
Βαρέθηκα σου λέω κουράστηκα, μπούχτισα να τα περνώ όλα από κόσκινο, να σκέφτομαι να σκέφτομαι και να μην έχω σταματημό, να αναλύω και να ζυγιάζω το καθετί. Έγινε πια μια συνήθεια που με ακολουθεί, που κινεί το μυαλό μου μηχανικά και κόβει τη ψυχή μου στα δυο. Που πήγε σκέφτομαι η τρέλα που ‘χα κάποτε, αυτό το ωραίο της στιγμής. Τα συλλογίζομαι ώρες- ώρες και με τρώει το μαράζι.
Έχω το δώρο της νιότης, μα το συναίσθημα δειλιάζει μπροστά στη λογική- την υποτιθέμενη λογική- και δε μ’ αφήνει να πετώ στους ουρανούς. Δε φοβόμουν πιο μικρή την πτώση κι ας έπεφτα κάθε τρεις και λίγο, δε τη φοβόμουν, έδινα μια κι άνοιγα τα φτερά μου. Τώρα σα να τα σφίγγω, να μην ανοίγουν, γιατί σα να φοβάμαι πια, σα να την τρέμω την πτώση. Κι αν κάνω τέτοια σκέφτομαι τώρα, σα μεγαλώσω για τα καλά, τι θα γίνω; Θα βιδώσω τα ποδιά μου σε έναν καναπέ ή μια καρέκλα για πρωτοτυπία και θα μετρώ την ώρα που κυλά σε λεπτά και δευτερόλεπτα. Αυτή θα ‘ναι η κατάντια μου;
Μα εγώ έχω κάτι όνειρα από εδώ ίσαμε το Θεό, μα νιώθω ήδη κουρασμένη και φταίει το μυαλό μου. Και θα σου μιλήσω ειλικρινά, όπως τόσες και τόσες φορές, λέω για αλλαγή μια μέρα να κάνω ένα διάλειμμα από την σκέψη. Να σκαρώσω ό,τι μου κατέβει στο κεφάλι χωρίς οργάνωση, πρόγνωση κι όλα αυτά τα ανιαρά. Να σηκωθώ το πρωί να δώσω μια, να ανοίξω τα φτερά μου και να κάνω μια τρέλα, κάτι που θα θυμάμαι. Μια μέρα δίχως μυαλό θέλω, να δω πως θα ‘ναι.
Έχω τόση τρέλα μέσα μου και την έβαλα να κοιμηθεί για καιρό, μα τώρα λέω να της δώσω λίγο χώρο και να μου δώσει κι εκείνη με τη σειρά της λιγουλάκι χαρά και ζωντάνια, καθώς από την πολλή την σκέψη τα ‘χω στερηθεί αυτά τα συναρπαστικά συναισθήματα. Να θέλω να ‘μαι καλά, κάτι να με τρώει να μη βρίσκω γιατρικό, να τρώγομαι με τα ρούχα μου, να τα βάζω με την εποχή μου, να πονώ, να σωπαίνω, να αδικούμαι κι όλο να καρτερώ, κι όλο να καρτερώ κάτι καλύτερο από κείνο που μου δίνεται.
Μα ‘ναι και μέρες που γελώ, που είμαι ευτυχισμένη, που σκάει η νιότη από τη φλέβα μου, άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις και τρέμω, ρε τρέμω να το ξεστομίσω, τρέμω να μη φανεί η χαρά μου και αυτογκαντεμιαστώ και κάτι αλλάξει και μου γίνει κάνα κακό απρόσμενα, να ζω με το φόβο του ότι κάτι κακό θα μου συμβεί. Μα εγώ δεν ήμουν έτσι και ούτε και θα γίνω τα ακούτε ρε προπαγανδιστές και εκφοβιστές του κόσμου μου; Με τα τραγικά που μου αραδιάζετε κάθε μέρα μέσα από τα χαζοκούτια σας, δε θα με κάνετε μίζερο ανθρωπάκι. Εγώ θα ‘μαι καλά, θα ζω τη στιγμή και θα ψεκάζω ό,τι είναι τοξικό με ένα πλατύ χαμόγελο κι ένα βροντερό «Αντίο». Κι όταν θα λέω σήμερα πέρασα καλά, θα το λέω από μέσα μου, κανέναν δεν τον νοιάζει να το ακούει, μόνο η ψυχή μου να χαίρεται. Μα έτσι κι αλλιώς γι’ αυτή δουλεύω μέρα- νύχτα.
Θα ‘θελα ειλικρινά να μη σκέφτομαι τόσο, να μη χάνομαι τόσο στον κόσμο μου, γιατί κάθε μέρα που περνά, πίσω δε γυρίζει, γιατί μπορώ και το ξέρω, κάθε μικρό μου όνειρο σίγα- σίγα, σκαλί- σκαλί να το φτάσω, γιατί έχω αγάπη τόση που άλλος τη γυρεύει και δεν τη βρίσκει, γιατί έχω φίλους διαλεχτούς, γιατί έχω οικογένεια, γιατί έχω την υγειά μου. Και λέω από σήμερα να μην την χάσω και να ‘ναι αίτια το φτωχό μου μυαλουδάκι. Κι αφού δε σταματά κι αυτό το δόλιο να δουλεύει κι αφού δε λέω να του δώσω λίγες διακοπές, σκέφτηκα να το κάνω μια σταλιά πιο πλούσιο, να του δώσω γνώση, φαντασία, αισιοδοξία και έρωτα, έρωτα για ζωή πάνω από όλα.
Δε θα ‘θελα να σκέφτομαι τόσο, μα έλα που το κάνω, μα έλα που δεν έχει εύκολα διακοπτάκια το μυαλό, είναι κάτι σαν το πιλοτήριο ενός αεροπλάνου. Λίγοι οι πιλότοι για τόσες πτήσεις, δε νομίζεις; Λίγοι ξέρουν να το χειρίζονται τόσο σωστά, μελετημένα, βήμα- βήμα και λεπτεπίλεπτα. Για να γίνει αυτό σκέφτομαι, θέλει χρόνια εμπειρίας, θέλει να γίνεις πιλότος στο ίδιο σου το μυαλό και να το κάνεις να σε ταξιδεύει εκεί που ποθείς, να το ελέγχεις και να μη σε ελέγχει. Μεγάλη μαγκιά!
Θα ‘θελα να μη σκέφτομαι τόσο, εκείνο το ρημάδι το Overthinking που λεν και οι φίλοι μου οι Εγγλέζοι σε τίποτα δε βοηθά, κάνεις ένα βήμα μπρος και αλλά δυο πίσω. Και στο λέω με το χέρι στην καρδιά που μοναχά αυτή πολεμώ να ακούω πια, ό,τι έχω κάνει έως τώρα και δεν το καλοσκέφτηκα και μια και δυο και τρεις φορές, αποτελεί την πιο ευχάριστή μου ανάμνηση, αυτή που ανακαλώ πότε- πότε, για να θυμάμαι ποια είμαι και τι μπορώ να κάνω.
Θα ‘θελα να μη σκέφτομαι τόσο…