
Στις 20 Απριλίου, δύο μέρες πριν αρχίσω να γράφω αυτό το κείμενο, έφυγε από την ζωή ο Monte Hellman, ένας -τουλάχιστον κατά τη δική μου γνώμη- κορυφαίος σκηνοθέτης. Ένας άνθρωπος που παρά την μικρή φιλμογραφία του κατάφερε να βάλει στο κινηματογραφικό παιχνίδι τον Jack Nicholson και τον Warren Oates, έφτιαξε μνημειώδη acid western πριν τον Jodorowsky, ενώ ανέδειξε την περιθωριακή, ανεξιχνίαστη αμερικανική ενδοχώρα μέσα από τον αναδυόμενο υπαρξισμό των 70’s και αργότερα βοήθησε ως παραγωγός στην πραγματοποίηση του Reservoir Dogs, της πρώτης ταινίας του Tarantino. Και παρά αυτά τα επιτεύγματα, ο Monte Hellman αποτέλεσε έναν από τους πιο αδίκως υποτιμημένους σκηνοθέτες στην Αμερική. Το λιγότερο που έχουμε να κάνουμε είναι να παρουσιάσουμε τις πιο σημαντικές ταινίες του και να του γνέψουμε ένα αντίο.
Ride in the Whirlwind (1966)
Μια ομάδα καουμπόιδων εμπλέκεται κατά λάθος σε ένα πιστολίδι των τοπικών αρχών με κάποιους ληστές. Δύο φίλοι θα αποδράσουν και μετά από περιπλάνηση στο βουνίσιο, ερημώδες, “σκονισμένο” τοπίο θα βρουν καταφύγιο στο σπίτι μιας οικογένειας, ενώ νιώθουν τον κλοιό των τοπικών αρχών να σφίγγει γύρων τους.
Ένα ενδιαφέρον γουέστερν, γραμμένο από τον Nicholson (και με τον ίδιο σε πρωταγωνιστικό ρόλο) και με μια σχεδόν παρθενική ερμηνεία από τον Harry Dean Stanton. Η πρώτη προσπάθεια του Monte Hellman στο Western, η οποία θα ολοκληρωνόταν στο θαυμάσιο The Shooting.

The Shooting (1966)
Μια μυστηριώδης γυναίκα προσλαμβάνει δύο καουμπόιδες να την συνοδεύσουν σε μια νεφελώδη αποστολή, χωρίς συγκεκριμένο στόχο. Μετά από περιπλάνηση στην έρημο και κάτω από τον καυτό ήλιο, εμφανίζεται ο κρυφός πιστολέρο-σωματοφύλακας της γυναίκας (Jack Nicholson), ένας σκληρός, λιγομίλητος και τραχύς τύπος. Μετά από τριβές και κλιμακούμενη ένταση, η αναζήτηση των ηρώων θα κορυφωθεί σε ένα ψυχεδελικό, ανεξήγητο και σουρεαλιστικό κρεσέντο.
Ένα κορυφαίο acid western, ζαλιστικό και μυστηριώδες όσο και ο καυτός ήλιος της ερήμου, με συμπαγείς ερμηνείες του Nicholson, του Warren Oates και της Millie Perkins, διά του δεξιοτεχνικού χειρός του Monte Hellman.

Two-Lane Blacktop (1971)
Ένας οδηγός (James Taylor) και ένας μηχανικός αυτοκινήτων (Dennis Wilson) περιφέρονται με μια Chevrolet στην ενδοχώρα της Αμερικής στήνοντας παράνομες κούρσες. Στον δρόμο τους συναντάνε μια κοπέλα (Laurie Bird) και έναν μυστηριώδη άντρα, παθητικός ψεύτης, ο οποίος είναι ερωτευμένος με το ακριβό αμάξι του (Warren Oates). Θα στηθεί μια κούρσα μεταξύ τους, με τελικό προορισμό την Washington, όπου ο νικητής θα παραλάβει το αμάξι του άλλου. Παρόλα αυτά, οι προσμείξεις των ηρώων και ο ανταγωνισμός για το κορίτσι θα θολώσουν τα νερά του ανταγωνισμού με ένα υπαρξιακό αδιέξοδο, το οποίο είναι ασφαλτοστρωμένο και χωρισμένο σε δύο λωρίδες.
Ίσως το magnum opus του Monte Hellman, το Two-Lane Blacktop καταγράφει την ξεχασμένη Αμερική: βενζινάδικα και καταστήματα στη μέση του πουθενά, άδεια εστιατόρια, φτηνά μοτέλ, δρόμοι που φαίνεται να συνεχίζονται επ’άπειρον, περίεργοι χαρακτήρες που ξαφνικά βρίσκονται καθισμένοι στη θέση του συνοδηγού, χωράφια και αγροί, παράνομες κούρσες κλπ. Αυτή η άδεια, αχανής Αμερική πρωτοστατεί σε αυτήν την ταινία, δείχνοντας μας τον πεσμένο ιδεαλισμό των ’60s και το “και τώρα τι;” των υπαρξιακών ’70s.

Το Two-Lane Blacktop είναι επίσης η τέλεια νομαδική ταινία. Σύμφωνα, με τους Deleuze και Guattari, νομάδας δεν είναι αυτός που κινείται απλά, αλλά αυτός που κινείται κατοικώντας και που κατοικεί κινούμενος, αυτός που είναι σπίτι του παντού, που απεδαφικοποιεί την γη, που κάνει δικό του έναν λείο χώρο, ο οποίος ανθίσταται στην ράβδωση που επιτελεί η εξουσία. Ο νομάδας πάντα είναι ήδη στο σπίτι του, σε αυτόν τον ανοιχτό λείο χώρο, σε αυτό το κινητό και συνεχώς απεδαφικοποιούμενο σπίτι: άστεγος και με στέγη ταυτόχρονα. Αυτόν τον λείο χώρο κάνουν δικό τους οι ήρωες στο Two-Lane Blacktop, ξεφεύγοντας από τον νόμο, την αστυνομία, την πόλη και την ράβδωση του χώρου που όλα αυτά επιτελούν.
Και τέλος οι νομάδες στο ταξίδι τους οδηγούνται στο γίγνεσθαι-ανεπαίσθητο: όταν ταξιδεύεις δεν έχεις όνομα, δεν έχεις παγιωμένη ταυτότητα. Έτσι, στην ταινία του Monte Hellman δεν μαθαίνουμε ποτέ τα ονόματα των ηρώων. Τους ξέρουμε απλά ως ο οδηγός, ο μηχανικός, η κοπέλα κλπ. Και όταν πάει να θεμελιωθεί μια δέσμευση μεταξύ τους, τότε σκορπίζονται πάλι, χάνονται στον δρόμο, στο ανεπαίσθητο για άλλη μια φορά.
Το Two-Lane Blacktop μπορεί να φαίνεται “επίπεδη” ταινία, όπως εκφράζεται και στις “ρηχές” ερμηνείες του James Taylor και του Dennis Wilson (οι οποίοι, ως μουσικοί, πρώτη φορά βρέθηκαν να ερμηνεύουν ρόλο). Αλλά αυτό το flat συναίσθημα είναι ακριβώς ο τελειωμένος ιδεαλισμός, το τέλος του καλοκαιριού της αγάπης, το άδειο και ταυτόχρονα γεμάτο αίσθημα του δρόμου, το οποίο σβήνει όπως και το τελευταίο κάδρο της ταινίας.

Cockfighter (1974)
Ο Frank (Warren Oates) είναι ένας παθιασμένος εκτροφέας και εκπαιδευτής κοκκόρων, τους οποίους προετοιμάζει για παράνομες κοκκορομαχίες. Τόσο παθιασμένος μάλιστα που έχει πάρει όρκο σιωπής μέχρι να ξαναπάρει μετάλλιο σε διαγωνισμό. Μετά από ένα σερί ηττών συνάπτει συμμαχία με έναν άλλον εκτροφέα και ξαναδοκιμάζει την τύχη του σε αγώνες.
Το Cockfighter αποτελεί μοναδική ταινία, όχι απλά για το ιδιότροπο (και όχι τόσο animal friendly) περιεχόμενό του, αλλά για το τι αυτό το περιεχόμενο αναπαριστά: το τυφλό πάθος, την εμμονή και ταυτόχρονα την Αμερική της εκνομίας, του περιθωρίου. Και στη μέση όλων αυτών, σε άλλη μια συνεργασία του με τον Monte Hellman, ένας εξαιρετικός Warren Oates, ο οποίος δίνει μια πραγματικά αφοπλιστική ερμηνεία, χωρίς να λέει λέξη. Δεν είναι τυχαίο που το περιοδικό σινεμά κατέταξε αυτό το ξεχασμένο δημιούργημα στις καλύτερες ταινίες των αμερικανικών ’70s.

Έτσι, βγάζουμε μια κραυγή ευγνωμοσύνης σε αυτόν τον μεγάλο δημιουργό και ταυτόχρονα αγανακτούμε που ξεχάστηκε. Ανακαλύψτε τον ή επανεκτιμήστε τον.