Από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό έως τα αμερικάνικης παραγωγής b-movies, το ιταλικό giallo έως τα slasher του ’70, τον γαλλικό εξτρεμισμό μέχρι και τις εφηβικές αμερικάνικες ταινίες τρόμου της δεκαετίας του ’90, έχουμε σίγουρα ουκ ολίγες ταινίες τρόμου να επιλέγουμε, για να απολαύσουμε έστω και μαζοχιστικά. Οι ταινίες τρόμου του 21ου αιώνα, έχουν την ευκαιρία να συλλέξουν στοιχεία και επιρροές από ποικίλες χρονολογίες, είδη και εθνικότητες για να δημιουργήσουν κάτι το διαφορετικό, ώστε να αφήσουν την δική τους υπογραφή στο σήμερα για τις μετέπειτα εποχές. Κοιτάζοντας από το μέλλον αναδρομικά, μέσα στο χάος των εμπορικών παραγωγών και την ανεξήγητη αγάπη για την υπερβολική χρήση των CGI, μπορούμε αδιαμφισβήτητα να εμβαθύνουμε και να ανακαλύψουμε αρκετές που το κατάφεραν αυτό, χωρίς να «πέσουν» στην παγίδα των remake. Μερικές από αυτές, αναφέρονται ενδεικτικά στην παρακάτω λίστα.
Excision (2012)
Σκηνοθεσία: Richard Bates Jr.
Πρωταγωνιστούν: AnnaLynne McCord, Roger Bart, Ariel Winter
Βαθμολογία στο IMDb: 6,1/10
Trailer: https://www.youtube.com/watch?v=dzKlr1V6xzM
Η συγκεκριμένη δεν αποτελεί τεράστια εξαίρεση ως προς την θεματολογία της, ωστόσο αφήνει αρκετά περιθώρια να της δοθούν δεύτερες ευκαιρίες. Πρόκειται για μια απλή ταινία arthouse, που δεν επιθυμεί να δώσει υποσχέσεις για κάτι παραπάνω από αυτό που είναι; Ανάμεσα στις απόκοσμες σκηνές που θέλησε να αφιερώσει ο σκηνοθέτης, στο να «βγάλει» τα απωθημένα του και τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες, εκτυλίσσεται παράλληλα και μια υποτυπώδης πλοκή; Είναι απλώς μια υποτιμημένη εφηβική ταινία τρόμου που παρ’ ότι «επαναλαμβάνεται», αποτελεί μια εξαιρετικά ευχάριστη (ή μη) επιλογή, που ίσως και να αποτελεί -με τον τρόπο της- κάποιο ενδιαφέρον; Η απάντηση έχει στοιχεία από όλα τα παραπάνω, ενώ προστίθεται ακόμη και η ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ (αν όχι μαύρο τότε σίγουρα σκοτεινό). Η παραγκωνισμένη από τον περίγυρό της αλλά και πιεσμένη από την μητέρα της, έφηβη Pauline (ή αλλιώς μια σύγχρονη «Carrie»), φιλοδοξώντας να ακολουθήσει τον δρόμο της ιατρικής και το όνειρό της να πιάσει στα χέρια της το νυστέρι, εξασκεί το πάθος της με μακάβριες διαθέσεις. Η φαντασία της λειτουργεί ως η απόλυτη διαφυγή από την πραγματικότητα, μέσα από την οποία, βρίσκει τον τρόπο να αποτυπώνει τις φαντασιώσεις της για το μέλλον της στην ιατρική. Μέσω των ονείρων της (τα οποία συγχέονται διαρκώς με την πραγματικότητα), αποζητάει την έγκριση από την αδίστακτα αυστηρή μητέρα αλλά και το περιβάλλον της, αποδεικνύοντας για πρώτη φορά την αξία της, αφού στο δικό της σύμπαν έχει την απόλυτη κυριαρχία και πληρεί όλα εκείνα που θα την καταστήσουν κοινωνικά «αποδεκτή». Ο underground σκηνοθέτης, βασιζόμενος στην δική του προηγούμενη ταινία μικρού μήκους, προσθέτοντας μια δευτερεύουσα πλοκή, μερικές guest εμφανίσεις από το προγενέστερο independent σινεμά (Malcolm McDowell, John Waters) και μερικά ακόμη λεπτά, μετατρέπει την ταινία σε «μεγάλου μήκους» και κάνει την πρεμιέρα του επίσημα στο «Sundance Film Festival», το 2012.
The Devil’s Backbone (2001)
Σκηνοθεσία: Guillermo del Toro
Πρωταγωνιστούν: Marisa Paredes, Eduardo Noriega, Federico Luppi
Βαθμολογία στο IMDb: 7,4/10
Trailer: https://www.youtube.com/watch?v=Qj_QUV8HZp4
Ο μικρός Carlos, επισκέπτεται ένα ορφανοτροφείο αρένων -και ουσιαστικά το μελλοντικό του σπίτι- μετά τον χαμό του πατέρα του. Παρά το τραγικό του παρελθόν και τις αντίξοες συνθήκες που δεν συγχωρούν την παιδική του αθωότητα, με την φλόγα της πηγαίας θέλησης για αναζήτηση και το μόνιμο κυνήγι του μυστηρίου, πλησιάζει στην επίλυσή του, ξεσκεπάζοντας στυγνά τα άδυτα του ορφανοτροφείου. Επικίνδυνες σχέσεις και δολοπλοκίες πρόκειται σύντομα να βγουν στο φως και να ξεκαθαριστεί το -ήδη- επιβαρυμένο τοπίο, που βρίσκεται υπό την επιβλητική «σκιά» του πολέμου. Παράλληλα, το μυστήριο παίρνει μια περιπλοκότερη τροπή, αφού τα πάντα παρακολουθούνται στενά από το φάντασμα ενός νεαρού αγοριού, του Santi. Ο φαντασμαγορικός Guillermo del Toro, μετά το «Cronos» και πριν την διασημότερη ταινία του, το «Pan’s Labyrinth», δημιουργεί την καλύτερη του έως τώρα. Εάν ο τίτλος («Στην ράχη του διαβόλου») δεν είναι αρκετός για να πείσει τον θεατή να αναζητήσει την ταυτότητα του διαβόλου, τότε σίγουρα η υπογραφή του εκκεντρικού del Toro (σκηνοθετική και σεναριακή), αυξάνει τις προσδοκίες και αυτή την φορά δικαιώνεται πανηγυρικά. Πρόκειται για ένα οπτικό αριστούργημα, χωρίς αυτό να αποτελεί καμία υπερβολή ως προς τον χαρακτηρισμό, καθώς παρακολουθούμε ένα βαθύ μελόδραμα (περισσότερο από ότι μια ταινία τρόμου) με μια πληθώρα αλληγοριών και μια συγκινητικότατη ιστορία κατά την διάρκεια του εμφυλίου στην Ισπανία, που διαδραματίζεται σίγουρα σε κάποιο από τα τοπία του Giorgio de Chirico. Ο σκηνοθέτης παίζοντας με την αλλαγή χεριών της εξουσίας και ρίχνοντας σκόνη περιπλέκοντας τα πρόσωπα και απομακρύνοντας το κοινό από την αληθινή πηγή του κακού, μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε μέχρι τέλους με αδιάκοπη αγωνία, ένα συνονθύλευμα συμβολισμών και συγκλονιστικών εικόνων. Ο del Toro, αναμφίβολα μας επιβεβαιώνει ότι είναι ικανός να δημιουργήσει «τέρατα» (μεταφορικά και κυριολεκτικά) χωρίς την χρήση CGI, αλλά δίνοντάς μας την ευκαιρία να ακολουθήσουμε την διαδρομή που μας δείχνει και να ανακαλύψουμε τι κρύβεται λίγο πιο δίπλα από τα αγάλματα και τα μνημειώδη κτίρια στους πίνακες του ιταλού ζωγράφου (Giorgio de Chirico), που φαίνεται να τον εμπνέει ιδιαιτέρως. Η προκειμένη οφείλει να παραμείνει για καιρό στις λίστες με τις καλύτερες gothic ταινίες τρόμου του 21ου αιώνα, δίνοντας μια άλλη διάσταση στις ιστορίες με φαντάσματα.
Ginger Snaps (2000)
Σκηνοθεσία: John Fawcett
Πρωταγωνιστούν: Emily Perkins, Katharine Isabelle, Kris Lemche
Βαθμολογία στο IMDb: 6,8/10
Trailer: https://www.youtube.com/watch?v=lRXT1J0kqdY
Οι συζητήσεις για τις «καλύτερες ταινίες τρόμου του 21ου αιώνα», συνήθως περιστρέφονται γύρω από την independent σκηνή. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έκαναν θραύση εκείνη την εποχή και συνυπήρχαν ισάξια στις λίστες του είδους, πλάι στα blockbuster. Πλέον δεν κερδίζουν απλώς τον τίτλο του «cult classic», αλλά καθίστανται καθαρά κλασσικές. Η συγκεκριμένη πρόκειται για ένα καναδέζικο κρυφό διαμαντάκι -που κάνει συχνά τις εμφανίσεις του σε διάφορες λίστες με αυτό το όνομα- αλλά και την πρώτη από την επακόλουθη σειρά από sequel, που άφησε το στίγμα της για πολλές μετέπειτα ταινίες που προσπάθησαν να την μιμηθούν, δίνοντας έναν νέο αέρα στις εφηβικές ταινίες από το 2000 και ύστερα. Δύο έφηβες αυτοκόλλητες αδερφές (ψυχές), η Brigitte και η μικρότερη αδερφή της Ginger, έχουν μια ιδιόρρυθμη αντίληψη για τον θάνατο -στα όρια της εμμονής- ενώ περιστρεφόμενες γύρω από αυτό τον ιδιόμορφο τρόπο ζωής, καταλήγουν αποστασιοποιημένες από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας τους. Ωστόσο, οι ισορροπίες πρόκειται να αλλάξουν και η σχέση των δύο κοριτσιών θα διχαστεί, μετά από μια ανεξήγητη επίθεση στην Brigitte (από ένα αποτροπιαστικό λυκανθρωπόμορφο όν) αλλά και τον ερχομό της πρώτης της περιόδου. Μέσα από μια σουρεαλιστική περιπέτεια, η πρωταγωνίστρια ανακαλύπτει μια διαφορετική πτυχή της, στον δρόμο της προς την αναζήτηση της εφηβείας της, επιχειρώντας να αντιπαρέλθει τις εξωπραγματικές αλλαγές του σώματός της, το οποίο σταδιακά μεταμορφώνεται. Η μικρή της αδερφή προσπαθεί να «λύσει» τα μάγια και να την βοηθήσει να επανέλθει σε αυτό που ήταν πριν, θέλοντας να κρατήσει την υπόσχεση που είχαν δώσει κάποτε η μια στην άλλη, να παραμείνουν ενωμένες ακόμη και στον θάνατο. Τα πράγματα όμως φαίνεται να δυσκολεύουν ολοένα και περισσότερο, καθώς η νεαρή Brigitte είναι πια εκτός ελέγχου και το καινούργιο της σώμα την έχει κυριεύσει ολοκληρωτικά. Μια εύστοχη αλληγορία για την εφηβεία ενός νέου κοριτσιού, που ανακαλύπτει το σώμα του και τις ανάγκες της να γίνει πλέον αποδεκτή, χωρίς καθοδήγηση (αφού η μητρική παρουσία εμμέσως απουσιάζει), μέσα από μια συναρπαστική ιστορία τρόμου, που στην πραγματικότητα, ίσως και να πρόκειται για την πιο εύστοχη και ωμή αποτύπωση του θέματος.
Slither (2006)
Σκηνοθεσία: James Gunn
Πρωταγωνιστούν: Nathan Fillion, Michael Rooker, Elizabeth Banks
Βαθμολογία στο IMDb: 6,5/10
Trailer: Slither Official Trailer #1 – Nathan Fillion, Elizabeth Banks Horror-Comedy (2006) HD – YouTube
Μια μικρή πόλη της νότιας Carolina, καταβάλλεται από μια εξωγήινη επιδημία που μετατρέπει τους κατοίκους σε ζόμπι και άλλων ειδών αποκρουστικά τέρατα. Η ιστορία ακολουθεί ένα ζευγάρι, τον Grant (Michael Rooker) και την Starla (Elizabeth Banks), που επιδιώκουν να περισώσουν τον γάμο τους. Η γυναίκα σταδιακά αντιλαμβάνεται μια πρωτόγνωρη αλλαγή και αλλόκοτη συμπεριφορά στο πρόσωπο του συζύγου της. Από εδώ και ύστερα, ξεκινάει μια συνεχής μετάδοση του ιού που έχει κολλήσει ο Grant, ενώ η γυναίκα του, επιχειρεί να σώσει και εκείνον (παρ’ ότι πλέον μοιάζει να είναι αργά) αλλά κυρίως τους ελάχιστους τυχερούς που δεν έχουν προσβληθεί ακόμη. Στην προσπάθειά της να εντοπίσει την πηγή του «κακού», συμβάλλει και ο αστυνομικός αλλά και παιδικός της φίλος, Bill (Nathan Fillion), ο οποίος δεν φαίνεται να διστάζει να εκδηλώσει το ερωτικό του ενδιαφέρον ως προς εκείνη. Αποτελεί την πρώτη κινηματογραφική ταινία του σκηνοθέτη (James Gunn) και ίσως την αντικειμενικά μοναδική αξιότιμη, ο οποίος επιδίωξε με όπλο του την σάτιρα και το έντονο στοιχείο του τρόμου (εμπνευσμένο από άπειρες προγενέστερες ταινίες τρόμου των προηγούμενων χρόνων), να γελοιοποιήσει και να κατακρίνει την απληστία και την ξενοφοβία των αμερικανών πολιτών στις μικρές κοινότητες. Πρόκειται για έναν συγκερασμό επιρροών και ομοιοτήτων του «Blob», του «Shivers» και άλλων του είδους, με πρωταγωνιστές τα ζόμπι και τους εξωγήινους (με αρκετά ηθογραφικά στοιχεία χαρακτήρων της σειράς «Breaking Bad»), που καταφέρνει με έναν ωμό σουρεαλισμό να φρικάρει και να προβληματίσει σοβαρά το κοινό του για θέματα που μαστίζουν την αμερικάνικη κοινωνία. Απέσπασε θετικές κριτικές, χωρίς να ακολουθήσει την ποιοτική του επιτυχία και η χρηματική. Εκτός από μια τραυματική εμπειρία (προσδοκώντας αρχικά την θέαση ενός απλού comedy-horror), είναι σίγουρα ένα «ξύπνημα» για το ανθρώπινο είδος και την ασύστολη κρεπάλη που κατακυριεύει την συνείδησή τους αλλά και μια νοσταλγία απέναντι σε όλες τις λατρεμένες 80’s ταινίες με τέρατα, ζωντανούς νεκρούς και κατοίκους άλλων πλανητών, που επιχειρούν να αυτοκαλεστούν στην ανθρώπινη γη. Προτείνεται μια καλή προετοιμασία, για μια αναπάντεχα σοκαριστική, αηδιαστική αλλά συναρπαστική μαύρη κωμωδία, που συνδυάζει όλα τα στοιχεία του τρόμου, με τον πιο ιδιαίτερο τρόπο, καταφέροντας να κεντρίσει το ενδιαφέρον και του κοινού και των κριτικών, ως μια από τις πιο υποτιμημένες ταινίες τρόμου του 21ου αιώνα.
The House of the Devil (2009)
Σκηνοθεσία: Ti West
Πρωταγωνιστούν: Jocelin Donahue, Tom Noonan, Mary Woronov
Βαθμολογία στο IMDb: 6,4/10
Trailer: The House of the Devil (2009) Trailer #1 | Movieclips Classic Trailers – YouTube
Τον Απρίλιο του 2019, το φεστιβάλ ταινιών Tribeca, πρωτοτύπησε με την προβολή του έργου ενός νέου καλλιτέχνη στον κινηματογραφικό χώρο (Ti West), το οποίο μας παρότρυνε να νοσταλγίσουμε για ακόμη μια φορά, τις χρυσές horror εποχές των 80’s. Με δεξιοτεχνία στο να απεικονίσει αξιοπρεπώς την «αύρα» της εποχής και την υπνωτιστικά και ειλικρινά αποπνικτική σκηνοθεσία, με ατμόσφαιρα που ξεχωρίζει ανάμεσα στις υπόλοιπες ταινίες τρόμου του 21ου αιώνα (και θυμίζει αρκετά «Black Christmas»), αφηγείται μια -αν μη τι άλλο- κοινότυπη ιστορία, ωστόσο αρκετά ανατριχιαστική. Η Samantha, μια νεαρής ηλικίας φοιτήτρια που πασχίζει να ανταποκριθεί στα καθημερινά της έξοδα, αναζητάει απεγνωσμένα μια δουλειά για τα προς το ζην. Αφότου απορριφθεί και από την τελευταία της επιλογή, θα ακολουθήσει ένα απρόσμενο τηλεφώνημα από έναν κύριο ονόματι Ulman, ο οποίος ζητάει επειγόντως μια νταντά για το ίδιο βράδυ, ισχυριζόμενος ότι δεν του απομένει πλέον καμία άλλη επιλογή παρά να στηριχτεί πάνω της. Παρ’ ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονται ακριβώς όπως είχε κατά νου, η Samantha συμφωνεί να την συνοδεύσει η κολλητή της, η οποία αρχίζει να ανησυχεί αισθητά. Οι δύο κοπέλες φτάνοντας στο σπίτι, χωρίζονται σύντομα έως ότου η Samantha να τελειώσει την δουλειά της και να επιστρέψουν μαζί πίσω. Από μια απλή και ίσως και διασκεδαστική νύχτα για την πρωταγωνίστρια ως babysitter, σίγουρα θα καταλήξει να μετατραπεί σε μια δυσάρεστη έκπληξη, που δεν συσχετίζεται με κανένα ανήλικο, το οποίο έχει την ανάγκη μιας νταντάς. Η μόνη ύπαρξη στο σπίτι είναι η ίδια, η οποία προσπαθεί να κατανοήσει ποιός ή τι είναι αυτό που πρέπει να φυλάει, γιατί βρίσκεται εκεί αλλά και γιατί ο άντρας επέμενε τόσο να την πληρώσει έστω και τα διπλάσια χρήματα για να δώσει την παρουσία της στο σπίτι για ένα μόνο βράδυ. Η έναρξη της ταινίας, μας προετοιμάζει σίγουρα για μια ιστορία με σατανιστές και δυνάμεις του Διαβόλου, έπειτα και από την αντιστοιχη λεζάντα που προηγείται της πρώτης σκηνής. Είτε γνωρίζουμε ή υποψιαζόμαστε περί τίνος πρόκειται, είτε όχι, το συνεχές υποβόσκον μυστήριο που κάνει συνεχώς αισθητή την παρουσία του, μας αναγκάζει να το παρακολουθήσουμε μέχρι τέλους, με απτόητο ενδιαφέρον και αγωνία στο «κόκκινο», ακόμη και στις πιο ήπιες και ήρεμες σκηνές. Εάν δεν είναι ικανό να «κόψει» την ανάσα με την αιματυχισία, τον φόβο, τα -ανύπαρκτα- jump scares ή την μυστηριώδη ατμόσφαιρα, τότε όπως και να’ χει θα το καταφέρει με την ιντριγκαδόρικη σκηνοθεσία του και την απροσδόκητα πρωτότυπη ποιότητά του.
Vacancy (2007)
Σκηνοθεσία: Nimród Antal
Πρωταγωνιστούν: Kate Beckinsale, Luke Wilson, Frank Whaley
Βαθμολογία στο IMDb: 6,2/10
Trailer: Vacancy (2007) Trailer #1 | Movieclips Classic Trailers – YouTube
Ένα ζευγάρι, στα πρόθυρα του χωρισμού μετά από μια οικογενειακή τραγωδία, ο David (Luke Wilson) και η Amy (Kate Beckinsale), παίρνοντας μια λάθος στροφή στην διαδρομή τους για το σπίτι, καταλήγουν χαμένοι, περιπλανώμενοι στην μέση του πουθενά μέσα στην μαύρη νύχτα. Μένοντας πια καμία άλλη επιλογή από το να καταφύγουν σε ένα τοπικό μοτέλ ωσότου να ξημερώσει, πράττουν αναλόγως. Μετά από μια πληθώρα μικρών και μεγάλων διαπληκτισμών ανάμεσα στο ζευγάρι, η ατμόσφαιρα αρχίζει και γίνεται ολοένα και εντονότερα παράξενη. Ο Ούγγρος σκηνοθέτης, Nimród Antal, προσέθεσε την δεύτερη κατά σειρά σκηνοθετική του απόπειρα στην φιλμογραφία του αλλά και μια ακόμη στις home invasion ταινίες τρόμου του 21ου αιώνα, που ομολογουμένως έκαναν θραύση εκείνη την περίοδο. Η ταινία πραγματεύεται μια ιστορία ενός νεαρού ζευγαριού, που αναζωγονεί την σχέση του, υπό αντίξοες και πρωτόγνωρες συνθήκες. Ένα φρέσκο ζευγάρι πρωταγωνιστών των 00’s, ο Luke Wilson και η Kate Beckinsale, αποστομώνουν αμφότεροι το κοινό, περί συζητήσεων για το υποκριτικό τους ταλέντο και το εύρος τους και δημιουργούν την πιο περίεργα υπέροχη χημεία, για μια ήπιων τόνων αλλά συνάμα άκρως συναρπαστική κινηματογραφική ταινία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για ένα μοντέρνο υποτιμημένο slasher του 21ου αιώνα, με αντι-ήρωα πρωταγωνιστή έναν επικίνδυνο άγνωστο, που επιδιώκει σφόδρα να εισβάλλει στο δωμάτιο του ζευγαριού αλλά και γενικότερα στην ζωή του, αφού δεν μοιάζει να σκοπεύει να τους αφήσει ήσυχους για πολύ ακόμη και η επιχείρησή του -κυρίως- να τρομοκρατήσει και έπειτα να ληστέψει (και ό,τι άλλο αποτελεί ανησυχία για τα ανυποψίαστα θύματα), καταντάει εξαιρετικά εμμονική. Τελικά, ανακαλύπτουν ότι το ίδιο το μοτέλ που επέλεξαν για την διανυκτέρευσή τους, τους παρακολουθεί και τους καθιστά αυτόματα «συνεργάτες» ενός συνεργείου που δημιουργεί κρυφά ένα φρικιαστικό snuff film εις βάρος τους. Και πράγματι, είναι τόσο τρομακτικό όσο ακούγεται… Πρωτότυπο, ρεαλιστικά ανατριχιαστικό και ατμοσφαιρικά σοκαριστικό, άρα σίγουρα μια δυνατή επιλογή για τους -μαζοχιστές- λάτρεις του είδους των παλαιών καλών εποχών!
The Tale of Two Sisters (2003)
Σκηνοθεσία: Kim Jee-woon
Πρωταγωνιστούν: Lim Soo-jung, Jung-ah Yum, Kim Kap-su
Βαθμολογία στο IMDb: 7,2/10
Trailer: A Tale of Two Sisters (2003) Official Trailer – YouTube
Ο σκηνοθέτης του πολύκροτου «I Saw the Devil» του 2010, κάνει την πρώτη του θραύση με το παραμυθένια σοκαριστικό θρίλερ ψυχολογικού τρόμου, «The Tale of Two Sisters», το 2003. Ο Kim Jee-woon, στηριζόμενος έμμεσα σε μια παλιά παραδοσιακή λαϊκή ιστορία (ονόματι Janghwa Hongryeon jeon), δημιούργησε μια από τις πιο στοιχειωτικές ατμόσφαιρες αλλά και μια από τις φρικιαστικότερα σοκαριστικές ταινίες τρόμου του 21ου αιώνα, που απλόχερα χαρίζει ανέκαθεν ο κορεάτικος κινηματογράφος. Δύο έφηβες, ψυχικά διαταραγμένες αδελφές, καταφτάνουν στο πατρικό τους μετά το εξιτήριό τους από την ψυχιατρική κλινική όπου νοσηλεύονταν, μαζί με τον συναισθηματικά αλλά και αντικειμενικά απόντα πατέρα τους και την μισητή για εκείνες, μητριά τους, η οποία παρά ταύτα κάνει την παρθενική της εμφάνιση στην ιστορία, όντας φαινομενικά καταδεκτική. Ωστόσο, ελαφρώς, στα όρια του πιεστικού. Το μυστήριο που σκεπάζει την οικία της οικογένειας αλλά και η αληθινή σχέση μεταξύ τους, ξετυλίγεται αργά και βασανιστικά, όμως αρκετά μεθοδικά και με την ανάλογη επικρατούσα αγωνία. Ο δεξιοτέχνης σκηνοθέτης, συμπληρώνει άλλη μια ταινία στην εντυπωσιακή -παρ’ ότι σύντομη- φιλμογραφία του, υποσχόμενος για ακόμη μια φορά στο κοινό του, μια ανέλπιστα συναρπαστική εμπειρία φρίκης και βαθιάς συγκίνησης, χρησιμοποιώντας το ταλέντο του και την αγάπη του για το σινεμά, στο έπακρο. Καταφέρνει να εντυπωσιάσει το indie κοινό, τους λάτρεις του arthouse σινεμά αλλά και εκείνων της δράσης και του μυστηρίου, καθ’ ότι πολύ απλά κατέχει όλα τα είδη και τα χρησιμοποιεί για να συνθέσει μια από τις πιο μοναδικές ταινίες τρόμου του 21ου αιώνα. Οι ερμηνείες, πολύπλευρες και σουρεαλιστικά ανατριχιαστικές, με σκοπό να προσεγγίσουν μια ιστορία για τον θεσμό της οικογένειας, που καταρρέει από την μια στιγμή στην άλλη. Οι χαρακτήρες, άλλοτε έχουν απωθημένα και άλλοτε δόλο ο ένας ως προς τον άλλον, με την αληθινή αιτία της κατάληξής τους να φανερώνεται στα τελευταία δευτερόλεπτα της ταινίας, μετατρέποντας για μια από τις άπειρες φορές κατά την διάρκεια της ταινίας και δίνοντας ολοκληρωτικά πλέον λύση στο μυστήριο. Παραμυθένιο, ωμό και «αληθινά» φαντασμαγορικό… αλλά διόλου λυτρωτικό!
May (2002)
Σκηνοθεσία: Lucky McKee
Πρωταγωνιστούν: Angela Bettis, Jeremy Sisto, Anna Faris
Βαθμολογία στο IMDb: 6,6/10
Trailer: May (2002) – Trailer in 1080p – YouTube
Η νεαρή, ιδιόρρυθμη May (Angela Bettis), εξαιτίας της χαμηλής αυτοπεποίθησης που της έχει προκαλέσει το «τεμπέλικο» μάτι της, έρχονται στο φως και ορισμένα από τα ποικίλα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζε από παιδί και τώρα δεν μπορούν παρά να απελευθερωθούν και στην ενήλικη ζωή της. Η πρώτη γνωριμία με την πρωταγωνίστρια, αντικατοπτρίζει μια ιδιαιτέρως καλή φάση της ζωής της αλλά και έναν «σταθμό» που πρόκειται να αναζωογονίσει και να δώσει ζωή στην καλά κρυμμένη αυτοπεποίθησή της. Αφότου ανακαλύψει το ερωτικό σύρτημα για πρώτη φορά μέσα της και εν προκειμένω στα μάτια ενός εξίσου εκκεντρικού και «τέλειου» κατά τα λεγόμενά της, αγοριού (Jeremy Sisto), δεν χάνει χρόνο από το να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή της λίγο παραπάνω με μια σημαντική αλλαγή για την εικόνα της. Πρόκειται για την αγορά ειδικών φακών επαφής, που ενισχύουν το καλό της μάτι και κάνουν το «κακό» της, ίδιο με το άλλο. Ό,τι ακριβώς κατάφερναν και τα γυαλιά μυωπίας της, ώστε να καλύψουν την ενοχλητική για εκείνη, ατέλεια. Η συγκλονιστικά μοναδική φυσιογνωμία της Angela Bettis (πρωταγωνίστρια και στο remake του «Carrie» του 2002), κάνει την συγκεκριμένη ταινία να προκαλεί άβολα συναισθήματα και μάλιστα, το πετυχαίνει εντελώς αβίαστα. Η φυσικά άρτια υποκριτική της, είναι ικανή να πείσει τους θεατές της, ότι παρακολουθούν μια αληθινή ιστορία μιας αληθινά ψυχικά τραυματισμένης ψυχασθενούς, που ζει ανάμεσά μας, με κανονικό σπίτι, κανονική δουλειά και κανονική ζωή. Επιπλέον μας κάνει την τιμή να μας μεταφέρει σε ένα πρώιμο στάδιο της πολυαγαπημένης δεκαετίας του 2000 και τον ελκυστικό απόηχο των θρυλικών 90’s, με μια ιστορία μιας μοντέρνας γυναικείας πτυχής του βασιλιά της ανωμαλίας, τον Frank, από το «Maniac» του 1980. Ίσως με την μόνη διαφορά, ότι η May έχει αγνές προθέσεις και το μόνο που επιδιώκει είναι να κάνει φίλους, όπως άλλωστε οποιοδήποτε παιδί της ηλικίας της. Συγκαταλέγεται στις λίστες, ανάμεσα στις καλύτερες cult ταινίες τρόμου του 21ου αιώνα.
The House That Jack Built (2018)
Σκηνοθεσία: Lars Von Trier
Πρωταγωνιστούν: Matt Dillon, Bruno Ganz, Uma Thurman
Βαθμολογία στο IMDb: 6,8/10
Trailer: THE HOUSE THAT JACK BUILT Official Trailer (2018) Uma Thurman, Matt Dillon, Lars von Trier Movie HD – YouTube
Στην τελευταία του ταινία, ο Δανός σκηνοθέτης του δόγματος του ’95 (Lars Von Trier), ακολουθεί έναν κατά συρροήν δολοφόνο και μερικά ενδεικτικά συμβάντα της «καριέρας» του, που διαδραματίστηκαν ανά διαφορετικές περιόδους της ζωής του. Τον ρόλο του πρωταγωνιστή, παίρνει ο Matt Dillon, ενσαρκώνοντας έναν ψυχαναγκαστικό ανθρωποκτόνο της δεκαετίας του ’80, λάτρη της υψηλής αισθητικής και της εκλεπτυσμένης τέχνης, την οποία σύμφωνα με την άποψή του, δεν θα μπορούσε να φτάσει παρά μόνο ένας δολοφόνος-καλλιτέχνης. Με άπταιστη μαεστρία, περισυλλέγει ανθρώπινα πτώματα ανεξαρτήτου ηλικίας, φύλου ή εθνικότητας, πράγμα που φανερώνει πως δεν πρόκειται για έναν μανιακό δολοφόνο που βασανίζεται από την αρρώστια του φασισμού ούτε και της σχιζοφρένειας, παρά εκείνη της παθιασμένης καλαισθησίας. Από ένα σημείο και μετά ο ιδιόρρυθμος Jack (ο πρωταγωνιστής), δεν βλέπει τα θύματά του ως οντότητες -όπως άλλωστε κανένας από εκείνους που κατατάσσονται στην κατηγορία των serial killer- αλλά ως έργα τέχνης. Με ντοκιμαντερίστικη ματιά, η κάμερα του Trier, παρακολουθεί ορισμένα επιλεγμένα περιστατικά δολοφονιών που διέπραξε ο Jack, χωρίς απαραίτητα να ασχολείται με προσωπικά του βιώματα ή να αιτιολογεί την αποτρόπαια συμπεριφορά του. Ως θεατές, αρκούμαστε απλώς στο να εστιάσουμε στο πάθος του για την αρχιτεκτονική και την οικοδόμηση ενός κτιρίου, κάτι που εκτός από τον τίτλο, μας επιβεβαιώνει και η εμμονή του να χτίσει το «τέλειο» σπίτι και το συνεχόμενο γκρέμισμα και έπειτα ανοικοδόμηση, ωσότου το αποτέλεσμα να αγγίξει την τελειότητα. Δεν αποκομίζουμε ευαισθησίες, παιδικές αναμνήσεις ή αδυναμίες του κεντρικού χαρακτήρα και οι πράξεις του, αντιμετωπίζονται από τον εκκεντρικό σκηνοθέτη, αποκλειστικά διαδικαστικά σαν να πρόκειται για κάποιο επάγγελμα. Ο ίδιος ο Trier, παραδέχτηκε πως το «House That Jack Built» προοριζόταν για τηλεοπτική σειρά (εμπνευσμένη ίσως από τα φρικτά πεπραγμένα του τερατοειδούς εγκληματία, Ted Bundy), όμως στην πορεία αποδείχτηκε μια από τις πιο πρωτότυπες ταινίες τρόμου του 21ου αιώνα. Φυσικά, οι φανατικοί της κλασικής αφήγησης και των κανόνων που ο Trier λατρεύει να «σπάει», ενδέχεται να διστάσουν να απολαύσουν με δέος το έργο του και να αδυνατούν να κατανοήσουν την αξία του. Κάτι στο οποίο σίγουρα και ο επίλογος της ταινίας, θα βάλει το λιθαράκι του.
Noriko’s Dinner Table (2005)
Σκηνοθεσία: Sion Sono
Πρωταγωνιστούν: Kazue Fukiishi, Tsugumi, Yuriko Yoshitaka
Βαθμολογία στο IMDb: 7,1/10
Trailer: Noriko’s Dinner Table – Official US Trailer – YouTube
Η τελευταία ταινία της λίστας, αποτελεί sequel του «Suicide Club» (του 2002) αλλά και μια αμφιλεγόμενη επιλογή για εκείνους που δεν εκτιμούν το παρορμητικό σινεμά του Sion Sono. Με έναν πολύ ξεχωριστό τρόπο, αποτυπώνει «φλέγοντα» ζητήματα για την πραγματικότητα της Ιαπωνίας του 21ο αιώνα, που δεν θα μπορούσε παρά να συμπεριλαμβάνει την ταχύτατη διάδοση του διαδικτύου, το γιγαντιαίο χάσμα γενεών ανάμεσα στους εφήβους και τους ενηλίκους και την μαζοποίηση, μεταξύ άλλων. Η έφηβη Noriko, μετά από έντονη επιρροή μιας διαδικτυακής της γνωριμίας, αποφασίζει να φύγει από το πατρικό της -χωρίς την συναίνεση των γονιών της- ώστε να την συναντήσει. Η ιντερνετική της φίλη, Kumiko, την συστήνει στην πανέμορφη οικογένειά της και την φιλοξενεί, ενσωματώνοντάς την υποχθόνια, σε μια αίρεση από νέα κορίτσια που βρίσκουν καταφύγιο σε μια ομάδα που τους «αγκαλιάζει», επιτρέποντάς τους να απελευθερώσουν τον εαυτό που οι γονείς τους δεν κατανοούν. Η Noriko γίνεται μέλος μιας μεγάλης οικογένειας αντιδραστικών παιδιών με αυτοκτονικές τάσεις (πραγματοποιώντας τες μαζικά όπως στο «Suicide Club»), ανακαλύπτοντας πως ότι δεδομένο είχε στην κατοχή της για την νέα της φίλη, δεν είναι τίποτα παρά μια πλαστή εικόνα, που κινείται με δόλο και στοχεύει στην διεύρυνση του «κοπαδιού». Η ιστορία ακολουθεί την ψυχοσύνθεση τεσσάρων διαφορετικών ηλικιών, εκείνη της πρωταγωνίστριας, εκείνη της μικρότερης αδερφής της, Yuko, εκείνη του πατέρα τους και εκείνη της φίλης της, Kumiko. Με ντοκιμαντερίστικη χροιά, ακολουθούμε καθέναν από τους χαρακτήρες μαζί και με όλες τους τις ανησυχίες, φοβίες, τρόπο σκέψης αλλά και το χάσμα που τους αποξενώνει, το οποίο με την πάροδο του χρόνου, μεγαλώνει απότομα και επικίνδυνα, αφήνοντας λίγες πιθανότητες επιστροφής. Ο σκηνοθέτης, ασχολείται εκ νέου με την μαζική αυτοκτονία μιας μεγάλης συμμορίας εφήβων κοριτσιών, σπείροντας τον φόβο και το σοκ, αυτή την φορά μέσω μιας διαφορετικής σκηνοθετικής ματιάς. Κέρδισε την συμμετοχή και επίσημη πρεμιέρα του στο κινηματογραφικό φεστιβάλ Karlovy Vary, μαζί με ποικίλες άλλες υποψηφιότητες και βραβεύσεις, αποτυπώνοντας επιτυχώς και ενδελεχώς την ολοκληρωμένη εκδοχή του μυθιστορήματος του ίδιου του Sono, «Suicide Circle».