Η συνήθης ανησυχία των πιστών και αμετάκλητων φαν του κλασικού horror σινεμά, είναι η επόμενη ταινία που θα δουν να κατακρεουργείται στη μορφή μιας φτηνής απομίμησης της πρωτότυπής της, ενώ ο συχνός προβληματισμός τους έγκειται στο αν πράγματι αξίζει μια τέτοια κίνηση από μεριάς των παραγωγών. Τούτων λεχθέντων, η παρακάτω λίστα διαψεύδει πανηγυρικά τον παραπάνω (εύλογο) ισχυρισμό και αποδεικνύει πως κάποτε έγιναν horror remakes που, όχι απλώς κατάφεραν να διαφοροποιηθούν από την πρώτη ταινία, αλλά πολλές φορές ακόμη και να ξεπεράσουν την κληρονομιά της.
1. «The Invasion of the Body Snatchers» (1956 & 1978)
Η ιστορία ακολουθεί τον Dr. Miles Bennell, έναν ψυχίατρο που οδηγείται στην απόλυτη τρέλα. Όταν ένας ανήλικος ασθενής του, δεν αναγνωρίζει την ίδια του την μητέρα ενώ ο παλιός του έρωτάς, η Becky, ισχυρίζεται ότι η ξαδέρφη της έχει μια παραπλήσια εμπειρία με τον θείο της, ο οποίος κατά τα λεγόμενά της παρουσιάζει μια αλλόκοτη συμπεριφορά, ο Miles αντιλαμβάνεται πως κάτι έχει αλλάξει σε αυτό τον κόσμο, έτσι όπως τον γνώριζε ως τώρα. Στο «Invasion of the Body Snatchers» του ’56, βασισμένο στην ιστορία του Jack Finney, οι εξωγήινοι για πολλοστή φορά «χώνουν» τη μύτη τους στις υποθέσεις του ανθρώπινου είδους με τον Don Siegel να δημιουργεί με μαεστρία την ιδανική ατμόσφαιρα τρόμου για το άγνωστο, για μια καταστροφή άνευ προηγουμένου που ενδέχεται ακόμη και να ανατρέψει τα δεδομένα, αλλά και – ως τώρα θεωρούμενα – κεκτημένα για τους κατοίκους του πλανήτη Γη. Χρόνια αργότερα, τη δεκαετία που το σινεμά τρόμου έφτασε κατηγορηματικά στο πικ του, ένας Αμερικανός auteur ονόματι Philip Kaufman, δίνει μια άλλη διάσταση στο έργο του Finney. Αναδομεί την συναρπαστική τετράδα πρωταγωνιστών (με καστ που περιλαμβάνει Jeff Goldblum και Donald Sutherland μαζί!) και προσθέτει μια επιπλέον δόση ανατριχίλας στο ήδη υπάρχον μυστήριο, με ανανεωμένα πρακτικά εφέ, σκηνές που στιγμάτισαν το είδος και το μυαλό μας, αλλά και μια «συνέχεια» στη φρίκη που, όπως και στην ταινία του ‘56, έτσι κι εδώ, απλώς δεν έχει τελειωμό.
2. «The Fly» (1958 & 1986)
Σε μια εποχή που οι ιστορίες που γραφόντουσαν στον τύπο είχαν λόγω ύπαρξης και γίνονταν πηγή έμπνευσης για μυριάδες έργων στον κινηματογράφο, το «Fly» – μια ιστορία από τον George Langelaan που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Playboy το 1957 – ένα χρόνο αργότερα έπεσε στα χέρια του δημιουργού ταινιών, Kurt Neumann, κι έδωσε το έναυσμα για έναν θρύλο του σινεμά τρόμου να μεγαλουργήσει αρκετά χρόνια αργότερα. Η ταινία του ‘58, αποτελεί ανεπιφύλακτα και ευρέως cult classic. Συνδυάζει το είδος μυστηρίου με εκείνου του τρόμου, «εμβολιασμένο» με επιστημονικής φύσεως φιλοσοφικά ερωτήματα και διλήμματα που αν μη τι άλλο απασχολούν και σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό και την ομότιτλη ταινία του ‘86 δια χειρός David Cronenberg. Ο μετρ του σωματικού τρόμου συν τοις άλλοις αφήνει παρακαταθήκη στη μεγάλη οθόνη ένα από τα πιο επιτυχημένα horror remakes της 7ης τέχνης. Η πλοκή είναι και πάλι αφιερωμένη σε έναν άνθρωπο, εν προκειμένω τον Seth Bundle (Jeff Goldblum), ο οποίος έχει αφοσιωθεί στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια ανακάλυψη που – σύμφωνα με τις ταπεινές του βλέψεις – πρόκειται να αλλάξει τον κόσμο. Εξαιτίας ενός λάθους, κατά τη διάρκεια του πειράματος, στο σώμα του Seth εισβάλλει το DNA μιας μύγας που βρισκόταν συμπτωματικά στο εργαστήριο. Τα υπόλοιπα είναι απλώς ιστορία που απολαμβάνουμε χάρη στον Stephan Dupuis, ο οποίος ανέλαβε τα, τουλάχιστον συγκλονιστικά, πρακτικά εφέ του έργου, του ‘86. Όσο η αυθεντική ταινία στέκεται περισσότερο στη λύση ενός μυστηρίου, το remake της δεκαετίας του ‘80 εμβαθύνει και σκάβει σε ακόμη μεγαλύτερο βάθος στο ψυχολογικό σκέλος με αλληγορίες για την ανθρώπινη φύση που δίχως τις εύθυμες ατάκες του Goldblum και το γεγονός ότι έχει πάρει την καινούργια του κατάσταση με άλλο μάτι, η ιστορία του Dr. Seth Brundle θα ήταν μια θεοσκότεινη τραγωδία και τίποτα παραπάνω.
3. «The Thing» (1951 & 1982)
Το «Thing» ή αλλιώς «The Thing From Another World» του ’51 είναι μια ανατριχιαστική παραπομπή στον ατελείωτο ψυχρό πόλεμο που πέραν όλων, «γέννησε» αμέτρητα έργα τέχνης που χρησιμοποίησαν την αλληγορία του και χαρακτηρίστηκαν αριστουργήματα ανά τα χρόνια. Ενώ η κατά κύριο λόγο διαφήμισή του οφείλεται στη συμβολή του Howard Hawks που ανέλαβε την παραγωγή, η εν λόγω ταινία ίσως συχνά κατατάσσεται σε λίστες ταινιών τρόμου β’ διαλογής της εποχής, όμως ο αντίκτυπος που άφησε ήταν σίγουρα μεγάλος και ακόμη και το όνομα του Hawks χαρίζει στο εγχείρημα μια διαφορετικού τύπου ποιότητα που όχι απλώς θα ήταν δύσκολο να ξεπεραστεί αλλά ακόμη και να αντιγραφεί. Βασισμένο στη νουβέλα του John W. Campbell, «Who Goes There?» του ’38, το επιστημονικής φαντασίας θρίλερ τρόμου του Christian Nyby, λέει την ιστορία μιας ομάδας ερευνητών που ταξιδεύουν ως τον Βόρειο Πόλο προς αναζήτηση ενός εξωγήινου όντος. Όχι απλώς το βρίσκουν, αλλά ανακαλύπτουν πως η δύναμή του είναι δυσανάλογη με τους υπολογισμούς τους και το να το μεταφέρουν μαζί τους στο «σπίτι», φαντάζει πια αδύνατο. Ενώ η κυριολεκτικά ψυχρή αίσθηση ενός αγνώστου θύτη, αλλά και του κακού που ελλοχεύει αποτελεί γνώρισμα και της αυθεντικής ταινίας, ο… συνήθης ύποπτος, John Carpenter, έρχεται και μας εξηγεί πώς γίνεται μια τριακονταετία αργότερα, σκηνοθετώντας το «Thing» με πρωταγωνιστή τον Kurt Russell. Κονταροχτυπώντας με το «Alien» του Ridley Scott, η ταινία του Carpenter αξίζει δικαιωματικά τον τίτλο της καλύτερης ταινίας sci-fi τρόμου αλλά ίσως και το πιο επιτυχημένο των horror remakes της λίστας -αν όχι- και όλων των εποχών. Δεν στάθηκε απλώς πηγή έμπνευσης για όλων των ειδών τέχνης και ψυχαγωγίας, αλλά αφαίρεσε και τη δυνατότητα να κυκλοφορήσει κάτι ξανά στο είδος του που θα καταφέρει να καταστεί ανώτερό του. Τα πρακτικά εφέ, η φρικιαστικά λυρική synth μουσική που υποβόσκει και δίνει το τέμπο για το επόμενο «χτύπημα», οι χαρακτήρες καθώς και οι ερμηνείες των ηθοποιών, έχουν ήδη δώσει το αίσθημα πως εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι παραπάνω από ένα ακόμη κοινό horror της δεκαετίας του ‘80.
4. «Nosferatu» (1922 & 1979)
Στηριζόμενος στο διαβόητο μυθιστόρημα του Bram Stoker, «Dracula», ο F.W. Murnau μας συστήνει σε μια νέα εκδοχή του θρυλικού βαμπίρ που σηματοδότησε ολόκληρες γενιές. Όμως, λόγω του ότι η ταινία δεν κατοχύρωσε ποτέ τα δικαιώματα του βιβλίου, η κυκλοφορία της δέχτηκε «πόλεμο», έχοντας μέχρι και σήμερα καταστραφεί σχεδόν όλες οι κόπιες της. Τα ελάχιστα αντίγραφα του εν λόγω διαμαντιού εξπρεσιονιστικού τρόμου, είναι και ο λόγος που έχουμε τη δυνατότητα να το παρουσιάσουμε και στις νεότερες γενιές κινηματογραφιστών και θιασωτών της 7ης τέχνης. Στο έργο αυτό, έβαλε σίγουρα το λιθαράκι του και ο Werner Herzog, ένας από τους πιο πρωτότυπους και σημαντικότερους δημιουργούς φιλμ, ταινιών και ντοκιμαντέρ ο οποίος έπιασε στα χέρια του ένα αριστούργημα και δημιούργησε ένα νέο (με πρωταγωνιστές τον επικό Klaus Kinski και την αιθέρια Isabelle Adjani). Εδώ μιλάμε ίσως και για το δυσκολότερο πείραμα, μια διασκευή που απαιτεί σεβασμό και δέος απέναντι στο πρωτότυπο, κάτι που ο Γερμανός σκηνοθέτης γνωρίζει φανερά καλά. Όσο η έλλειψη υπερβολικών εφέ είναι χαρακτηριστικό -εκ των πραγμάτων- αμφότερων, η σκοτεινή ατμόσφαιρα που έχουν και οι δύο καταφέρει να χτίσει είναι και το μοναδικό στοιχείο που χρειάζεται για να αισθανθεί κανείς το ανοίκειο, το αλλόκοτο και την αίσθηση του κινδύνου που ελλοχεύει, σε ένα διαφορετικό σεναριακό αλλά και κοινωνικό πλαίσιο. Μπορεί η γκροτέσκα μορφή του Max Schreck ως Orlok να στοιχειώνει ακόμη ορισμένα μυαλά, όμως ο Kinski έχει κάνει, κυριολεκτικά, «διδακτορικό» στην πρόκληση ανατριχίλας.