοντας την αυλή με τα υποστατικά στο κατώτερο νότιο μέρος. Προς το νότο ήταν προσανατολισμένη και η κύρια όψη των σπιτιών, ενώ οι μάντρες που τα περιέβαλλαν, ήταν κατά κανόνα ψηλές για λόγους που συνδέονται κυρίως με τις ισλαμικές αντιλήψεις για τη γυναίκα αλλά και για λόγους ασφάλειας.
Χονδρικά διακρίνονται τρεις τύποι ως προς την κάτοψη: σε σχήμα Τ, σε σχήμα Γ και σε σχήμα Π. Ενδιαφέρον χαρακτηριστικό των περισσοτέρων αρχοντικών αποτελούν οι ημικυκλικές ή ορθογωνικές προεξοχές στη μέση της ανατολικής και δυτικής πλευράς του κτηρίου που κατασκευαζόταν κατά κανόνα μετά το υπόλοιπο κτίσμα και λειτουργούσαν ως αποχωρητήρια ανδρών και γυναικών. Τόσο η θέση των κτισμάτων, όσο και το σχήμα των οικοπέδων είναι ελεύθερο. Σε αντίθεση με τα σπίτια των Χριστιανών στην Αγορά, υπάρχουν δύο διαφορετικές οντότητες σε κάθε ιδιοκτησία, η μια αυτή του οικοπέδου που περιγράφεται από την ψηλή μάντρα και η δεύτερη που φαίνεται να ξεπηδάει από την πρώτη, το αρχοντικό.
Εκτός της συνδετικής τους υποχρέωσης οι δρόμοι (καλντερίμια) έχουν να αντιμετωπίσουν και τις ιδιομορφίες του εδάφους. Έτσι με μέσο πλάτος 2-3 μ. ελίσσονται με οφιοειδή τρόπο και αποκτούν μια πλαστικότητα που εκτείνεται και στην τρίτη διάσταση με τις μάντρες που τους περιβάλλουν. Οι μάντρες εναλλάσσονται μεταξύ δύο δυνατών παραλλαγών, της ψηλής κανονικής μάντρας κτισμένης με συνδετικό κονίαμα και της χαμηλής ξερολιθιάς. Κοινόχρηστα πλατώματα δεν συναντούνται στο Μαργαρίτι.
Ο πιο εκτεταμένος και αντιπροσωπευτικός μαχαλάς είναι αυτός της Σκάλας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αρχοντικών αποτελούν: το αρχοντικό των Ροημπέη, το αρχοντικό του Ομέρ-Χιμ και το αρχοντικό του Μουχτή. Ο βασικός δρόμος της Σκάλας ξεκινούσε από χαμηλά και διευθυνόταν βόρεια, ως συνέχεια του αντίστοιχου δρόμου της Αγοράς, όπου υπήρχε και μιναρές (ένας από τους 4 που υπάρχουν στο Μαργαρίτι).
Δεν είναι μόνο η διαφορά στην έκταση που συνθέτει την διαφορετική εντύπωση, που δίνουν οι δύο βασικές οικιστικές ενότητες (Αγορά και Σκάλα) του Μαργαριτίου. Είναι μια γενικότερη αισθητική διαφοροποίηση, που αντικατοπτρίζει τη διαφορά της κοινωνικοοικονομικής στάθμης των κατοίκων, δηλαδή το μεγαλόπρεπο της Σκάλας αντιδιαστέλλεται με το ταπεινό της Αγοράς, το άνετο με το στενάχωρο και το πολύπλοκο με απλό. Πρόκειται για αντιπαράθεση του κέντρου (Αγορά) με το προάστιο (Σκάλα), στοιχείο που προσδίδει ξεχωριστό χαρακτήρα στο συγκεκριμένο οικισμό.
https://www.youtube.com/watch?v=epQ1axsUxdw
Πηγές:
- apeirosgaia.wordpress.com
- mixanitouxronou.gr
- www.margariti-gr.de
- youtube.com
- thesprotia3d.gr
- Περιοδικό «Άπειρος», τεύχος 2, καλοκαίρι 1999
Σύνταξη κειμένου: Μίλτος Γήτας
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου