Σίγουρα σε όλους σας έχει τύχει να βρεθείτε τυχαία με κάποια «φίλη» από τα παλιά, σε κάποιο άκυρο μέρος, εκεί που δεν το περιμένατε. Αυτό συνέβη και σε μένα πριν καμιά εβδομάδα περίπου.
Μια φίλη από τα παλιά… Ήμουν στο δοκιμαστήριο, γνωστού πολυκαταστήματος, προσπαθώντας εις μάτην, να χωρέσω σε ένα υπέροχο, μαύρο φυσικά παντελόνι που είχαν προσφορά, επειδή είχαν μείνει μόνο 2 κομμάτια Small. Βλέπεις είχα την ελπίδα η τρελή, ότι επειδή ήταν πολύ ελαστικό, θα μου έμπαινε. Ούτε μέχρι τα γοφά δεν έφτασε! Τέλος πάντων, κοιτούσα απελπισμένη και καταϊδρωμένη από την αγωνιώδη προσπάθεια, τον εαυτό μου στον καθρέφτη όταν άκουσα μία χαρακτηριστική τσιριχτή φωνή που μου ήταν τρομαχτικά οικεία.
– Ναι Φωφώ μου, αυτό που σου λέω έγινε. Με είπε κυρά μου το τσόκαρο! Ποια εμένα! Που όσο είχαν οι γόβες που φορούσα είχε το αυτοκίνητο της. Οκ Φωφώ μου. Αφού έφτασες σε κλείνω και θα σου πω τα υπόλοιπα από κοντά. Τα φιλιά μου στον Κλεάνθη.
Μπα η ιδέα σου είναι Κυβέλη. Αποκλείεται να είναι αυτή. Σίγουρα υπάρχουν κι άλλες με τσιριχτή αφόρητη φωνή. Απελπισμένη όπως ήμουνα βγάζω με κόπο το άπιαστο όνειρο (μαύρο υπέροχο Small παντελόνι) και αφού φορέσω πάλι τις ξεχειλωμένες μου γκρι φόρμες βγαίνω από το δοκιμαστήριο.
Η φίλη από τα παλιά
– Κυβέλη εσύ είσαι; Τρόμαξα να σε γνωρίσω! Εγώ είμαι η Χρυσή. Η Χρυσάνθη βρε κορίτσι μου, από το σχολείο. Δε με θυμάσαι; Η φίλη σου από τα παλιά.
Ξεχνιέται τέτοιο ούφο; Ήταν το ψώνιο της τάξης μας, φυσικά καρφί και με μια διαπεραστική τσιριχτή φωνή που με στοίχειωνε στα μαθητικά μου χρόνια. Σαν να τη βλέπω μπροστά μου…Και φυσικά δεν ήταν φίλη μου!
«Κυβέλη άμα δεν μου δώσεις την κούκλα σου θα πω στην κυρία ότι με τσίμπησες και θα αρχίσω να κλαίω. Κυβέλη αν κάνετε κοπάνα θα το πω στον καθηγητή. Κυβέλη αν σε ξαναδώ να καπνίζεις θα αναγκαστώ να το πω στον πατέρα σου. Κυβέλη κάνε κάτι επιτέλους με τα μαλλιά σου, σα χαμίνι του δρόμου είσαι. Δεν βλέπεις τα δικά μου πόσο περιποιημένα είναι; Κυβέλη αν θέλεις να είμαστε φίλες πρέπει να ανεβάσεις τους βαθμούς σου. Δε γίνεται εγώ να είμαι αριστούχος κι εσύ από τους τελευταίους!
Η πλάκα είναι ότι πότε δεν είμασταν φίλες και ούτε φυσικά ήθελα κάτι τέτοιο. Απλά η κακιά μου η μοίρα μάλλον, με είχε βάλει να ζω στο διπλανό σπίτι από τη Χρυσάνθη, να έχουμε την ίδια ηλικία και το επίθετο μας να αρχίζει από το ίδιο γράμμα. Καταλαβαίνετε λοιπόν τι πέρασα από το νηπιαγωγείο μέχρι και το λύκειο.
– Τι κάνεις βρε Χρυσάνθη; Και βέβαια σε γνώρισα, απλά είχα αλλού το μυαλό μου και δεν σε πρόσεξα.
– Χρυσή να με λες, τέλος το Χρυσάνθη εδώ και χρόνια. Πως είσαι Κυβέλη μου, χαθήκαμε. Βγήκες κι εσύ για ψώνια?;
– Ε ναι μωρέ, είπα να χαζέψω στα μαγαζιά σήμερα μια και δεν δουλεύω.
– Αυτό θα πει τύχη. Φύγαμε για καφέ τότε και δε σηκώνω κουβέντα.
Θα κόψω και τον καφέ!
Γιατί δέχτηκα, πείτε μου; Γιατί δε βρέθηκε κάποιος να με τραβήξει από τα μαλλιά και να με αλυσοδέσει στο δοκιμαστήριο; Η συνέχεια ήταν απλά βασανιστική.
Πήγαμε σε ένα καφέ εκεί κοντά στην Ερμού και ξεκίνησε ο μονόλογος της τρελής. Κουβέντα δε μπόρεσα να σταυρώσω. Όχι ότι είχα καμιά διάθεση, αλλά λέμε τώρα. Προσπαθούσα να απασχολώ τα χέρια μου και το στόμα μου για να μη τη βρίσω και να μην τη χαστουκίσω. Ήπια δυο καφέδες, τρία ποτήρια νερό, ένα κομμάτι κέικ, δυο κουλουράκια και τα λουλούδια από το βάζακι του τραπεζιού. Μετά ξεκίνησα να τρώω τα νύχια μου!
Δεν παλεύονταν η γυναίκα! Μου ανέλυσε όλη τη θλιβερή ζωή της μέσα σε μια ώρα. Η πλάκα ήταν, ότι ήτανε περήφανη για όλα αυτά.
Ο στόχος της φίλης Χρυσάνθης ήταν πάντα να ξεφύγει από τη μετριότητα. Ήθελε να μπει στην καλή κοινωνία, λες και η δική της ήταν κακή. Ένας αξιοπρεπής εργαζόμενος άνθρωπος ο μπαμπάς της, από την Καρύταινα και μια ήσυχη νοικοκυρά από τη Δημητσάνα η μαμά της. Η Χρυσάνθη όμως ήθελε μεγαλεία. Και πίστευε ότι μόνο αν περνούσε στο πανεπιστήμιο, σε μια καλή σχολή, θα είχε πιθανότητες να το πετύχει αυτό. Έστρωσε λοιπόν τον κόλο της κάτω και κατάφερε να μπει στη Νομική.
– Ήξερα όμως Κυβέλη μου ότι εγώ δεν ήμουν για τη Νομική. Βλέπεις για να κάνεις λεφτά δε φτάνει το διάβασμα. Ούτε ήθελα να καταλήξω δικηγοράκος της σειράς. Ευτυχώς στο δεύτερο έτος της σχολής έσπασα το πόδι μου κι άνοιξε η τύχη μου.
– Θα με τρελάνεις Χρυσάνθη; Είναι τύχη να σπάσει κανείς το πόδι του;
– Όχι βρε χαζό. Απλά το πόδι μου ήταν η αιτία να γνωρίσω τον Χάρη. Τον παντρεύτηκα και απόκτησα ότι ήθελα.
Ο Χαρίδημος Σκαρπέλης που λέτε ήταν το «τυχερό» της ” φίλης” μου της Χρυσάνθης. Ώριμος, καμιά 35 χρόνια μεγαλύτερος της, μεγαλογιατρός, χήρος χωρίς παιδιά, που για κάποιο άγνωστο λόγο, μόνο με μάγια πιστεύω έγινε αυτό, στραβώθηκε από τη Χρυσάνθη και την παντρεύτηκε. Της έκανε κι ένα παιδί με λίγη βοήθεια από την επιστήμη και έκανε όλα τα όνειρα της Χρυσάνθης πραγματικότητα.
Οκ, ας μη μιλήσουμε για έρωτες και ζωή με πάθος. Αλλά ρε φίλε πως μπορεί κάποιος να τα θυσιάσει όλα στο βωμό του βολέματος; Τι να τα κάνω τα σπίτια, τα ρούχα και τις διακοπές με σκάφος αν δεν ξυπνάω δίπλα σε κάποιον που γουστάρω και περνάω καλά τρώγοντας σουβλάκι στο καναπέ βλέποντας ξανά το Star Trek από την αρχή; Κι ας μαζεύουμε όλο το χρόνο λεφτά για να πάμε μια εβδομάδα διακοπές στη Μαγούλα, δε με νοιάζει!
Έτσι είναι κορίτσια
Το θέμα είναι τι έχει για τον καθένα περισσότερη αξία. Και ναι, δεν πρέπει να κρίνουμε κανέναν. Δεν το έχω καταφέρει ακόμη αυτό βέβαια, αλλά το δουλεύω… Δικά του τα γένια, δικά του και τα χτένια.
– Κυβέλη σου μιλάω, δεν με ακούς; Κοίτα το δαχτυλίδι που μου χάρισε ο Χάρης στην επέτειο μας; Αμέθυστος είναι και είναι πανάκριβο….
Την κοίταζα χωρίς να την ακούω, κουνώντας το κεφάλι μου ενώ σκεφτόμουν ότι έχω να βάλω δύο πλυντήρια, να καθαρίσω την άμμο της γάτας, να μαγειρέψω σπανακόρυζο, που σιχαίνεται ο Φάνης, αλλά είναι υγιεινό και σίγουρα ποκ κορν για το βράδυ στον καναπέ με ακόμη ένα επεισόδιο του Star Trek. Θυμήθηκα μόλις την τελευταία μας επέτειο που ο Φάνης με είχε πάει για προβατίνα και ζυγούρι στη Λαμπρινή και γελάω.
– Γελάς Κυβέλη; Αλήθεια σου λέω, το έχω ασφαλισμένο γιατί ποτέ δεν ξέρεις.
Ότι να ‘ναι η φίλη Χρυσάνθη! Αλλού βαρούν τα σήμαντρα κι αλλού γίνεται ο γάμος.
Τελικά ήταν πολύ καλή η ιδέα της να πιούμε καφέ. Συνειδητοποίησα πόσο τυχερή είμαι. Ναι! Αυτή είναι η ζωή μου και μου αρέσει!
Φάνη σου ‘ρχομαι!!!