Μου λείπει να πηγαίνω με την κοπέλα μου σινεμά.
Mόνοι μας. Χέρι με χέρι. Στόμα με στόμα. Καρδιά με καρδιά. Πάθος με πάθος.
Μου λείπει να μην μπορούμε ποτέ να αποφασίσουμε ποια ταινία θα δούμε.
Μου λείπει να θέλει αισθηματικές, μου λείπει να θέλω θρίλερ και τρόμο.
Μου λείπει να μην καταλαβαίνει πως είναι ακόμα μια πρόφαση για να κουρνιάσει πάνω μου, πως είναι ακόμα μια πρόφαση να μυρίσω τα μαλλιά της, να κρυφτεί μέσα μου και να μη φύγει ξανά.
Ποτέ ξανά.
Μου λείπει να την έχω αγκαλιά καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας και να της ψιθυρίζω στο αυτί πόσο δεν μου αρέσει το φιλμ.
Μου λείπει να γκρινιάζω, να διαμαρτύρομαι, να ξεφυσάω.
Μου λείπει να με πειράζει για αυτό, να με μιμείται, να κάνει όπως και εγώ.
Μόνο που το κάνει καλύτερα, ομορφότερα, αγνότερα, πιο χαμογελαστά.
Και εγώ στέκομαι ακόμα πιο γελαστός από ποτέ κάθε φορά που τη φωτίζει το φως της τεράστιας οθόνης να χορεύει υποδυόμενη εμένα και να μου καλλιεργεί την εντύπωση πως δεν είναι η μία, αλλά είμαστε το ένα.
Μου λείπει η διαδρομή μετά την προβολή που, αν και κρατάει μια ώρα, φαίνεται λες και είναι δέκα λεπτά.
Μπορεί οι δρόμοι, οι γειτονιές και οι τοίχοι τους να είναι πανομοιότυποι κάθε φορά, αλλά στην ουσία είναι ένας διαφορετικός περίπατος.
Τη μια συζητάει μαζί μας ο Σκορσέζε, την άλλη ο Άντερσον.
Τη μια τσακωνόμαστε με τον Νοέ, την άλλη μαγευόμαστε και ακούμε τον Ταραντίνο να μιλάει για ατελείωτη ώρα για την αγάπη του και εγώ για τη δική μου.
Μου λείπει να διαφωνούμε, να νομίζω πως το φιλμ είναι απαίσιο, να νομίζει πως θα πάρει κάθε διαθέσιμο Όσκαρ.
Μου λείπει να της λέω ειρωνικά «το βρήκες πάλι αγάπη», μου λείπει να τη βρίσκω. Να βρίσκω την αγάπη.
Μου λείπει το να μη θέλω να γυρίσω σπίτι.
Μου λείπει η κάψα να πάω ξανά στο σινεμά, ό,τι ταινία και αν έχει, ό,τι ώρα και αν την έχει.
Μου λείπει το να συγκινούμαι, να γελάω, να απορώ.
Μου λείπουν όλα.
Μα κυρίως μου λείπει η κοπέλα μου και το σινεμά στα μάτια της.