Ζω ένα λεπτό και μία αιωνιότητα. Όσοι μεγάλωσαν μαζί μου, αγάπησαν ανθρώπους που δεν ξέραμε, γέννησαν νέους ανθρώπους που δεν ξέρω, κάποιους λένε ‘’κολλητούς τους’’ και κλαίνε στον ώμο τους μεθυσμένοι. Λεπτά που έγιναν ζωές. Χτες ήμουν παιδί και σήμερα όσοι αγάπησα γέρασαν και προσπέρασαν. Δεν με θυμούνται σαν να μην μ’ έχουν γνωρίσει. Όμως, τους έχω κρύψει πως έχω ένα ελάττωμα: Ζω τα πάντα σα να ‘ναι η ζωή μου όλη μια στιγμή. Κοιμήθηκα για μια στιγμή, είδα ένα όνειρο. Εγώ ξύπνησα σήμερα κι εκείνοι χρόνια μετά, σε μια άλλη ζωή του μέλλοντος, σ’ έναν κόσμο μακρινό που εγώ δεν έχω φτάσει, που θα ‘πρεπε να ‘μαι πολύ νέα για να ‘μαι ήδη εκεί, σε μια αντίστροφη μέτρηση. Πότε το ρολόι ξεκίνησε να τρέχει τόσο γρήγορα; Πώς λήγουν οι κόσμοι τόσο γρήγορα; Πώς τελειώνουν οι ζωές τόσο γρήγορα; Πώς αλλάζουν και χάνονται όλα τόσο γρήγορα; Πώς λήγουν οι αιωνιότητες από τη μία μέρα στην άλλη; Γερνάνε οι αιωνιότητες που ήξερα∙ Κι εγώ η φτωχή που νόμιζα πως οι αιωνιότητες κρατάν για πάντα! Πλάνη! Η αιωνιότητα διαρκεί πιο λίγο απ’ όσο πίστευα. Μια στιγμή διαρκεί μία αιωνιότητα και σε ένα δευτερόλεπτο εξαϋλώνεται. Πριν από κάποιο αύριο θα ‘χει πεθάνει. Κι εσύ θα το καταλάβεις μετά από χρόνια και τότε θα τη θρηνήσεις. Όπως εγώ σήμερα…
Χάθηκα μέσα σε κόκκινο χώμα, μέσα σε μια κόκκινη παιδική αγορίστικη βερμούδα. Σε μια κόκκινη καρότσα αγροτικού μεγάλωσα. Κόκκινα τούβλα και τσιμεντόλιθοι και πέτρες που χρωμάτιζα με κόκκινο αίμα από τα γόνατα μου. Η τρίαινα για τις ελιές που είχα για «όπλο» ήταν κόκκινη και η σφεντόνα μου επίσης. Κι η Πέγκυ της Μαρίας ήταν κόκκινη κι οι σκυλίσιες τρίχες της κολλούσαν πάνω στην κόκκινη βερμούδα μου. Κι ο γάτος που έλεγα «μου» και βούτηξε το ψάρι που μου είχε πει ο παππούς να φυλάω και το ‘χε ξεσκίσει στην κοιλιά με το μαχαίρι κι είχαν κρεμάσει έξω τα κόκκινα εντόσθια του, ήταν κόκκινος. Και οι κόκκινες γατίσιες τρίχες του δεν κολλούσαν πάνω μου γιατί δε με άφηνε να τον αγκαλιάζω. Κι ο Ορέστης σπάζοντας το ρόδι διατάζοντας το, τείνοντας του ένα ξύλο, να υποταχθεί σε εκείνον βασιλιά πλημμύρισε το τσιμέντο με το κόκκινο αίμα του και τους καρπούς που κυοφορούσε κόκκινους∙ Κι ήταν θλιβερό σαν αποτρόπαιο έγκλημα∙ Χειρότερο από εκείνο με το ψάρι. Και μ’ έκανε να θυμώσω από τη θλίψη. Κι ύστερα η θεία τού έφερε ένα κόκκινο πιάτο με παγάκια κι έτσι έμαθα κι εγώ να τρώω στέρεο το νερό και να φτιάχνω γρανίτες από παγάκια που είχαν χρώμα πορτοκαλί ή βυσσινί ή κόκκινο.
Ήταν η μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής να πηδώ το φράχτη και να ψάχνω τη μπάλα στο χωράφι γρατζουνώντας τις χρυσαφένιες γάμπες μου στα κίτρινα ξερόχορτα, να κατασκευάζω το δεντρόσπιτο στην αυλή μας, να πηγαίνω βόλτα τη γάτα με το σκέιτ όταν είχε πατήσει αγκίδα κι είχε πρηστεί το πόδι της με πύον. Κι ήταν αυτά τα μεγαλύτερα επιτεύγματα μου.
Κι είναι όλα τρομακτικά. Γιατί αυτή η απολιθωμένη νεότητα που ήτανε «εχθές» με συντρίβει λίγο. Γιατί ήταν χρυσαφί η άμμος που έκαιγε και τσουρούφλιζε το δέρμα στις πατούσες και τα βράχια τρυπούσαν γλυκά τα γυμνά πόδια και το μαγιό που φορούσα ήταν κόκκινο. Και το δέρμα κοκκίνιζε από τον καυτό ήλιο. Κι οι φωτογραφίες από το πολύ φως έβγαιναν λίγο κόκκινες. Και το ανοιγμένο καρπούζι ήταν κόκκινο, δίπλα στις μυζηθρόπιτες. Κι ο παππούς πασάλειβε το στόμα του και τη γδυτή κοιλιά του που τόσο προεξείχε με κόκκινα ζουμιά και κουκούτσια. Κι ήταν σιχαμερός και γλυκός. Και το τραπέζι της αυλής λευκό και φαγωμένο από τον ήλιο με κόκκινες στάλες. Κι η θεία το απόγευμα σέρβιρε κόκκινες κοκακόλες. Και της ζητούσα να μου βάλει αφρό σαν να ‘ταν το αναψυκτικό μου μπύρα. Κι ο θείος έπαιζε βιολί. Και περπατούσα ξυπόλητο. Και νόμιζα πως όλα θα είναι πάντα κόκκινα. Και φοράω ένα κόκκινο μπλουζάκι με ξεραμένα δάκρυα. Και θέλω να τα κάνω όλα κόκκινα. Και ν’ αλλάξω τον κόσμο και να τον κάνω κόκκινο. Να τον ανταλλάξω μ’ έναν κόκκινο. Και θα ‘θελα να μπορούσα να τα κάνω όλα κόκκινα! Κι εκείνο το παιδί το άφυλο και ατρόμητο που τα ‘βλεπε όλα κόκκινα, να μείνει κόκκινο και να μην ξεθωριάσει…