Η φανταστική ιστορία που ακολουθεί, αποτελείται από κείμενα που έχουν γράψει οι αρθογράφοι της στήλης Αψυχολόγητα χωρίς να γνωρίζουμε ποια θα είναι η συνέχεια και το τέλος της. Η φαντασία αφέθηκε ελεύθερη, οι αψυχολόγητες πήραν την πένα τους και ιδού το αποτέλεσμα!
Ο εφιάλτης
Μόλις άρχισε να σουρουπώνει στο μικρό χωριό των Σερρών. Ήμασταν στην καρδιά του καλοκαιριού και έτσι το σκοτάδι αργούσε ακόμα.
Η Ελένη ετοιμαζόταν να πάει φαγητό στον μικρό αδερφό της. Από το πρωί δούλευε στα χωράφια. Η μητέρα της Ελένης είχε ετοιμάσει μια τσάντα γεμάτη με πίτες και φρούτα, είχε βάλει και ένα μπουκάλι δροσερό νερό.
Η Ελένη ήταν η μεσαία από τα τρία αδέρφια. Ο πατέρας της είχε χωράφια με διάφορα λαχανικά. Ήταν όμως άρρωστος και έτσι τα δούλευαν τα αδέρφια της Ελένης. Από μικροί στα βάσανα.
Τα χωράφια ήταν έξω από το χωριό, για αυτό και έπρεπε να ξεκινήσει για να έχει γυρίσει πριν νυχτώσει για τα καλά.
Ήξερε πολύ καλά τον δρόμο. Περπατούσε σχετικά γρήγορα. Στο δρόμο δεν υπήρχε κανείς. Ήταν χαρούμενη και τραγουδούσε, μόλις όμως έφτασε στα χωράφια και πέρασε από τις πυκνές φυλλωσιές, ένα χέρι την άρπαξε από πίσω. Δεν πρόλαβε να δει ποιος είναι. Είχε τρομάξει.
Της έδεσε τα μάτια και με μια κίνηση της σκότωσε την παιδικότητα.
Η Ελένη ήταν μόλις δώδεκα χρονών, όταν κάποιος έδειξε την βαρβαρότητα του πάνω στο λεπτό και μικρό κορμάκι της.
Έμεινε εκεί ξαπλωμένη μέσα στα αίματα. Είχε ήδη σκοτεινιάσει και η Ελένη ήταν σε σοκ. Έτρεμε σαν το ψάρι και τα δάκρυα είχαν στεγνώσει στα ροδαλά μαγουλάκια της.
Δεν είχε καθαρή σκέψη, όλο αυτό την έριξε στην σιωπή. Γύρισε στο σπίτι της, είχε αίματα στα πόδια της. Κανείς όμως δεν την πρόσεξε, ποτέ δεν της έδιναν σημασία. Έτρεξε γρήγορα στο μπάνιο να πλυθεί. Ντρεπόταν, ήταν σίγουρη ότι αυτή έφταιγε για όλα.
Η απόφαση
Απεγνωσμένη, κουλουριασμένη σε στάση εμβρύου, πέρασε όλη την νύχτα με χιλιάδες μαύρες σκέψεις. Τι θα έλεγε στους γονείς της, πώς θα κάλυπτε τις μελανιές, πώς θα δικαιολογούσε ότι δεν πήγε το κολατσιό στα αδέλφια της; Τι θα έκανε τα ρούχα με το αίμα της; Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος, γιατί της έκανε τόσο μεγάλο κακό; ΓΙΑΤΙ σε εκείνη;
Πόναγε φριχτά, το σώμα και η καρδούλα της είχαν γεμίσει ανεπανόρθωτες ζημιές! Η ενοχή του θύματος έκανε τις πληγές πιο βαθιές. Προσπάθησε να θυμηθεί κάτι από αυτόν τον απαίσιο άνθρωπο, κάτι που θα μαρτυρούσε την ταυτότητα του.
Μύριζε οινόπνευμα η ανάσα του, φόραγε μπότες και ήταν δυνατός, αυτό μόνο θυμήθηκε πριν της κλείσει τα μάτια! Μια σουβλιά διαπέρασε το κορμάκι της, και ανεπαίσθητα με τα δυο της χέρια, σφιχτα-αγκάλιασε την κοιλιά της. Ξέσπασε σε λυγμούς, και σκέφτηκε, ίσως ο πόνος προερχόταν, από το ότι πίστευε, πώς ένα μωρό μεγάλωνε μέσα της. Το καημένο το κορίτσι, δεν σκέφτηκε να ζητήσει ιατρική φροντίδα, το μόνο που σκεφτόταν, ξανά και ξανά ήταν η ντροπή που θα γέμιζε την οικογένεια της ένα νόθο παιδί. Θα ήταν το τελειωτικό χτύπημα στον άρρωστο πατέρα της…Όχι, όχι, με τίποτα μονολόγησε.
Άρπαξε βιαστικά μια βαλίτσα, έβαλε δυο ρούχα μέσα, ντύθηκε με προσπάθεια, έσπασε το κουμπαρά της με τα λιγοστά χρήματα, και βάλθηκε να ξεχάσει και να ξεχαστεί!
Δέκα χρόνια αργότερα στην πόλη της Θεσσαλονίκης η Ελένη κυνηγούσε έναν έρωτα ατίθασο, ένα όνειρο, έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Τον Αλέξανδρο
Νέα αρχή;
Η πόλη του έρωτα λένε πολλοί και δεν έχουν άδικο. Αυτή η μυστικιστική αύρα στα στενά σταυροδρόμια της, ακόμα και γύρω από το λιμάνι της, είναι ικανή να σε μαγέψει! Και όντως, κατάφερε να μαγέψει την ίδια στα χρόνια που ακολούθησαν τις σπουδές της. Η Ελένη, τελειόφοιτη φοιτήτρια στο τμήμα Ψυχολογίας. Δεν ήταν τυχαία η επιλογή της, καθώς ήδη από παιδί, την γοήτευε να μάθει τι είναι εκείνο που εξωθεί τους ανθρώπους σε διάφορες καταστάσεις. Ποια γεγονότα, ποιες συγκυρίες και για ποιους λόγους οδηγούν τους ανθρώπους στην εκάστοτε συμπεριφορά; Έψαχνε απαντήσεις διακαώς και κανείς δε μπορούσε να καταλάβει τη μανία της με αυτό το θέμα. Κανείς..παρά μόνο εκείνη, και ο ψυχαναλυτής της, Στέφανος.
Ξεκίνησε ψυχανάλυση από το πρώτο έτος και παράλληλα με τις σπουδές της, συνειδητοποιούσε όλο και βαθύτερα τα τραύματα της. Δεν ήταν όμως σε θέση ακόμη να τα επουλώσει. Είχαν ριζώσει τόσο βαθιά μέσα της που παρόλο που τα κατανοούσε, η ρωγμή δεν έλεγε να κλείσει. Εκεί, λοιπόν, σε μια όμορφη συνοικία, της Θεσσαλονίκης άνθισε κι ο έρωτας της. Ο Αλέξανδρος, δυο χρόνια μεγαλύτερος της και αδερφός της συγκατοίκου της, Μαρίας. Είχε ακούσει τόσα και τόσα για εκείνον, μα ποτέ δε φαντάστηκε πως θα ήταν κάποιος, θα ήταν εκείνος, που θα τη σημάδευε με αυτόν τον τρόπο. Δειλές ματιές, αθώα αγγίγματα μα πάντοτε κάτι στεκόταν εμπόδιο στο να προχωρήσει μαζί του, μέσα της. Σαν ένα χέρι να την τραβούσε ξανά πίσω και να της έκλεινε τα μάτια, όπως τότε.
Ο Αλέξανδρος είχε αρχίσει να δείχνει τα αισθήματα του φανερά, μα η Ελένη βρισκόταν σε αμφιθυμία. Η καρδιά της έπαιρνε φωτιά κάθε φορά που την κοιτούσε με τα βαθύ γάλανα μάτια του, όμως η ίδια βρισκόταν σε άρνηση. Μια άρνηση όχι με τον ίδιο, μα με κάτι πιο βαθύ. Μια άρνηση με το ίδιο της το παρελθόν.
Υπήρχαν βραδιές, που ο εφιάλτης επέστρεφε. Άραγε είχε φύγει και ποτέ; Δεν κατάφερε ακόμη και στα 25 της χρόνια να τον ξεγελάσει. Γιγαντώνονταν αδιάκοπα, μέρα με τη μέρα. Θυμόταν εκείνον τον άνθρωπο που με το έτσι θέλω, θέλησε να τσακίσει κάθε τι πολύτιμο μέσα της. Αυτός ήταν και η αιτία που δε μπορούσε να δημιουργήσει μια φυσιολογική σχέση. Αυτός ήταν και η αιτία που η Ελένη δε μπορούσε να ενδώσει στα αισθήματα του Αλεξάνδρου. Αυτός ήταν και η αιτία που ο έρωτας τους έμεινε ανεκπλήρωτος. Ή μάλλον έτσι πίστευε…
Συνεχίζεται…