Ο Paul Sheldon (James Caan) είναι ο διάσημος συγγραφέας της επιτυχημένης σειράς βιβλίων με πρωταγωνίστρια την Misery, τα οποία αφορούν ένα Βικτωριανής εποχής ρομάντζο που έχει εκτοξεύσει την καριέρα του Paul στα ύψη. Μετά τον θάνατο της Misery στο τελευταίο κομμάτι της σειράς και την ολοκλήρωση του νέου του (διαφορετικού στιλ) βιβλίου, ο πρωταγωνιστής επιτελεί την «ιεροτελεστία» που ακολουθεί το τέλος κάθε του έργου, ανάβοντας ένα τσιγάρο (ενώ δεν καπνίζει) και βάζοντας ένα ποτήρι σαμπάνια, μάρκας που μόνο ένας εμμονικός του φαν θα μπορούσε να θυμηθεί το όνομα. Όμως κατά την επιστροφή του από την ειδυλλιακή εξοχική περιοχή του Κολοράντο, με τα ξύλινα σπίτια και τα πέτρινα τζάκια -όπως είθισται να πηγαίνει για την συγγραφή κάθε του νέου βιβλίου- η μοίρα θα του επιφυλάξει ένα καταλυτικό ατύχημα που θα «χώσει» το αυτοκίνητό του βαθιά στο χιόνι κι εκείνον σε μια συνθήκη που έως τώρα δεν είχε φανταστεί ούτε για χαρακτήρα σε ιστορία του.
Προς… κακή του τύχη, η Annie (Kathy Bates), πιστή αναγνώστρια αλλά και νούμερο ένα φαν του (όπως η ίδια συχνά επαναλαμβάνει), βρίσκεται κοντά στο συμβάν και καταφέρνει να τον τραβήξει από το όχημα πριν να είναι αργά. Είναι καθήκον της να κάνει το καλύτερο δυνατό για εκείνον, γι’ αυτό και τον περιθάλπει έως ότου να «ανοίξουν» οι δρόμοι (όπως λέει) για να μεταβεί σε ένα τοπικό νοσοκομείο καθώς και να τεθούν και πάλι σε χρήση οι τηλεφωνικές γραμμές για να καλέσει την κόρη και την ατζέτισσά του. Ούσα και πρώην νοσοκόμα, η γλυκιά Annie διαθέτει όλα τα φάρμακα (κυριολεκτικά και μεταφορικά) αλλά και την τεχνογνωσία του να αναλαμβάνει έναν ασθενή και δη έναν άνθρωπο που της έχει προσφέρει την αγαπημένη της σειρά μυθιστορημάτων.
Όσο ο συγγραφέας βρίσκεται «βιδωμένος» στο κρεβάτι αναμένοντας στωικά να πει ένα «χρόνια πολλά» στην εορτάζουσα κόρη του από κοντά, η νούμερο ένα θαυμάστριά του απολαμβάνει την παρέα του και επιδιώκει να τον κρατήσει όσο το δυνατότερο περισσότερο κοντά της. Είναι όμως πολλές οι φορές που τα ξαφνικά της ξεσπάσματα και η επιμονή της να καθυστερεί τη μεταφορά του Paul στο νοσοκομείο βρίσκοντας διαρκώς φτηνές δικαιολογίες άκρως πιεστική. Όσο κι αν ο ίδιος κολακεύτηκε αρχικά με τις ατελείωτες κολακείες και τη «ζεστασιά» που αν μη τι άλλο καθημερινά του παρέχει, κάτι ύποπτο μυρίζει από χιλιόμετρα.
Πέρα από την πρώτη βράβευση Α’ γυναικείου ρόλου για την Kathy Bates, κατηγορηματικά μια από τις σπουδαιότερες ερμηνείες της καριέρας της, το «Misery» του ‘90 απέδωσε και στον Rob Reiner (σκηνοθέτη των «This is Spinal Tap», «Stand by Me», «A Few Good Men» και «When Harry Met Sally») την τιμή να έχει σκηνοθετήσει μια από τις καλύτερες κινηματογραφικές προσαρμογές βιβλίων του Stephen King όλων των εποχών. Ο Reiner, έχοντας σημειώσει αρκετές και ποικίλες σινεματικές επιτυχίες στο βιογραφικό του έως τότε, πήρε την απόφαση να αναλάβει κάτι εντελώς διαφορετικό από ό,τι μας είχε συνηθίσει ως εκείνο το σημείο, όμοια με εκείνη του συγγραφέα της ιστορίας να εξερευνήσει μια άλλη του πτυχή στο νέο του μυθιστόρημα, εκ διαμέτρου αντίθετο με τα είδη που καταπιανόταν πριν από αυτό. Φυσικά, από το εγχείρημά του («Misery») δεν έλειπε το ανθρώπινο στοιχείο, το οικείο που χαρακτηρίζει και την πλειοψηφία των ταινιών του, δίνοντάς του μια άλλη ποιότητα όσο του προσθέτει με τρόπο όλα τα χαρακτηριστικά που κάνουν ένα θρίλερ άξιο θαυμασμού (εξού και επιλέγει να μεταφέρει έργο ενός μετρ στο είδος).
Η Bates, με τη σειρά της, με την οικειότητα που εμπνέει η παρουσία της και η ικανότητά της να υπηρετεί έναν ρόλο σαν να «πίνει νερό», μετατρέπει τον χαρακτήρα της Annie σε μια πιο υποχθόνια «κακιά», της οποίας ο τρόπος καθιστά την κατάσταση του Paul εξαιρετικά δυσκολότερη στην ταινία του Reiner απ’ ότι στο βιβλίο του King. Αυτό, διότι εδώ η Annie δεν είναι το αδυσώπητο κτήνος του βιβλίου, αλλά μια βαριά ψυχικά διαταραγμένη γυναίκα που αν μη τι άλλο είναι νιώθει απέραντη μοναξιά. Κι η τελευταία, σε κάνει να κάνεις πράγματα στην υπερβολή τους για να «απαλύνεις» έναν πόνο που δεν είχες φανταστεί ότι θα βιώσεις.
Σε συνδυασμό με κάποιες αλλαγές που υπέστη η αυθεντική της ιστορία κατά τη μεταφορά στην κινηματογραφική οθόνη, οι θεατές αποκτούν μεγαλύτερη συμπόνοια για εκείνη όπως και οριακά συμπάσχουν με την μοναξιά της και τις επιλογές που αυτή την ανάγκασε να πάρει. Μάλιστα, η ερμηνεία της ήταν τόσο θρυλική που ο King την «προσέλαβε» αμέσως για πρωταγωνίστρια στην προσαρμογή ενός άλλου του βιβλίου με εντελώς διαφορετική θεματολογία, «Dolores Claiborne», που κυκλοφόρησε μια πενταετία αργότερα (σε σκηνοθεσία Taylor Hackford). Ο Caan από την άλλη, κέρδισε δικαιωματικά αλλά και κατά έναν τρόπο συμπτωματικά τον ρόλο του Paul, όταν πολλοί αστέρες του σινεμά της εποχής τον απέρριψαν, καθώς όπως φημολογείται, τους απέτρεψε το γεγονός οτι εκείνος της Annie, τον επισκίαζε. Εν τέλει, οι πλανήτες ευθυγραμμίστηκαν και το δίδυμο Caan-Bates αποδείχτηκε ως η τέλεια επιλογή καθ’ ότι εκτός από φανερά εκρηκτικό, ήταν και εξαιρετικά αρμονικό.
To «Misery» ξετυλίγει σκέψεις και ανησυχίες του King που δεν αναφέρονται σε άλλα του έργα κι αν δεν ανοίγει «πόρτες» καλά κλειδωμένες της προσωπικής του ζωής (όπως η «Λάμψη» με τον αλκοολισμό), σίγουρα εμβαθύνει στην ιδιότητά του ως συγγραφέα και καλλιτέχνη. Για πρώτη φορά, αμφισβητεί αυτά που νιώθει ότι ξέρει καλά να κάνει αλλά και δίνει στον αναγνώστη τη σκυτάλη για να τον οδηγήσει στο επόμενό του βήμα. Ο Paul είναι ξεκάθαρα μια πτυχή του King και μάλιστα σε μια από τις κομβικές στιγμές που πιθανόν να ήρθαν στην καριέρα του τη στιγμή που επιδίωξε να αλλάξει τη θεματολογία του, όπως επίσης και μια προσωπική του εμπειρία με έναν «stalker» όπως η Annie.
Στο «Misery» ο King εξερευνεί τα έως τώρα ανεξερεύνητα μονοπάτια των κρυφών σκέψεων και φόβων ενός ανθρώπου πίσω από ένα βιβλίο-έργο, το οποίο από τη στιγμή που κυκλοφορήσει στην αγορά έχει πλέον ήδη αποκτήσει δική του υπόσταση. Ο αναγνώστης έχει δεθεί με τον/την χαρακτήρα και περιμένει πολλά περισσότερα από τα τετριμμένα, πόσο μάλλον έπειτα από μια σειρά βιβλίων. Είναι πάντοτε ένα βήμα πιο μπροστά από τον «ιθύνοντα νου» και δεν επιτρέπει λάθη ή φτηνές λύσεις να προχωρήσουν την πλοκή. Από ένα σημείο κι ύστερα, οι απαιτήσεις είναι μεγάλες και το έργο οφείλει να πληρεί όλες τις προϋποθέσεις προκειμένου να γίνει αποδεκτό από το κοινό και αφότου τελειώσει αυτό το λογοτεχνικό ταξίδι… φτου κι απ’ την αρχή!
Ο Paul έχει ένα μυθιστόρημα στα «σκαριά» διαφορετικό από τα προηγούμενά του, του οποίου το είδος δεν αποκαλύπτει, ούτε και ακούγεται σίγουρος για το που αυτό κατατάσσεται. Ίσως να είναι ένα crime μυθιστόρημα, είδος που ο ίδιος ο King «παίζει στα δάχτυλα» όμως δεν παύει να είναι ένα από τα δυσκολότερα να γράψει κανείς, καθότι θα πρέπει να διαθέτει διαρκείς ανατροπές, έξυπνη πλοκή, ευφυείς λύσεις και εναλλακτικές στην περίπτωση που ο χαρακτήρας δεν πετύχει αυτό που θέλει με την πρώτη (όπως ακριβώς ο Paul μετά κόπων και βασάνων καταφέρνει να γλιτώσει από τα χέρια της Annie αφού πρώτα του έχουν πάει όλα στραβά) αλλά και υπομονή, όσο ο πρωταγωνιστής έως τώρα είχε μείνει κολλημένος στην ιδέα της Misery και λειτουργούσε κάπως μηχανικά. Πρώτη που θα έχει την τιμή να διαβάσει το ακυκλοφόρητο βιβλίο του, είναι φυσικά η Annie, η νούμερο ένα θαυμάστριά του αλλά και η πιο αυστηρή κριτής του.
Η ταινία λαμβάνει χώρα κατά βάση στο σπίτι της Annie, ενώ η ειδυλλιακή τοποθεσία στην οποία έχει γυριστεί δίνει την αίσθηση μιας «παγωμένης» κοινωνίας, τόσο ως προς τους αργούς ρυθμούς που κινούνται οι αρχές (και ο μοναδικός σερίφης της πόλης που δείχνει πρόθυμος να διερευνήσει σε βάθος την υπόθεση του χαμένου Paul), όσο και τα λίγα που ξέρει ο ένας για το τι κρύβει η κλειστή πόρτα του άλλου. Σε αντίστιξη αυτού, η ζεστασιά των εσωτερικών χώρων σαν το σπίτι της Annie, εμπνέουν οικειότητα που ακόμη κι αν είναι ψεύτικη ή ύποπτη, δεν παύει παρά να είναι αναγκαία. Η Annie έρχεται να δώσει στον Paul τη θαλπωρή που λείπει από τη ζωή του, την οποία ούτε το σπίτι του στη Νέα Υόρκη, ούτε τα χρήματα αλλά ούτε και η δόξα του δεν θα έχουν ποτέ τη δυνατότητα να κάνουν. Όλα αυτά, μέχρι η κατά ανάγκη διαμονή του με την Annie, αποβεί ένας ατέρμονος λαβύρινθος γεμάτος αδιέξοδα και λακκούβες. Μέχρι να συνειδητοποιήσει πως ο δρόμος είναι πολύ πιο μακρύς για την ελευθερία του απ’ ότι φανταζόταν. Είναι ίσως λίγο χειρότερο από το να παλεύεις σε συνεχόμενη βάση με τους εσωτερικούς σου δαίμονες ως καλλιτέχνης, αφού εδώ έχεις να κάνεις με εκείνους ενός άλλου, πολύ πιο βαθιά τραυματισμένο απ’ ότι εσύ!
Δείτε εδώ το trailer της ταινίας: