Από τον Μάρτιο του 2020, οι συζητήσεις για το δεύτερο μέρος του «Quiet Place» στις κινηματογραφικές αίθουσες, ξεκίνησε να «παίζει» ήδη με την υπομονή του ανυπόμονου φανατικού κοινού της πρώτης ταινίας. Εξαιτίας της πρωτοφανούς πανδημίας που ξέσπασε λίγο μετά την προγραμματισμένη ημερομηνία κυκλοφορίας του «Quiet Place Part II», έδωσε παράταση στην παγκόσμια προβολή του και έως και σήμερα (τον Ιούνιο του 2020) το ελληνικό κοινό δεν είχε την ευκαιρία να απολαύσει το πολύκροτο sequel του επιτυχημένου θρίλερ. Με θερινή χροιά και ως εκ τούτου, ίσως και πιο ανάλαφρη, οι ελληνικές αίθουσες ήταν έτοιμες, επιτέλους, να το υποδεχτούν ύστερα από έναν ολόκληρο χρόνο αναμονής.
Το 2018, μια ενδιαφέρουσα ιστορία των Bryan Woods και Scott Beck καταφέρνει να εντυπωσιάσει και η προσαρμογή της να καταστεί μια από τις πιο αγωνιώδης και ατμοσφαιρικά ανατριχιαστικές ταινίες του 21ου αιώνα («A Quiet Place»). Ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής, John Krasinski, απέναντι στην συμπρωταγωνίστρια και σύζυγό του (και στην ζωή), Emily Blunt, αποτυπώνουν τον απόλυτο τρόμο στα πρόσωπά τους, καθ’ ότι οι ήχοι απουσιάζουν κατά έναν μεγάλο βαθμό στην ταινία και κατακτούν την εύνοια των κριτικών και των θεατών αμφότεροι, σε μια από τις αντικειμενικά καλύτερες εμφανίσεις στην μέχρι τώρα καριέρα τους. Κάπου εκεί ανάμεσα στην λαοθάλασσα των χολυγουντιανών παραγωγών, το «Quiet Place» ξεχώρισε και επανέφερε την πρωτοτυπία και την αληθινή αίσθηση του σασπένς στην μεγάλη οθόνη (παρά τις όποιες σεναριακές τρύπες και ατέλειες), ανεβάζοντας την ένταση και εκ των υστέρων τις προσδοκίες και την προσμονή του κοινού (που απέκτησε επιτυχώς), στο «κόκκινο».
Δύο χρόνια αργότερα (και εν προκειμένω με ένα χρόνο καθυστέρηση), έκανε την εμφάνισή του, το δεύτερο κομμάτι της ταινίας, όπου αρχικά μας εξιστορεί πολύ περιληπτικά τι συνέβη έως τώρα, από την πρώτη μέρα της πρωτόγνωρης «καταστροφής» και έπειτα τα δρώμενα από το σημείο που αφήσαμε την πρώτη ταινία και μετά. Οι εναπομείναντες της οικογένειας που γνωρίσαμε στο «Quiet Place» του 2018, η μητέρα (Emily Blunt), ο μεγαλύτερός της γιος, η κωφάλαλη κόρη της και το νεογέννητο μωρό της, επιδιώκουν για ακόμη μια φορά να βγουν ζωντανοί από την κυριαρχία των εξωγήινων τεράτων που έχουν ως απώτερο σκοπό να αφανίσουν το ανθρώπινο είδος και να γίνουν οι νέοι «επίσημοι» κάτοικοι της γης. Όταν μας «συστήθηκαν» δύο χρόνια πριν, μας επιβεβαίωσαν ότι δεν είναι φιλικά ως προς τους ξένους και μάλιστα ιδίως ως προς τους …φασαριόζικους του είδους τους. Το πλέον ενδιαφέρον κομμάτι της πρώτης ταινίας, υπήρξε χωρίς δεύτερη σκέψη η απόλυτη ησυχία που επικρατούσε, αφήνοντας τον οποιονδήποτε πιθανό ήχο να τρομοκρατεί τους πρωταγωνιστές αλλά κατ’ επέκταση και το ίδιο το κοινό που παρακολουθεί την δράση, συμμετέχοντας και αυτό άθελά του στην ιστορία, διατηρώντας και εκείνο την ανάλογη ησυχία. Ωστόσο, σε αυτή την εκδοχή δεν υπερισχύει αγωνία που προκαλούσε η απουσία -περιττών κυρίως- ήχων και διαλόγων, που ήταν και αυτό που κίνησε το ενδιαφέρον εξ αρχής. Το «Quiet Place Part II» υπόσχεται άπλετη και ανούσια φασαρία, διαψεύδει και αλλάζει ολοκληρωτικά τα δεδομένα της ιστορίας, όπως τουλάχιστον την γνωρίζαμε έως τώρα. Ενώ το γεγονός ότι τα τερατόμορφα αυτά όντα, έχουν υπερευαίσθητη ακοή και η οποιαδήποτε κίνηση των χαρακτήρων μπορεί να αποτελέσει και το τέλος τους, τα πράγματα φαίνονται να είναι εμφανώς ευκολότερα από ότι πριν. Όπως είναι για παράδειγμα ένα δύσκολο βιντεοπαιχνίδι, του οποίου το ενδιαφέρον εξαλείφεται όταν μάθεις όλα του τα cheats.
Ο John Krasinski, παίρνει στα χέρια του αποκλειστικά την κάμερα πια και αφήνει την σκυτάλη του πρωταγωνιστή στον Cillian Murphy (ο οποίος ύστερα από την εμφάνισή του στην αρχή της ταινίας, αφήνει σαν υπονοούμενο και αναμενόμενο ότι θα ξαναεμφανιστεί μετέπειτα στην ιστορία σε πρωταγωνιστικό ρόλο), μετά τον συγκινητικό θάνατό του στην πρώτη ταινία. Παρ’ ότι δεν τον ακολουθεί και η Blunt, η υποκριτική απουσία της από την ταινία είναι αισθητή, αφήνοντας (όπως φαίνεται) και εκείνη με την σειρά της, τα «φώτα» στο νέο αίμα και στην προκειμένη περίπτωση, τα παιδιά της, στα οποία είναι βασισμένο και το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής. Ο Murphy, υποδύεται έναν παλιό οικογενειακό φίλο των πρωταγωνιστών, ο οποίος χάνοντας την δική του οικογένεια (την ημέρα κατά την οποία αφανίστηκε μαζί της και ο υπόλοιπος ανθρώπινος πλυθυσμός), έχασε εκτός από τα δικά του πρόσωπα και οποιοδήποτε ίχνος ευαισθησίας ως προς τους συνανθρώπους του, ισχυριζόμενος ότι υπάρχουν κι άλλοι που γλίτωσαν και ζουν πλέον παρασιτικά, όμως δεν αξίζουν να «σωθούν». Και αυτός είναι και ο λόγος που δεν επιδίωξε ποτέ να σώσει την πρωταγωνιστική οικογένεια, έως τώρα.
Εκτός από εξαιρετική πυγμή, θάρρος αλλά και φονικά όπλα που συμβάλλουν στην διάσωσή τους, ο Murphy μάλλον έφερε και ορισμένα ζόμπι από το μακρινό «28 Days Later», αδυνατώντας να τα κατατάξουμε στην ήδη υπάρχουσα ιστορία, της οποίας οι ομάδες αποτελούνται από εξωγήινα όντα απροσδιόριστης προέλευσης και ανθρώπους. Σε ένα παράλληλο σύμπαν και συσχέτιση με την τηλεοπτική σειρά «Lost», το ένα μέρος των πρωταγωνιστών (ο Murphy και η κωφάλαλη κόρη των -πρώην- φίλων του) γνωρίζει μια ομάδα ανθρώπων που ζουν ήσυχα -όμως ανεξήγητα ανέμελα σύμφωνα με τα δεδομένα της κατάστασης- όλους αυτούς τους μήνες, έχοντας δημιουργήσει μια μικρή κοινωνία με τις οικογένειές τους. Λίγο πριν προλάβουμε να τους γνωρίσουμε λίγο καλύτερα, η καταστροφή «χτυπάει» και την δική τους πόρτα και η αντίδρασή τους, είναι τουλάχιστον αλλόκοτη, μην έχοντας καμία ιδέα για το πως να φερθούν σε μια εισβολή που ενδεχομένως έχουν ξαναβιώσει στο παρελθόν ή τουλάχιστον ακούσει από τρίτους, όντας πλέον δεδομένο ότι τα τέρατα αυτά δεν σκοπεύουν να σταματήσουν μέχρι το πλήρες τέλος της ανθρωπότητας.
Το «Quiet Place Part II» ήρθε για να γειώσει τις ελπίδες του κοινού, που επιδίωκε μια ακόμη δυνατή ταινία που θα «σαρώσει» τα εισητήρια του σινεμά. Κατάφερε να αποδείξει ότι υστερεί σε πολλά, εκ των οποίων ένα και σημαντικότερο είναι η πλοκή. Δυστυχώς, όχι απλώς δεν ολοκλήρωσε την ιστορία και δεν ξεδιάλυνε τα αναπάντητα ερωτήματα που έθεσε η προηγούμενη ταινία, αλλά δημιούργησε κι άλλα και μάλιστα ακόμη μεγαλύτερα. Το πρωταρχικό ενδιαφέρον της ως προς την τρομακτική πτυχή της ησυχίας που επέβαλλε, τώρα έλειπε από σχεδόν όλες τις σκηνές. Οι νέοι χαρακτήρες στους οποίος προσπάθησε να μας «συστήσει» η ταινία, αφανίζονται ένας προς έναν πριν προλάβουν καν να αναπτυχθούν και τέλος η αγωνία δεν έχει πια την ίδια ισχύ, αφού στην πλειοψηφία των σκηνών επικρατεί περισσότερο το αίσθημα της νοσταλγίας και του πόνου που βίωσαν κάποτε οι χαρακτήρες παρά ο τρόμος αυτός καθ’ αυτός. Πληρεί φυσικά τα δεδομένα μιας post-apocalyptic ταινίας και η διάρκειά της δηλώνει ότι είναι και συνοπτική, όντας αν μη τι άλλο εύπεπτη για τον θεατή. Στοιχεία που συμβάλλουν στο συμπέρασμα, ότι μπορεί, έν τέλει, για κάποιους να καθίσταται μια απλή και ευχάριστη λύση για ένα βράδυ στον κινηματογράφο. Αρκεί απλώς να μην περιμένει περισσότερα από αυτά που έχει να δώσει…
Δείτε εδώ το trailer της ταινίας: