Τον Οκτώβρη του 1978, κάνει την πρεμιέρα του στο κινηματογραφικό φεστιβάλ Sitges, το εμβληματικό ozploitation, «Long Weekend». Πρόκειται για ένα διαφορετικό από τα συνηθισμένα ψυχολογικό θρίλερ εκδίκησης, που αφορά την αιώνια μάχη των ανθρώπων απέναντι στην φύση. Μια λιτή, αληθινή και οπτικά αριστουργηματική αλλά μετριοπαθής ταινία, που δυστυχώς μεταξύ άλλων χάθηκε στην άβυσσο του παγκόσμιου σινεμά μέσα στα χρόνια, με δύο πρωταγωνιστές, μια παραλία, ένα μέρος από την αέναη φύση και ένα σκηνοθετικό όραμα.
Ο Peter και η Marcia, ένα αποξενωμένο ζευγάρι, αποφασίζει να περάσει ένα σαββατοκύριακο στην εξοχή. Ενώ η δεύτερη θα επιθυμούσε κάτι περισσότερο οργανωμένο, ο σύζυγός της, όντας “λάτρης” της φύσης και της “ησυχίας”, επιλέγει το κάμπινγκ σε μια απόμερη, πλην όμως, ειδυλλιακή τοποθεσία. Ωστόσο, ευτυχώς έχουν εφοδιαστεί πλήρως. Έχουν φέρει μαζί τους έως και εντομοκτόνο για τους ανεπιθύμητους επισκέπτες, παρ’ ότι βρίσκονται στον χώρο τους. Κατά την διάρκεια της φασαριόζικης διαμονής τους, βιώνουν μια πρωτόγνωρη αφιλοξενία από την ντόπια πανίδα, που μετατρέπει το σαββατοκύριακό τους στην απόλυτη κόλαση.
Λίγα είναι φανερά για το υπόβαθρο του ζευγαριού, με μια προφανή παρ’ όλα αυτά τάση να καυγαδίζουν καθ’ όλο το ταξίδι τους. Το «μάτι» του σκηνοθέτη όμως, εστιάζει πιο πολύ στις κακές τους συνήθειες απέναντι στο περιβάλλον. Όσο προσπερνούν ή ακόμη και πατούν με το όχημά τους τα ζώα που τους κοιτούν σιωπηλά, φωνάζοντάς τους να αποχωρήσουν, εκείνοι αγνοούν επιδεικτικά τα σημάδια που τους μαρτυρούν πως είναι ανεπιθύμητοι και διασχίζουν απτόητοι τον δρόμο για την καλοπέρασή τους, παίρνοντας στο διάβα τους μαζί και την απαγορευτική ταμπέλα στην είσοδο.
Οι πρωταγωνιστές του «Long Weekend», εμφανώς αδύναμοι να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, επιλέγουν να ξεσπάσουν τα νεύρα και το παράπονό τους στην μητέρα φύση, αδιαφορώντας για το γεγονός πως εισβάλλουν σε έναν χώρο ο οποίος δεν τους ανήκει, παριστάνοντας τους οικοδεσπότες την στιγμή που είναι επισκέπτες. Έπειτα από ορισμένες ανεξήγητες πράξεις κτηνωδίας κατά την δειλία τους να χτυπήσουν εκεί που αληθινά στοχεύουν, ο Peter και η Marcia υποσυνείδητα ξεκινούν να αντιλαμβάνονται πως το σαββατοκύριακό τους προβλέπεται απροσδόκητα μεγάλο και βασανιστικό. Ενώ η Marcia θα επιδιώξει πολλάκις να πείσει τον σύζυγό της να φύγουν, εκείνος παραμένει ανένδοτος.
Ο τηλεοπτικός Αυστραλός σκηνοθέτης, Colin Eggleston, εκπληκτικά αιχμηρός και με ενδιαφέρουσα εναλλακτική άποψη στον κινηματογραφικό χώρο, σκηνοθέτησε με τρομακτικό ρεαλισμό ένα πολύ ιδιαίτερο ψυχολογικό θρίλερ τρόμου, δίνοντας γροθιά στο στομάχι των ανυποψίαστων θεατών που τυχόν περίμεναν κάτι πιο κοντά στα τετριμμένα του είδους. Στο «Long Weekend» παραλληλίζει την
καταστροφική ανθρώπινη δραστηριότητα εις βάρος του… εναπομείναντος περιβάλλοντος με την αυτοκαταστροφική τάση των χαρακτήρων ως προς τους ίδιους αλλά και ως προς την μεταξύ τους σχέση.
Με λίγες πληροφορίες για την προέλευσή τους αρχικά, σταδιακά έρχονται να κουμπώσουν όλα τα σημαντικά κομμάτια του παζλ που θα φανερώσει την αιτία του μίσους που έχει γεννηθεί ανάμεσά τους. Είναι από τις λίγες φορές που δεν χρειάζονται οι λέξεις για να βγει το πόρισμα, αλλά καθαρά και μόνον οι πράξεις. Εξού και το αποτρόπαιο ξέσπασμα της Marcia στο αυγό-βρέφος της μητέρας αετού που συντηρούσε στην κατοχή της και έπειτα το πέταξε με φόρα και το έσπασε πάνω στο πληγωμένο δέντρο δίπλα από την σκηνή τους. Σύμφωνα με τον Peter, δεν είναι η πρώτη της φορά που σκοτώνει ένα έμβρυο, γεγονός που δίνει ορισμένες σοκαριστικές απαντήσεις για το παρελθόν των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων και ίσως και ένα ακόμη λιθαράκι στην δυστυχία τους.
Ο σεναριογράφος -όντας κι εκείνος ένας επαγγελματίας της τηλεόρασης όπως και ο σκηνοθέτης- Everett De Roche, κατά τα λεγόμενά του ξεκίνησε ένα πρότζεκτ που δεν ήξερε που ακριβώς πήγαινε. Θα μπορούσε να πει κανείς πως τον πήγαινε εκείνο περισσότερο από ότι είχε ο ίδιος τον έλεγχο πάνω στο ίδιο του το γραπτό. Κι όμως το σενάριο μοιάζει κάθε άλλο παρά επιπόλαιο ή πρόχειρο ή ακόμη και “τηλεοπτικό”. Θα του ταίριαζαν καλύτερα οι λέξεις: απλό και μεθοδικό. Και σίγουρα κάτι πολύ παραπάνω από ότι θα περίμενε κανείς από εκεί όπου θα μπορούσε να καταταχθεί το «Long Weekend». Αλλά μάλλον, η περίπτωση του Everett De Roche κατηγορηματικά ήρθε και “έδεσε” με το όραμα του Eggleston.
Το κάρμα για τους πρωταγωνιστές δεν αργεί να γυρίσει μπούμερανγκ και να κάνει το χτύπημά του. Όσο η φύση αιμορραγεί, ετοιμάζει παράλληλα και την αιματηρή της εκδίκηση, δίνοντας στους εχθρούς της να καταλάβουν πως τα όπλα και τα μέσα που κατασκεύασε το ανθρώπινο είδος, δεν αρκούν για τίποτα παρά για να σκοτώνουν ο ένας τον άλλον. Το «Long Weekend» παρ’ ότι φέρνει μια εναλλακτική ματιά στον όρο του ψυχολογικού τρόμου, δεν κατάφερε να εντυπωσιάσει το εγχώριο box office. Κατάφερε όμως να προσελκύσει φεστιβαλική αναγνώριση και ίσως και μια νέα, πιο σύγχρονη ανάγνωση σήμερα, σίγουρα πρωτίστως χάρη στην διαχρονική του αισθητική και φωτογραφία.
Δείτε το trailer της ταινίας εδώ: