Ο Γιώργος Λάνθιμος είναι αδιαμφισβήτητα ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς της χώρας μας και το αποδεικνύει με τις συνεχόμενες καλλιτεχνικές επιτυχίες του. Με αφορμή την κυκλοφορία της νέας του ταινίας ”The Favourite” που αναμένεται στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο, το Maxmag κάνει μία αποτίμηση της μέχρι τώρα πορείας του και συγκρίνει μεταξύ τους τις ταινίες του σπουδαίου Έλληνα σκηνοθέτη και της ιδιαίτερης φιλμογραφίας του.
Ο Γιώργος Λάνθιμος γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα και σπούδασε κινηματογράφο και τηλεοπτική σκηνοθεσία στην σχολή Σταυράκου. Από το 1955 όπου και ξεκίνησε η επαγγελματική του καριέρα έχει σκηνοθετήσει ταινίες, θεατρικά έργα, videodance και αρκετές τηλεοπτικές διαφημίσεις.

Το 2001 σκηνοθέτησε μαζί με τον Λάκη Λαζόπουλο την ταινία ”Ο καλύτερος μου φίλος”. Η ιστορία διηγείται τη σχέση δύο φίλων, οι οποίοι ανακαλύπτουν πως κρατούν μυστικά ο ένας από τον άλλον. Ο Λάκης είναι ασφαλιστής σε μία μεγάλη εταιρία και έχει κερδίσει ένα ”bonus” για την δουλειά του, όταν χάνει την πτήση του επιστρέφοντας στο σπίτι βλέπει την γυναίκα του στο κρεβάτι με τον καλύτερο του φίλο. Ακολουθώντας τη συμβολή της μάνας του – “να σκέφτεσαι πέντε λεπτά προτού ενεργήσεις” – αρχίζει μια περιπλάνηση στην Αθήνα και ταυτόχρονα σε όλες του τις σχέσεις μέσα από μια σειρά κωμικών καταστάσεων…

Την επόμενη χρονιά, το 2002, ο Λάνθιμος κυκλοφορεί την μικρού μήκους ταινία «Uranisco Disco». Το φιλμ διαρκεί 14 λεπτά ,υπό του ήχους της μουσικής του Coti K. παρακολουθεί τον Ντένη Τομαζάνο, έναν παραγωγό-σκηνοθέτη, που με τη βοήθεια του πιστού αλλά όχι και τόσο έξυπνου βοηθού του Χάρυ και της Μιλένα – κοπέλας του και πρωταγωνίστριας των ταινιών του, η οποία θέλει να γίνει τραγουδίστρια – κάνουν ταινίες που ανήκουν στο είδος “τσόντα-μιούζικαλ”.
Μια νύχτα, στην προσπάθειά τους να περάσουν και σε άλλο κινηματογραφικό είδος, στο cinema verite, οι τρεις ήρωες μας, αποφασίζουν να κάνουν πρωταγωνιστή της ταινίας τους – χωρίς αυτός να το ξέρει – τον Περικλή, το pizza boy της γειτονιάς. Ποιου όμως το σκηνοθετημένο και οργανωμένο σχέδιο θα ευοδωθεί στο τέλος;
Το 2004 ο Γιώργος Λάνθιμος ήταν μέλος της δημιουργικής ομάδας που σχεδίασε την τελετή έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας 2004. Την επόμενη χρονιά, κυκλοφορεί την πρώτη μεγάλη μήκους ταινία του, που φέρει τον τίτλο «Κινέττα» (Kinetta – 2005), με πρωταγωνιστές τους: Ευαγγελία Ράντου, Άρη Σερβετάλη, Κώστα Ξυκόμηνο.

Η «Κινέττα», πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της τον Σεπτέμβριο του 2005, στο Φεστιβάλ του Τορόντο, ενώ τον Νοέμβριο της ίδιας χρόνιας, προβλήθηκε στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης και τον Φεβρουάριο του 2006 παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου.
Τέσσερα χρόνια μετά, ο Γιώργος Λάνθιμος θα επιστρέψει με την ταινία που θα τον καθιερώσει τόσο στο ελληνικό, όσο και στο διεθνές κινηματογραφικό στερέωμα: «Κυνόδοντας» (Dogtooth – 2009). Πρωταγωνιστούν οι: Χρήστος Στέργιογλου, Μισέλ Βάλεϊ, Αγγελική Παπούλια, Χρήστος Πασσαλής, Μαίρη Τσώνη, Άννα Καλαϊτζίδου.

Ο πατέρας, η μητέρα και τα τρία τους παιδιά ζουν σε μια μονοκατοικία έξω από την πόλη. Γύρω από το σπίτι υπάρχει ένας ψηλός φράχτης. Τα παιδιά δεν έχουν φύγει ποτέ από το σπίτι. Διαπαιδαγωγούνται, ψυχαγωγούνται, βαριούνται και αθλούνται έτσι όπως οι γονείς τους πιστεύουν ότι θα έπρεπε, χωρίς κανένα εξωτερικό ερέθισμα. Τα παιδιά επίσης, πιστεύουν ότι τα αεροπλάνα που πετάνε πάνω από το σπίτι είναι παιχνίδια και ότι τα ζόμπι είναι μικρά κίτρινα λουλούδια.
Ο μόνος άνθρωπος που μπαίνει μέσα στο σπίτι είναι η Χριστίνα, η οποία δουλεύει σαν φρουρός security στο εργοστάσιο του πατέρα. Ο πατέρας κανονίζει τις επισκέψεις της στο σπίτι με σκοπό να κατευνάζει τις σεξουαλικές ορμές του γιου. Όλη η οικογένεια, και ιδιαίτερα η μεγάλη κόρη, λατρεύει την Χριστίνα. Μια μέρα, η Χριστίνα κάνει δώρο στην μεγάλη κόρη μια στέκα για τα μαλλιά ζητώντας της όμως κάτι άλλο σε αντάλλαγμα.
Τον Σεπτέμβριο του 2009, η ταινία πραγματοποίησε την ελληνική της πρεμιέρα στο πλαίσιο του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας, ενώ τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς κυκλοφόρησε και επίσημα στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας.
Το φιλμ κέρδισε επίσης πέντε βραβεία στην απονομή της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου το 2010 και συγκεκριμένα στις κατηγορίες: Καλύτερη Ταινία, Βραβείο Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Β’ Ανδρικού Ρόλου (Χρήστος Πασσαλής), Μοντάζ, ενώ αποτέλεσε και την ελληνική πρόταση για τα επερχόμενα Όσκαρ.
Εν τέλει, ο «Κυνόδοντας» κέρδισε όντως μία Υποψηφιότητα για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας του 2011, έχοντας απέναντι του τις ταινίες: “Biutiful” (Ισπανία) του Alejandro González Iñárritu, “Μέσα από τις Φλόγες” (Καναδάς) του Denis Villeneuve, “Πέρα από τον Νόμο” (Αλγερία) του Rachid Bouchareb και βέβαια τον μεγάλο νικητή εκείνης της χρονιάς στην σχετική κατηγορία: “In a Better World” (Δανία) της Susanne Bier.
Τον Νοέμβριο του 2014, είχαμε την ευκαιρία να ξαναδούμε στην μεγάλη οθόνη τον «Κυνόδοντα» (Dogtooth – 2009) του Γιώργου Λάνθιμου, καθώς προβλήθηκε στο πλαίσιο του 55ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, όντας μία από τις είκοσι (20) ταινίες που προβλήθηκαν στο τμήμα “Ελληνικές Ταινίες” με αφορμή τον εορτασμό των 100 Χρόνων του Ελληνικού Κινηματογράφου.
Δύο χρόνια μετά την προβολή του «Κυνόδοντα», ο Έλληνας σκηνοθέτης επιστρέφει με τη νέα του δημιουργία: «Άλπεις». Αυτή τη φορά η νέα του ταινία θα επιλεγεί από το Φεστιβάλ της Βενετίας. Στο φιλμ πρωταγωνιστούν οι: Αριάν Λαμπέντ, Αγγελική Παπούλια, Άρης Σερβετάλης.

Μια νοσοκόμα, ένας τραυματιοφορέας, μια αθλήτρια ρυθμικής γυμναστικής και ο προπονητής της έχουν δημιουργήσει μια ομάδα. Αντικαθιστούν νεκρούς ανθρώπους. Προσλαμβάνονται από τους φίλους και τους συγγενείς των νεκρών. Η ομάδα ονομάζεται Άλπεις και ο αρχηγός της, ο τραυματιοφορέας, ονομάζεται Mont Blanc. Τα μέλη της ομάδας είναι υποχρεωμένα να λειτουργούν σύμφωνα με κάποιους κανόνες που έχει ορίσει ο αρχηγός. Η νοσοκόμα όμως, δεν υπακούει αυτούς τους κανόνες και μοιραία θα πρέπει να υποστεί τις συνέπειες.
Με οδηγό το έξυπνο σενάριο του Ευθύμη Φιλίππου και του Γιώργου Λάνθιμου, ο σκηνοθέτης παίρνει την σκυτάλη από τον «Κυνόδοντα», για να μας παρουσιάσει μία ελληνική κοινωνία, η οποία έχει χάσει προ πολλού τον συναισθηματικό της προσανατολισμό. Μία καυστική ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις μέσα από το πρίσμα ενός ιδιαίτερου και ανήσυχου καλλιτέχνη.




