Οι πικροδάφνες είναι δηλητηριώδη φυτά. Δεν ξέρω γιατί το είπα αυτό, δεν ξέρω. Τα ρομάντζα στο μυαλό μου δεν ήταν έτσι.
Πρόσεχα να μην πατώ στις γραμμές των πεζοδρομίων, είναι κατάλοιπο των ψυχαναγκαστικών συνηθειών μου. Ίσως φοβόμουν να κοιτάξω βαθιά στα μάτια σου, ίσως ήλπιζα αν πέσω και να με κρατήσεις. Στη μοίρα δεν πιστεύω, στο κισμέτ, στην τύχη. Πιστεύω πως αν δεν έχανα τη στάση μου, δε θα σε συναντούσα. Αν αυτό είναι μοίρα, τότε πάω πάσο. Είναι μία ιστορία άλλωστε. Ενδιαφέρουσα ή αδιάφορη, είναι μία ιστορία.
Σταμάτησα μπροστά στο θερινό σινεμά στο Θησείο. Την ταινία την είχα δει, δε μου άρεσε. Γιατί να την ξαναδώ αφού δε μου αρέσει; Νομίζω το είπα δυνατά ή μάλλον φάνηκε στο τρόπο που απέστρεψα το βλέμμα μου. Για τα ποπ κορν. Ορίστε; Μπορείς να τη δεις για τα ποπ κορν. Επίσης μπορώ να τα πάρω από το περίπτερο και να δω μία άλλη.
Μπορείς να την ξαναδείς μαζί μου. Θα μπορούσα να θεωρήσω ότι είσαι ένας ανατριχιαστικός τύπος και ότι όσο και να θέλουμε να ζήσουμε όλοι τα “Φτηνά τσιγάρα” στην Αθήνα, δεν είναι παρά ένα παραμύθι. Αλλά ήθελα να φάω ποπ κορν και είχες τα πιο μυστήρια μάτια που έχω δει. Πόσο κακό να μου κάνει ένας άνθρωπος που κρατάει μία φωτογραφική μηχανή κι έναν τουριστικό οδηγό, κι ας δείχνει να έχει απαίσιο γούστο στις ταινίες.
Την παρακολουθούσα σιωπηλή, μέχρι να με σκουντήξεις να παρατηρήσω εκείνη τη σκηνή, πόσο αβίαστη ήταν η ακολουθία των γεγονότων. Την ξέρω την ακολουθία των γεγονότων, την έχω ξαναδεί.
Η γνώμη μου δεν άλλαξε για την ταινία, η γνώμη μου αλλάζει δύσκολα γενικά. Σκληροπυρηνικό. Δε θα εξηγηθώ αλλά είναι κακή από τόσες απόψεις, αρχικά…. Δεν είχα καν λόγο να συνεχίσω να περπατάω μαζί σου, δεν είχα λόγο να σε βλέπω να στρίβεις το τσιγάρο σου τελετουργικά και να μου υποβαθμίζεις τη νουβέλ βαγκ. Αλλά έμεινα. Γιατί δεν ξέρω, κάνω πολλά χωρίς φανερό λόγο, καθοδηγημένη από ήχους και εικόνες. Περπατούσα προσεκτικά χωρίς να πατάω τις γραμμές. Είναι ψυχαναγκασμός. Το ξέρω, επίσης το ένα μου αυτί είναι πιο μεγάλο απο το άλλο αλλά με κανένα δεν ακούω καλά. Επίσης δεν ξέρω να κολυμπάω. Χαμογέλασες, ήταν χαζό αυτό που είπα, μη χαμογελάς.
Μιλήσαμε. Για πολλά. Σου είπα για τα μισοφέγγαρα. Τα αγαπώ τα μισοφέγγαρα. Μου είπες για τον Μπρεχτ. Τον αγαπάς τον Μπρεχτ. Εσύ βλέπεις το ποτήρι μισογεμάτο και εγώ το έχω ήδη αδειάσει. Εσύ βλέπεις στον Ρίτσο τον επαναστάτη κι εγώ τον ερωτευμένο. Εσύ ήρθες να δεις την Ακρόπολη κι εγώ σταμάτησα σε λάθος στάση.
Δε συστηθήκαμε. Θα μπορούσα να είμαι η Θεοδώρα κι εσύ ο Ιουστινιανός, να σε λένε Αλέξη κι εμένα Σοφία. Θα μπορούσα κάλλιστα να μην έχω σπίρτα, όταν τέλειωσε ο αναπτήρας σου.
Για πολλούς λόγους θα μπορούσα να φύγω, κρύωνα και ήμουν άφραγκη κι εσύ ήσουν άγνωστος. Αλλά ο Λυκαβηττός έμοιαζε με ηφαίστειο απέναντι και μία τύπισσα με κιθάρα τραγουδούσε “τα μεροκάματα”.
Δε τολμούσα να σε αγγίξω αλλά θα ήθελα πολύ. Ήθελα να δω αν έχεις υπόσταση. Μου αρκούσε όμως να σε ακούω, είχε κάτι κατευναστικό η φωνή σου, ήταν στεντόρεια και είχε μία ηρεμία, από αυτή που εγώ βρίσκω μόνο στις ταινίες. Αυτές που εσύ δε βλέπεις.
Περάσαμε έναν πάγκο με βιβλία. Στάθηκες, κλείσε τα μάτια σου, είπες. Τα έκλεισα, μπορεί να μου έκλεβες το πορτοφόλι αλλά είχε κυριολεκτικά μέσα 17 λεπτά κι ένα εισιτήριο, οπότε δε με ένοιαξε. Πιάσε ένα βιβλίο στην τύχη. Έπιασα τον Τσε. Ένα μικρό βιβλίο, κιτρινιασμένο, με ένα ασπρόμαυρο σκίτσο του Τσε, έγραφε με κεφαλαία, Τσε. Το πήρες. Έβγαλες ένα στυλό, έγραψες κάτι με το αριστερό σου χέρι και μου το έδωσες. Έστριψες να φύγεις.
Οι πικροδάφνες είναι δηλητηριώδη φυτά. Είπα. Γιατί δεν ξέρω. Κάνω πολλά χωρίς φανερό λόγο, καθοδηγούμενη από εικόνες και ήχους. Γύρισες, χαμογέλασες με τα χείλη σου αλλά πιο πολύ με τα μάτια σου, κι έφυγες.
Στο βιβλίο έγραψες “Αύριο, εδώ. Αφού δε σε κράτησα ακόμη από το χέρι.”
Τουλάχιστον αλαζόνας. Και με κακό γούστο στις ταινίες.
Ποτέ δεν έμαθα αν πήγες. Εγώ δεν πήγα. Θα σε θυμάμαι όμως. Για τα μεροκάματα, τις φωτογραφίες που τράβηξες όταν τάχα δεν το ήξερα, για τις γκρίζες λωρίδες των ματιών σου. Γιατί πίστεψα πως η Αθήνα έχει μέσα της λίγη ακόμη μαγεία, σε ένα σύμπαν για τα κουμάντα των λίγων και όχι τα τερτίπια των πολλών.
“Ίσως είναι που δε φαντάστηκα πως χάθηκες στο δρόμο…”
Σύνταξη κειμένου: Mαρία Σιώρη
Επιμέλεια κειμένου: Μπράιτ Κλεοπάτρα