“Χάνομαι” φώναξα και έπεσα κλαίγοντας στο πάτωμα. Δεν άντεχα άλλο. Είχα ανάγκη να τον δω, να ηρεμήσω,να ηρεμήσει η ψυχή μου, να τον αγκαλιάσω. Κουράστηκα να περιμένω και να κάνω υπομονή. Δεν έχω υπομονή. Ποτέ δεν είχα. Δεν έχω τίποτα. Δεν θέλω τίποτα. Μόνο αυτόν. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Η ζωή είναι μικρή,οι δρόμοι που σου ανοίγει ακόμα πιο μικροί. Και εγώ ξανά ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Χαμένη από χέρι αυτή τη φορά. Η μάλλον και αυτή τη φορά. Τι να άλλο να κάνω; Υπομονή;
Η ιστορία μας ξεκινά από το προηγούμενο καλοκαίρι. Με εμάς τους δύο να κοιταζόμαστε στα μάτια και να χαμογελάμε. Τριγυρνούσαμε τις νύχτες και η φωτιά μας έκαιγε. Το περπάτημα μας στη θάλασσα, τα βλέμματα που ανταλλάσσαμε και τα χαμόγελα, οι αγκαλιές μας και εκείνα τα αθώα μας φιλία έκανε την φωτιά μας ακόμα πιο έντονη. Δύο τελείως διαφορετικοί άνθρωποι. Δύο άνθρωποι από διαφορετικά μέρη της γης. Δύο άνθρωποι που έμοιαζαν τόσο διαφορετικοί αλλά ήταν τόσο ίδιοι. Κανείς δεν πίστεψε σε εμάς,σε αυτό που χτίζαμε μέρα παρά μέρα. Κανείς δεν πίστεψε πως όταν φτάναμε αντιμέτωποι με την απόσταση ο έρωτας μας θα άντεχε. Εμείς όμως,εγώ και εκείνος πιστέψαμε σε εμάς,πιστέψαμε σε αυτό που χτίσαμε. Και ήρθαμε αντιμέτωποι με την απόσταση. Δύσκολη εε; Το ξέρω. Πολύ δύσκολη. Να θες μια αγκαλιά και να μην την έχεις. Να έχεις ανάγκη να εξηγήσεις κάτι και να μην μπορείς με ένα μήνυμα. Να θες να κλάψεις σε μια αγκαλιά και η αγκαλιά αυτή να είναι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά σου. Ξέρω είναι δύσκολο. Είναι δύσκολο να θυμώνεις και να προσπαθείς μέσα από μια οθόνη να τα βγάλεις πέρα. Είναι δύσκολο. Αντέξαμε. Αντέξαμε μέχρι να βρεθούμε πάλι. Και ήταν Χριστούγεννα. Και πάλι. Αγκαλιά. Εγώ και εκείνος αγκαλιά μετά από τόσους μήνες. Πάνω που δεν έβλεπα πρόβλημα την απόσταση τώρα πάλι από την αρχή. Πάνω που συνήθισα στην απόσταση. Τώρα πάλι από την αρχή. Πάλι κλάματα αποχωρισμού, κλάματα επειδή μου έλειψε.
Και τώρα; Τώρα; Περάσαμε τρεις μήνες μακριά μέχρι τα Χριστούγεννα. Και μέχρι το καλοκαίρι; Μετρούσα μέρα, μέρα, νύχτα, νύχτα. Μετρούσα αντίστροφα μέχρι το επόμενο μαζί. Και τώρα; Τώρα θα τον έβλεπα το καλοκαίρι πάλι. Και ξαφνικά; Ένας ιός; Μια πανδημία; Αυτό είναι; Ένας ιός; Ή είναι απόλυτη καταστροφή της χώρας μας; Της οικονομίας μας; Μας κλείδωσαν μέσα σαν να μην ήμασταν άνθρωποι. Σαν να ήμασταν άγρια θηρία. Μας έκλεισαν του δρόμους, τα αεροδρόμια. Και τώρα ανοίγουν. Ανοίγουν με προϋποθέσεις. Και εγώ τώρα τι; Εγώ κατέρρευσα. Αν δεν τον δω; Πέρασαν έξι μήνες. Πότε θα είναι το επόμενο μαζί; Πότε θα αγκαλιαστούμε πάλι; Πότε… Πότε… Πότε…
Αντέξαμε. Αντέξαμε την απόσταση,τους ανόητους τσακωμούς, τα γέλια, τα κλάματα, τις δυσκολίες. Αντέξαμε. Αντέξαμε γιατί ξέραμε. Ξέραμε πως η αγάπη είναι δύσκολη. Είναι μια λέξη με την μεγαλύτερη σημασία που μπορεί να έχει μια λέξη. Είναι ένα συναίσθημα. Είναι κάτι παραπάνω από δύσκολη. Είναι σχεδόν ακατόρθωτη. Θέλω να τον δω. Θέλω να του μιλήσω. Να του εξηγήσω. Θέλω να τον αγκαλιάσω. Θέλω να χορέψουμε μαζί το τραγούδι μας. Θέλω να τον βλέπω. Ένιωσες ποτέ την ανάγκη να βλέπεις έναν άνθρωπο. Όχι απαραίτητα να τον αγγίξεις απλά να τον βλέπεις. Να τον βλέπεις να χαμογελάει, να θυμώνει, να κοιτάζει γύρω του, να κάνει σαν παιδί. Να είναι παιδί. Να είναι παιδί στη ψυχή και στη καρδιά. Χάθηκε η αθωότητα. Σπανίζει στις μέρες μας. Αν βρεις αυτόν τον άνθρωπο πρόσεχε τον. Κράτησε τον κοντά σου όσο θέλει ο ίδιος να είναι. Η πίεση δεν φέρνει πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Μπορεί ένας ιός να μου στερήσει το να τον δω. Κανείς και ποτέ όμως δεν θα μου στερήσει να τον αγαπώ!