Μαύρα μάτια κι αγαπημένα, πως περνάτε χωρίς εμένα;
Ωραία τα γαλάζια μάτια, έχουν κάτι το ταξιδιάρικο. Ωραία και τα πράσινα, έχουν ένα μυστήριο. Ωραία και τα καφετιά, έχουν κάτι το μελαγχολικό. Τη γοητεία των μαύρων ματιών όμως δύσκολα τη συναντάς σε άλλο χρώμα.
«Τυχεροί» εκείνοι που έχουν πλανέψει τέτοια μάτια. Συνήθως εκείνα είναι που πλανεύουν.
Ανέκαθεν τα ζήλευα… Έχουν κάτι το αρχοντικό. Μαύρα μάτια, βαθύ βλέμμα. Βλέμμα που αγγίζει την ψυχή σου. Μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά σου. Ακόμα και αν εσύ δεν τους έδωσες την άδεια να μιλήσουν μέσα σου, το καταφέρνουν αβίαστα.
«Τα μάτια σου είναι τόσο βαθιά, που μέσα τους χάνω τη μνήμη» Louis Aragon
Είμαι σίγουρη πως ο ποιητής ένα ζευγάρι μαύρα μάτια είχε στο μυαλό του. Είναι αδύνατο να τους αντισταθείς. Είναι αδύνατο να αρνηθείς το παραμικρό. Σαφώς δεν είναι μόνο τα μάτια και το χρώμα τους αλλά και το βλέμμα και ολόκληρη η προσωπικότητα που τα κατέχει. Όσους ανθρώπους έχω γνωρίσει με μαύρα μάτια έχουν κάτι πολύ αληθινό.Μια απίστευτη ειλικρίνεια, μια «μπέσα».
Είναι τόσο γοητευτικά όσο και επικίνδυνα. Είναι πολύ εύκολο να χαθείς μέσα τους. Σε «καταπίνουν» πριν προλάβεις να το καταλάβεις. Σαν ένα τριαντάφυλλο. Αν δεν είσαι προσεκτικός μπορείς να πληγωθείς από κάτι τόσο όμορφο. Πρέπει να τα προσέχεις.
Είχα καιρό να νιώσω αμήχανα με ένα μόνο βλέμμα. Δε μου είπες κουβέντα κι όμως ένιωσα σα να μαθαίνεις εκείνη τη στιγμή τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά μου έτσι που κοιτούσες. Δεν ανταλλάξαμε κουβέντα, μα ήξερες. Και εγώ ήξερα. Ήξερα πως όλα τότε ξεκίνησαν. Κάθε φορά που σήκωνες τα βλέφαρα και με κοιτούσες ένιωθα σα να μου μιλάς. Και εσύ απλά χαμογελούσες.
Έχεις ένα «βαρύ» βλέμμα. Σα να κάνεις μεγάλη χάρη σε όποιον δέχεσαι να κοιτάξεις. Σα να τους κάνεις την «τιμή». Ένα βλέμμα που σου θέτει όρια. Ένα βλέμμα που σε κάνει να κρατάς αποστάσεις. Κάπως λίγο αυστηρό μα και ταυτόχρονα τόσο προσιτό. Ειδικά όταν συνοδεύεται με το χαμόγελό σου. Εύκολα μπορείς να κερδίσεις κάποιον.
Όλα τα όρια που τα μάτια σου μου έθεσαν, ο λόγος σου μου τα κατέρριψε. Και τότε με κοίταξες αλλιώς. Το κατάλαβα. Τότε όλη αυτή η αυστηρότητα έσβησε και έδωσε τη θέση της σε μια απόλυτη γαλήνη. «Νιώθω πως σε ξέρω καιρό» είπες, και γύρισες και πάλι το κεφάλι μπροστά και συνέχισες να κοιτάς τα αστέρια. Δε στο είπα αλλά όπως είπα πιο πάνω με κοιτούσες τόσο έντονα που ίσως όντως να με έμαθες.
«Νιώθω πως μπορώ να σε εμπιστευτώ» είπες και ήταν ότι πιο γλυκό έχω ακούσει εδώ και πολύ καιρό.
Με κοιτούσες και ένιωθα να αγκαλιάζεις την ψυχή μου. Ήταν τόσο έντονο βλέμμα. Όλο το βράδυ ανταλλάξαμε λίγες κουβέντες, μα ήταν αρκετό. Ήταν αρκετό γιατί κάθε φορά που ακουμπούσες τα μάτια σου στα δικά μου ένιωθα πως λέμε πολύ περισσότερα από ότι θα έπρεπε.
«…μόν’ εκυνήγα δυο μαύρα μάτια…»