
Μοιάζει παράξενη η ιδέα των κοινωνιών άνευ όρων ˙ μια ουτοπία, αποσυνδεδεμένη εντελώς από την αίσθηση της ομάδας και της ανθρώπινης αλληλεγγύης. Μοιάζουν χαμαιλέοντες, οι άνθρωποι που θέλουν να αποφύγουν την ευθύνη που φέρουν για τις ζωές των άλλων. Αφήνουν μια αίσθηση ενός κούφιου σώματος που κινείται ατάραχα στους δρόμους και θάβει το φόβο, το άγχος και τον πανικό του, στους πολλαπλούς κατακερματισμένους ρόλους του, στα εξαιρετικά προσαρμόσιμα και διεξοδικά κατασκευασμένα «δέρματά» του – σύζυγος, επαγγελματίας, περσόνα, λέκτορας.
Ήταν τρομακτικό ˙ όταν η όψη της Cate Blanchett ως Lydia Tar, στην ομώνυμη ταινία του Todd Field, γέμισε την οθόνη, πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι το βλέμμα μου να αρχίσει να την περιεργάζεται διεξοδικά. Καθώς τα δευτερόλεπτα έγιναν λεπτά κι αρχίσαμε να «συνυπάρχουμε» όλο και περισσότερο, ένιωσα μια φούσκα να διαχέεται στην κοιλιά μου, ειδικά τη στιγμή που «χτένιζα» τα μάτια και το πρόσωπό της. Άφηνε μια ψύχρα στο χώρο, ένα άδειασμα, μαζί με μια γοητευτική σταθερότητα κι επιβλητική κορμοστασιά. Τα ρούχα της τυπικά, αφαιρετικά, εξέφραζαν την ψυχή της μόνο μέσα από προσωπικούς ψυχαναγκασμούς και τελετουργικά. Ακόμα και το γέλιο της ήταν άοσμο, ανατριχιαστικά απαθές έως κυνικό.

Το πιο σκοτεινό, βέβαια, στοιχείο ήταν το χιούμορ της ˙ υπερβολικά έξυπνο, πομπώδες, οξυδερκές και υπερήφανο, ένα συνονθύλευμα που μαγνήτιζε, υπνώτιζε, καλούσε τους ανθρώπους να την πλησιάσουν, να την θαυμάσουν, να τη λατρέψουν, να γίνουν το μέσο που ζητούσε, οι μαριονέττες, που θα παρέδιδαν οι ίδιες τα σχοινιά στον κουκλοποιό.
Ήταν μια άδεια φιγούρα, που είχε ξεχάσει να νιώθει και είχε οξύνει διεξοδικά όλες τις υπόλοιπες ανώτερες εγκεφαλικές ικανότητές της προκειμένου να επιβιώσει σε έναν κόσμο με συναίσθημα, που δεν τη χωρούσε. Φοβόταν τους ανθρώπους, που με την περίσσεια των συναισθημάτων τους μπορούσαν να διαταράξουν την επιφανειακή της προσαρμοστικότητα και να αποκαλύψουν το καλά καταχωνιασμένο χάος της. Φοβόταν το χρόνο, τη σήψη, το θάνατο, γιατί μόνο η σάρκα τής είχε απομείνει πια. Φοβόταν και τη ζωή, γιατί ζούσε χρόνια χαμένη στις πολλαπλές στιβάδες που την προστάτευαν από όσα μπορούσε να νιώσει.
Είναι οριακά ειρωνικό ˙ είναι συχνά οι φαινομενικά πολιτισμένοι άνθρωποι αυτοί που χάνονται στο νόημα του ίδιου του πολιτισμού τους, όταν την ίδια στιγμή η ρίζα του πολιτισμού είναι πρωτίστως να έχουμε ο ένας τον άλλο. Και είναι ακόμα πιο ειρωνικό, το πόσο μπορούμε να απομακρυνθούμε απ’ την ανθρώπινη φύση μας, προκειμένου να αποφύγουμε να έρθουμε αντιμέτωποι με το γεγονός ότι χαθήκαμε, αλλά παρόλα αυτά, να μοιάζουμε στους άλλους, πιο άνθρωποι από ποτέ.
Δείτε εδώ το trailer για το Tar, του Todd Field: