Ψυχή μου,
«Σου γράφω πάλι από ανάγκη,
η ώρα 5 το πρωί…»
Αυτό τραγουδούσε ο αξέχαστος Παύλος Σιδηρόπουλος…
Μπορεί η ώρα να μην είναι 5, όμως το χάραμα πλησιάζει. Κι εγώ, για άλλη μία βραδιά, σου γράφω αυτές εδώ τις γραμμές…
Το γράμμα μου δεν έχει δομή, ειρμό, θέμα… Μπορεί όμως να περιγραφεί με δύο λέξεις, αυτές που σχηματίζουν ίσως την πιο κοινότυπη φράση που υπάρχει: «μου λείπεις…».
Για να γίνω πιο σαφής, θα μπορούσα να πω «τα έκανα όλα τόσο χάλια, σε έχασα, και γι’ αυτό μου λείπεις…». Με λίγα λόγια, το φταίξιμο για την κατάντια μου αυτή, είναι όλο δικό μου.
Βέβαια, η κουβέντα αυτή στα αυτιά σου θα μπορούσε να ακουστεί μόνο ως λόγια απλά ή μικροπράγματα. Δεν είναι όμως έτσι…
Δεν είναι μικρό πράγμα το να σου λείπει ένα άτομο. Ίσα-ίσα, το αντίθετο. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στο σύμπαν από αυτό το γαμημένο συναίσθημα…
Κενό. Έτσι μόνο θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω.
Κενό. Γιατί τα δάκρυα στέρεψαν από το πολύ κλάμμα, όχι όμως και η θλίψη.
Κενό. Τα πάντα άδεια. Η ζωή, το σπίτι, το μπουκάλι και το πακέτο με τα τσιγάρα που χάσκει τσαλακωμένο πάνω στο τραπέζι.
Κενό. Οι λέξεις που παίζουν στο μυαλό, προσπαθώντας να βρουν κάποιο συνώνυμό του…
«Barricade». Οδόφραγμα δηλαδή. Αυτό που στέκει υψωμένο ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Αυτό το οδόφραγμα που δε λέει να γκρεμιστεί με τίποτε… Αυτό, κι άλλες σκόρπιες λέξεις, μα καμία δε μπορεί να περιγράψει με σαφήνεια αυτό που συμβαίνει απόψε. Και όχι μόνο απόψε, αλλά χτες και προχτές, και τόσο καιρό ακόμη, που η όλη ιστορία χάνεται μέσα στα χρόνια που πέρασαν…
Λέξεις. Αυτές που δε ξεστομίζονται, που κανένας δε τολμά να τις πει… Και καταλήγουν στη λύπη, στους βρυχηθμούς, στα ουρλιαχτά…
Στο μυαλό, ένα μόνο: Το «σε θέλω» που επιθυμώ να διατυμπανίσω στα πέρατα, και που τα γεγονότα -όπως τα έκανα- δε μου το επιτρέπουν…
Απόσταση. Με κάθε έννοια. Εκφράσεις που ξέφτισαν μέσα σε χτύπους αναπάντητων κλήσεων και ανάμεσα σε μηνύματα που ποτέ δε διαβάστηκαν…
Υπάρχει πρόβλημα. Κι αυτό δεν είναι το να γαμήσω. Θυμήσου τα «Φτηνά Τσιγάρα». Ο Μανώλης… «Βάσω, Βασούλα… Δε θέλω να γαμήσω, θέλω να ηρεμήσω». Αυτό. Δε θα μπορούσε να γίνει πιο σαφές. Να ηρεμήσω. ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ. Ήρεμος μέσα στη δική σου αγκαλιά, τη στιγμή που έξω θα ξημερώνει η δική μας ημέρα. Αδύνατον. Τα γεγονότα που προείπα, το καθιστούν ανέφικτο.
Φταίξιμο υπάρχει. Και είναι δικό μου. «Πουτάνα ζωή, πουτάνες πράξεις». Μόνο αυτό μπορώ να βγάλω από το σαπισμένο μου πλέον στόμα, τη σαπισμένη μου πλέον ύπαρξη. Αυτό μπορώ να φωνάξω. Στον τοίχο, στον καθρέφτη, στο κενό… Όχι πάντως μπροστά σου, γιατί σε τούτη την ιστορία εσύ δε φταις σε τίποτε…
Σ’ αγαπάω. Στ’ αλήθεια σ’ αγαπάω. Και στεναχωριέμαι για όλο αυτό. Στεναχωριέμαι που δε μπορώ να σε ακούω, που δε μπορώ να σε βλέπω…
Το ξαναείπα και παραπάνω: ΦΤΑΙΩ ΕΓΩ. ΓΙΑ ΟΛΑ. Γι’ αυτήν την κατάσταση, για την όλη συγκυρία που ήρθε έτσι. Όλη αυτή η απουσία είναι καθαρά και μόνο αποτέλεσμα της δικής μου συμπεριφοράς. Τα έκανα και τα λούζομαι, τελεία και παύλα…
Γελάω πικρά. Γελάω γιατί η ζωή είναι μία ατελείωτη ειρωνεία: ψάχνεις κάτι συγκεκριμένο και ταυτόχρονα αφηρημένο σαν υπόσταση σε όλη σου τη ζωή, και όταν επιτέλους το βρίσκεις, κάνεις τις χίλιες μύριες ηλιθιότητες, και λόγω αυτών, το χάνεις.
Η κατάσταση έχει έτσι γιατί οι αποστάσεις είναι μεγάλες, ακόμη και όταν χιλιομετρικά είναι απειροελάχιστες. Ή γιατί εγώ είμαι ένας βλάκας και μισός. Ή γιατί, γιατί, γιατί… Μας φάγανε τα γιατί... «Γιατί» και «αν», η μάστιγα του σήμερα…
Δε θα σε πρήξω άλλο με τα κατεβατά μου. Το έκανα ήδη πάρα πολλές φορές έως σήμερα. Η απόφαση για όλα είναι καθαρά δική σου…
Εγώ ένα θα πω, και θα το λέω. Πάλι και πάλι, ξανά και ξανά, πάντα και για πάντα:
Μου λείπεις πολύ ψυχή μου…