-…ή γράφοντας με όσες δυνάμεις απέμειναν…-
Δεκαπενταύγουστος ο κλασσικός. Στο χωριό. Καθήμενος στο καφενείο με έναν φίλο και συγχωριανό, τον μόνο άνθρωπο δηλαδή που μπορώ να αναπτύξω μία ουσιώδη συζήτηση σε αυτό το μέρος.
Σήμερα δε μιλούσαμε όμως. Αυτός ήταν προσηλωμένος στο κινητό του τηλέφωνο, παρατηρώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κι εγώ στο μπλοκάκι μου, να το γεμίζω -κλασσικά- με αράδες για αυτά που φύγανε. Όλη η περιουσία μου είναι σκορπισμένη στο πεζούλι δίπλα: ένα βιβλίο, ένα σημειωματάριο κι ένα στυλό, και η ηλιθιότητα που κουβαλάω στο κεφάλι μου, η οποία πάντα συνεχίζει να με παρακινεί να γράφω για τα «χαμένα». Για τις αγάπες δηλαδή που ‘ρθαν κι έφυγαν τόσο απότομα, σαν τις περσείδες που είδαμε στον ουρανό προ ολίγων ημερών…
«Περσείδες»… Άντε πάλι οι συνειρμοί! Αναπόφευκτα ο νους τρέχει στους στίχους του Μιλτιάδη Πασχαλίδη.
«Ανοίγω τα χέρια μου, που όλο τον κόσμο χώρεσαν,
και τώρα πια χωράνε μόνο εσένα…»
Εσένα που απόψε λείπεις. Εσένα που για χάρη σου γράφω ξανά και ξανά αυτές τις χαζές -ο θεός να τις κάνει- «επιστολές», κάθε ημέρα, «αβέρτα-κουβέρτα» που ΄λεγε κι η συγχωρεμένη η γιαγιά μου.
«Θα σε φάει το γράψιμο ρε!» μου φωνάζει απότομα ο φίλος μου.
«Ποιο γράψιμο;» αναρωτιέμαι εγώ. Το γράψιμο στο χαρτί, ή το γράψιμο που ‘χω βιώσει στη ζωή μου;
«Μάλλον το δεύτερο!» απαντώ από μέσα μου στον εαυτό μου -σχιζοφρένεια ώρα μηδέν!-.
Για να είμαι ακριβής, το πρώτο αποτελεί αποτέλεσμα του δευτέρου…
Με λίγα λόγια, το κύριο θέμα των γραπτών μου είναι η απώλεια. «Κλαίγομαι» που λέει και μία ψυχή! Μα έτσι καταντάς όταν έχεις βιώσει τέτοιες καταστάσεις, και μάλιστα ουκ ολίγες φορές: «κλάψας»! Για να υπεροασπιστώ και λίγο τον εαυτό μου σχετικά με το παραπάνω, ας βρεθεί κανείς στη θέση μου -κάτι που επ΄ουδενί λόγω δε θα ήθελα-, και μετά τα λέμε αν δε κάνει τα ίδια…!
Τουλάχιστον προσπαθώ να νιώσω ήρεμος… Δεν τα καταφέρνω όμως, και ούτε πρόκειται. Τεντώνομαι, και και το κεφάλι μου κοιτάζει τον ουρανό, παίρνοντας ένα ηλίθιο ύφος. Η ματιά μου πέφτει στ’ αστέρια. Δε μπόρεσα ποτέ να ξεχωρίσω τους αστερισμούς, πλην των δύο Άρκτων: της Μεγάλης και της Μικρής. Δε τις διακρίνω απόψε. Το μόνο που μπορώ να διακρίνω νοερά, είναι ο αστερισμός που βρίσκομαι εγώ: αυτός του Καρκίνου. Ίσως ο «δυσκολότερος» που υπάρχει, ίσως η χειρότερη, «μυθολογικών διαστάσεων» συμφορά…
«Ε, πολιτικάντη! Τι σκέφτεσαι ρε;» η φωνή του φίλου μου διακόπτει τον χαζό συλλογισμό. Πρέπει να ήμουν αρκετή ώρα αμίλητος για να έφτασε στο σημείο να με «ξυπνήσει» από τις σκέψεις…
Τον κοιτώ, προσπαθώντας να του δώσω μία απάντηση που θα περιγράφει τούτη την κατάσταση όσο πιο «ανώδυνα» γίνεται. Δε τα καταφέρνω. Το μόνο που μπόρεσα τελικά να ψελλίσω μετά από μεγάλη προσπάθεια, και προσποιούμενος ένα χαμόγελο, ήταν ένα:
«Ότι βρίσκομαι στον αστερισμό του Καρκίνου αδερφέ! Αυτό σκέφτομαι!».