Το Call of the Wild είναι βασισμένο στη θρυλική νουβέλα του Jack London που κυκλοφόρησε το 1903. Το βιβλίο αυτό ενέπνευσε αρκετές κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές με μεγάλα ονόματα στο τιμόνι όπως οι Clark Gable, Charlton Heston και Rutger Hauer. Έτσι λοιπόν o Chris Sanders, σκηνοθέτης των ταινιών Lilo & Stitch και How to Train Your Dragon, αναλαμβάνει να συστήσει εκ νέου το Call of the Wild σε ένα νέο κοινό. Το σενάριο του φιλμ έχει γράψει ο Michael Green, ενώ πρωταγωνιστούν οι Harrison Ford, Omar Sy, Karen Gillan, Dan Stevens, Bradley Whitford και Terry Notary.
Στην αρχή του Call of the Wild γνωρίζουμε τον Buck, τον σκύλο του δικαστή της Santa Clara, μίας πόλης του αμερικανικού νότου. Μετά από μία σειρά γεγονότων, έμποροι σκύλων απαγάγουν τον Buck και τον στέλνουν στο Yukon του Καναδά όπου γίνεται μέλος μίας ομάδας μεταφοράς που αποτελείται από άλλους σκύλους. Όλα φαίνεται να πηγαίνουν καλά για τον Buck, λίγο καιρό μετά όμως τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή και έτσι ο τετράποδος φίλος μας γνωρίζει τον John Thornton (Ford), έναν ηλικιωμένο ταξιδευτή που ψάχνει να βρει το χαμένο του εαυτό. Οι δυο τους δένονται αρκετά και αποφασίζουν να κάνουν ένα ταξίδι στην άγρια φύση που θα τους αλλάξει τη ζωή και θα τους κάνει να ανακαλύψουν την πραγματική τους θέση στον κόσμο.
Μπορώ με σιγουριά να πω πως το Call of the Wild του 2020 έχει περισσότερα θετικά στοιχεία παρά αρνητικά. Παρόλο που στην ουσία πρόκειται για μία οικογενειακή ταινία, καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο σε όλη τη διάρκεια, αφού δεν προλαβαίνει να γίνει ποτέ βαρετή λόγω της σφιγμένης διάρκειας της 1 ώρας και 40 λεπτών. Η ιστορία του φιλμ μπορεί να είναι αρκετά δυνατή από μόνη της, αλλά αυτό που εκτίμησα περισσότερο είναι η καρδιά και η ψυχή που έφερε ο Chris Sanders στο project, συστατικά που φαίνεται πως έχει φέρει από τον κόσμο του animation μιας και η ταινία έχει αυτόν τον παιχνιδιάρικο τόνο και είναι γεμάτη από δυνατές στιγμές συναισθήματος. Γενικά η σκηνοθετική προσέγγιση είναι άρτια, καθώς ο Sanders μας αφήνει να θαυμάσουμε την άγρια φύση και να νιώσουμε τον κόσμο σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται, ενώ οι σκηνές δράσης είναι όμορφα σκηνοθετημένες και σε κάνουν να νιώθεις την αγωνία που χρειάζεται.
Για να έχουν κάποιο αντίκτυπο οι σκηνές δράσης γενικότερα, πρέπει να έχουν μία συναισθηματική βαρύτητα, πράγμα που κερδίζεται από τους χαρακτήρες, γιατί αν δεν νοιάζεσαι για αυτούς τότε η δράση είναι ανούσια. Ευτυχώς συμπάθησα τον Buck από το πρώτο κιόλας καρέ, κάτι που με έκανε να ακολουθήσω το ταξίδι του με ενδιαφέρον και ίσως να ταυτιστώ σε μερικά πράγματα. Αυτό που βοηθά κυρίως τον Buck είναι η animation προσέγγιση του χαρακτήρα από πλευράς ερμηνείας αφού μπορεί να χαρίσει γέλιο και άπειρο συναίσθημα. Προσωπικά πιστεύω πως το CGI ήταν ένας παράγοντας που έκανε την ερμηνεία του Buck ολοκληρωμένη. Μπορεί να μην αγγίζει την τελειότητα όπως τα φωτορεαλιστικά εφέ που είδαμε στο Lion King του 2019, αλλά έχει κάτι που το remake της Disney δεν είχε ποτέ. Συναίσθημα! Ναι, σε κάποιες στιγμές ίσως να φαίνεται λίγο καρτουνίστικο, αλλά μπορείς κάθε στιγμή να νιώσεις τον χαρακτήρα χωρίς αυτός να χρειαστεί να πει ούτε μία λέξη. Τα εύσημα γενικά για τον Buck πρέπει να δοθούν στον Terry Notary που ίσως είναι ο καλύτερος motion capture performer μετά τον Andy Serkis.
Οι υπόλοιπες ερμηνείες είναι ικανοποιητικές, οι ηθοποιοί στην ουσία είναι εκεί για να πλαισιώσουν τον Buck, αφού πρόκειται για μία σπονδυλωτή ταινία. Ο Harrison Ford είναι ο γνωστός Harrison Ford που ξέρουμε και αγαπάμε, φέρνει αρκετό χιούμορ και συναίσθημα στο ρόλο και κάνει ότι μπορεί με ότι του δίνεται, καθώς ο χαρακτήρας του δεν καταφέρνει να αναπνεύσει αρκετά λόγω της μικρής διάρκειας με αποτέλεσμα να μην μπορείς να τον νιώσεις αρκετά, παρόλο που έχει ένα ενδιαφέρον συναισθηματικό ταξίδι και ερμηνεύεται πολύ καλά από τον Ford. Πιστεύω πως ο χαρακτήρας θα είχε ωφεληθεί από ένα παραπάνω δεκάλεπτο. Από τους υπόλοιπους ηθοποιούς ξεχωρίζει ο Omar Sy του γαλλικού αριστουργήματος ‘The Intoutables’, ενώ οι Karen Gillan και Bradley Whitford βρίσκονται εκεί για να συμπληρώσουν το καρέ. Τέλος, ο Dan Stevens του ‘Beauty and the Beast’ δίνει μία ερμηνεία σε στυλ κακού της Disney, αλλά δεν με πείραξε λόγω του ότι πρόκειται για μία οικογενειακή ταινία. Σε άλλους τομείς, η φωτογραφία του θρυλικού Janusz Kaminski είναι αξεπέραστη, το production design πολύ όμορφο και η μουσική του John Powell ενισχύει την γενικότερη ατμόσφαιρα και μεταφέρει τον θεατή στη φύση.
Η νέα κινηματογραφική μεταφορά του Call of the Wild είναι μία πολύ καλή επιλογή για μία οικογενειακή εξόρμηση στις κινηματογραφικές αίθουσες! Είναι μία ταινία αρκετά διασκεδαστική που δεν θα σας κάνει να βαρεθείτε ότι ηλικία και να έχετε, αφού προσφέρει αρκετές δόσεις χιούμορ και συναισθήματος!