Μετά από ένα τριήμερο στα σοκάκια της μεγαλουπόλεως, είπα να μοιραστώ τις εντυπώσεις μου από την αχανή πρωτεύουσα, ως ένα κοράσιο από χωριό, που δειλά- δειλά ξεδιπλώνεται στο μικρό, πλην τίμιο Ηράκλειο της Κρήτης, το οποίο και λατρεύει. Συνηθισμένη λοιπόν, στο να πηγαίνω όπου επιθυμώ με τα πόδια, άντε και με κάνα αστικό μέσα στην πόλη, ομολογουμένως, η Αθήνα για εμένα, αποτελεί κάτι το «σόκινγκ»…
Είχα την τιμή να την επισκεφτώ τρεις φορές στη ζωή μου, έως τώρα. Την πρώτη δε θυμάμαι και πολλά, μονάχα το πλανητάριο, -ένεκα του ότι πήγα τριήμερη με το γυμνάσιο και ήταν κάτι που μου άρεσε αρκετά-. Τη δεύτερη ήρθα σε επαφή με το μετρό(πολιτισμικό σοκ). Θυμάμαι έντονα την πρώτη μου εντύπωση, ένιωθα λες και παίζω κάποιο ρόλο σε ταινία θρίλερ, δε μου άρεσε πολύ, καθότι δεν τα βλέπω τα θρίλερ, καταλαβαίνετε! Για να πούμε και του στραβού το δίκιο βέβαια, το μετρό εκμηδενίζει τις αποστάσεις κι αυτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα για μια ζούγκλα, όπως η Αθήνα. Μέχρι πρωτινός, δεν τη χώνευα και επίσης τους πρωτευουσιάνους τους κοιτούσα με μισό μάτι, όλους λόρδους τους λέω, χαριτολογώντας πάντα! Ωστόσο, η τρίτη μου επίσκεψη στην Αθήνα, με έκανε να τα δω αλλιώς τα πράγματα, ίσως γιατί πήγα πιο ώριμη και πιο έτοιμη να αποδεχτώ τον χαρακτήρα της και εκείνη την παράξενη γοητεία που τη χαρακτηρίζει.
Η Αθήνα είναι κάτι που θα θελα να το εξερευνήσω ολάκερο, δε θα μπορούσα ποτέ να μείνω μόνιμα, αλλά πάντα κάτι θα με κάνει να θέλω να ξαναγυρίσω, ίσως να φταίει το γεγονός ότι ποτέ δεν μπορείς να τη δεις και να τη γευθείς πόντο-πόντο. Πάντοτε ένα κομμάτι της θα μένει ανεξερεύνητο και άπιαστο. Δεν τη βαριέσαι εύκολα, όσο να πεις, ακόμα κι αν σε τρομάζει και σε κουράζει, ενίοτε. Δεν ξέρω εάν φέρει ευθύνη η παρέα και ξεχώρισα τόσο την τρίτη μου επίσκεψη, αλλά ναι, το γεγονός ότι ήμουν με τα «κολλητάρια» και «συμαθητούδια» μου από το χωριό, παίζει καθοριστικό ρόλο. Επίσης, το ότι είχα φάει στη μάπα την πρώτη κρυάδα των τεράστιων αποστάσεων και των υπερβολικά γρήγορων ρυθμών ζωής, από τη δεύτερη μου επίσκεψη, με έκανε τώρα να ‘μαι πιο ετοιμοπόλεμη αν θέλετε και πιο κουλ.
Τι είναι αυτό που λάτρεψα; Μμμ…Θησείο, την ώρα που ο ήλιος βασίλευε, μουσικές παντού από διάφορους πολιτισμούς, από τον Πόντο μέχρι την Αφρική, ένα πάντρεμα λαών, που στα αυτιά μου ηχούσε άκρως μελωδικά και διόλου αλλοπρόσαλλα. Ηρέμησε η ψυχή μου, σε αυτή την όμορφη βόλτα εκεί. Είχα πάρει αγκαλιά τις κολλητές και ονειροπολούσαμε. Έπειτα, το μουσείο της Ακρόπολης, όχι τόσο για τα εκθέματα (ακούγομαι απαράδεχτη εδώ!), όσο για τη θέα που αντίκρισα, απέναντι μου η Ακρόπολη ντυμένη στα μενεξεδή και διπλά, λίγο πιο πέρα ο λόφος του Λυκαβηττού να με προκαλεί, να τον συναντήσω, κάτι που έγινε δυο μέρες αργότερα. Ανέβηκα με τρελό παρεάκι τα εξοντωτικά σκαλιά του(μας βγήκε η γλώσσα!) και είδα όλη την Αθήνα, σαν μια σταγόνα από νερό, μπορούσα να την αγγίξω με την παλάμη του χεριού μου. Ένας φίλος αναφώνησε «σιγά τη θέα, όλο κτίρια και γκρίζο». Και είχε δίκιο, υπάρχουν πολύ πιο όμορφα τοπία, όμως, τούτο ρε φίλε, το συναίσθημα, να βλέπεις όλη την Αθήνα από ψηλά, μου προκάλεσε ένα απέραντο δέος και μια απρόσμενη χαρά.
Δε θα ήθελα να αφήσω ασχολίαστη την ομορφιά του Παλαιού Φαλήρου, σαν μια όαση μέσα στην γκρίζα έρημο της Αθήνας, λάτρεψα απλά, με τα ιστιοπλοϊκά να γνέφουν το απέραντο της θάλασσας και μένα να τραβάω σαν χαζή στόρι για το ίνσταγκραμ. Προφανώς, λόγω του κύρους που διαθέτω, έδωσα το παρόν και στη Μαρίνα Φλοίσβου, με όλη την υψηλή κοινωνία. Το φτηνότερο κοτεράκι εκεί, είναι όλα μου τα υπάρχοντα και βάλε, όμως αυτό δε με σταμάτησε από το να τα θαυμάσω και να τα παρατηρήσω εξονυχιστικά.
Όσον αφορά τα εγκληματικά Εξάρχεια, ίσως να μην έχω δει κάτι πιο αντιφατικό στη ζωή μου. Από τη μια να καίει η μύτη μου από την εισπνοή των υπολειμμάτων από δακρυγόνα στην ατμοσφαίρα, λόγω των γεγονότων της προηγούμενης βραδιάς και από την άλλη ξέφρενες καταστάσεις και πάρτι παντού. Από τη μια άτομα με το στίγμα των Εξαρχείων στο κούτελο- if you know what i mean- και από την άλλη χαλαρά τυπάκια, όπως εμείς που πήγαμε και καλοντυμένοι, τρομάρα μας! Πολύ μου άρεσαν τα Εξάρχεια και ειδικά ένα στέκι με ζωντανή μουσική, κρυμμένο μέσα σε ένα κατασκότεινο πάρκο, που αν θες τη ζωή σου, καλό θα είναι να μην μπεις εκεί μέσα, όμως να ‘ναι καλά τα τραγούδια και οι μουσικές που μας καθοδήγησαν από ένα λιγότερο επίφοβο πέρασμα. Α! Το μαγαζί λέγεται Εξωστρεφής και είναι μια αυλίτσα η οποία θυμίζει προαύλιο σχολείου, με ένα κρασάκι ημίγλυκο, άλλο πράγμα…
Να τονίσω εδώ ότι στο Σύνταγμα έχει κάτι συντριβάνια που μου θύμισαν τις στέρνες στο χωριό, οπότε ναι! Είχα και στο χωριό μου Σύνταγμα. Όπως και να έχει, η Αθήνα είναι η πόλη των επιλογών, των εξορμήσεων και των αντιθέσεων. Να φοβάσαι το καθετί, να προσεχείς μη σου κλέψουν ό,τι έχεις και δεν έχεις, μα να μη σε νοιάζει και τόσο, γιατί παντού θα βρεις κάτι να δεις, να σε κάνει να κοντοσταθείς για λίγο και να το αποτυπώσεις μέσα σου. Όλα συμβαίνουν εκεί, μπορεί να ακούς διάφορα άσχημα, άλλα εκείνα, τα όμορφα της θα σε μαγέψουν τόσο, που θα αφήσεις πίσω καθετί κακό που τη σπιλώνει.
Επειδή όμως, πρέπει κάπως να τελειώσει όλο αυτό το παραλήρημα, θα πω κάτι τελευταίο(το υπόσχομαι), γεύτηκα το καλύτερο ινδικό στο Μοναστηράκι και ήπια τον πιο «παπακαλιάτικο» καφέ της ζωής μου στα Αναφιώτικα. Αυτό, δεν περιγράφω άλλο… Χαιρετώ όλους τους πρωτευουσιάνους και μη, και όπως θα έλεγε περήφανα και ο αγαπημένος μου Γιάννης Χαρούλης, σε μια συναυλία του στο θέατρο Βράχων «στην υγειά σας μωρέ κοπέλια!».