Ήταν εκείνη η στιγμή, που αναπολούσα τον παλιό μου εαυτό και τις παλιές μου συνήθειες. Που δεχόμουνα τα πάντα και δεν περίμενα τίποτα. Η στιγμή που με γνώρισα, που συστήθηκα στον εαυτό μου για πρώτη φορά.
Ήταν εκείνο το συναίσθημα. Που ένιωσα όταν σε πρωτογνώρισα κι όταν σε είδα από το παράθυρο να φεύγεις για τελευταία φορά. Το ξεχωριστό συναίσθημα που κρύβουμε για τον κάθε άνθρωπο και που μας εγκαταλείπει όταν φεύγει κι εκείνος.
Ήταν εκείνο το λεπτό. Που έζησα σαν τέλειος άνθρωπος και που εξαφανίστηκε σε μια τόση δα στιγμή. Που αγάπησα όλο τον κόσμο και πέταξα το ρούχο της μιζέριας από πάνω μου, μαζί και την κακία όλων των ανθρώπων.
Ήταν εκείνο το δάκρυ. Που άφησα εκείνο το πρωί να τρέξει από τα μάτια μου και κρατώντας σου το χέρι σε αποχαιρέτησα, και τότε άνοιξαν οι ουρανοί κι έπεσε μια βροχή που όμοιά της δεν έχω ξαναδεί.
Ήταν εκείνο το φιλί. Που πήρα από τους ανθρώπους. Το πιο γλυκό φιλί, που σου θυμίζει το νόημα της ύπαρξής σου και σου δίνει ένα κομμάτι απ’ αυτούς που αγαπάς και σ’ αγαπούν. Για να το κουβαλάς μαζί σου και να τους θυμάσαι.
Ήταν εκείνο το βράδυ. Που έμεινα ξάγρυπνη για να περιμένω να πέσει κάποιο αστέρι απ’ τον ουρανό και να φωτίσει εκείνο το βράδυ και να του δώσει μια πιο ρομαντική πνοή, για να μην ξεχνάμε πως είναι ωραίο να κάνουμε ευχές και να περιμένουμε να πραγματοποιηθούν.
Ήταν εκείνο το τραύμα. Που έγινε όταν έπαιζα μικρή με τα υπόλοιπα παιδιά στη παιδική χαρά. Που γυρνώντας σπίτι μου φρόντισες και μου είπες να μην ανησυχώ και πως θα κλείσει. Που ξανάνοιξε μετά από καιρό κι εσύ δεν ήσουνα εδώ να μου το γιάνεις.
Ήταν η στιγμή. Ναι, ήταν εκείνη η στιγμή. Που είπα πως δε θ’ αναλογιστώ τα πάθη μου. Που έκρυψα όλα μου τα μυστικά και τα έθαψα βαθιά μέσα μου κι ήλπιζα πως κάποια στιγμή θα πεθάνουν και θα γαληνέψω ακούγοντας την τελευταία τους πνοή. Μα, σαν ήρθε εκείνη η στιγμή ένιωσα τη μεγαλύτερη δυστυχία του κόσμου.