Η βιβλιοθήκη μόλις είχε ανοίξει…ένας μαγικός κόσμος ξεπρόβαλε μπροστά στα μάτια της μικρής Selene. Ούτε και η ίδια μπορούσε να αντιληφθεί πως είχε καταφέρει να ανοίξει η τεράστια βιβλιοθήκη της που τόσα χρόνια στεκόταν απέναντι από το ξύλινο κρεβατάκι της…
Η Selene, ένα εννιάχρονο έξυπνο κοριτσάκι είχε ζήσει όλα του τα χρόνια μεγαλώνοντας στο ορφανοτροφείο του χωριού Treeland. Οι μόνες ιστορίες που είχε ακούσει για τους γονείς της ήταν πως ήταν πολύ φτωχοί και οι δύο. Παρόλα αυτά δεν κατάφερε να τους έχει δίπλα της ώστε να της προσφέρουν απλόχερα την αγάπη τους, αφού ήταν το μόνο που είχαν. Της είχαν πει, επίσης, πώς η μητέρα της πέθανε κατά τη διάρκεια της γέννας της και ο πατέρας της αρρώστησε βαριά και υπέκυψε στην πνευμονία που έπαθε όταν η ίδια ήταν δύο ετών. Έτσι, κατέληξε στο ορφανοτροφείο και συνέχισε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωή της εκεί.
Το χωριό Treeland βρισκόταν μέσα σε μια αρκετά δασώδεις περιοχή και η πιο κοντινή πόλη απείχε με τρένο μισή ώρα. Εντός του ορφανοτροφείου κατοικούσαν 30 παιδιά τα οποία τα φρόντιζαν 7 υπάλληλοι που δούλευαν εκεί. Το κάθε παιδί είχε το δικό του δωμάτιο αφού το ορφανοτροφείο ήταν ένα παλιό κτίριο που αποτελούνταν από 3 ορόφους με ξύλινα πατώματα όπου στον κάθε όροφο υπήρχαν 30 δωμάτια.
Το δωμάτιο της Selene ήταν στον τρίτο όροφο του οικήματος. Ήταν αρκετά μοναχική και συνήθιζε μετά το βραδινό της γεύμα να κάθεται στο δωμάτιό της με τις ώρες ατενίζοντας από το παράθυρο της προς τα δέντρα του δάσους. Μέσα σε αυτό υπήρχε το ροζ κρεβατάκι της, η ντουλάπα με τα λιγοστά της ρούχα και μια τεράστια πανύψηλη βιβλιοθήκη που είχε πάνω της κάμποσα βιβλία από τα προηγούμενα παιδιά που είχαν μείνει στο ορφανοτροφείο και τα παράτησαν εκεί καθώς έφυγαν. Ως τώρα δεν είχε ποτέ της ανοίξει κανένα βιβλίο από αυτά, προτιμούσε να κάθεται στο κρεβατάκι της και να γράφει το ημερολόγιό της. Κάθε βράδυ κατέληγε να γράφει την ίδια ευχή η οποία δεν είχε πραγματοποιηθεί ποτέ ως τώρα.
Ξημέρωνε Παραμονή Πρωτοχρονιάς, όλα τα παιδιά είχαν ξυπνήσει από πολύ νωρίς να πάρουν το πρωινό τους. Η Selene ξύπνησε αδιάθετη, έχοντας υψηλό πυρετό. Έμεινε στο κρεβάτι της ενώ τα υπόλοιπα παιδιά μετά το πρωινό τους βγήκαν έξω στο χιόνι και έπαιξαν με αυτό φτιάχνοντας χιονάνθρωπους. Ήταν όλα τόσα χαρούμενα γιατί το βράδυ θα έπαιρναν το τρένο και θα πήγαιναν στην διπλανή πόλη για παιχνίδι και φαγητό.
Το σούρουπο είχε έρθει. Τα παιδιά είχαν ντυθεί καλά και περίμεναν πως και πως για την έξοδο τους. Η Selene ήταν αρκετά άρρωστη για να συμμετέχει και έτσι αποφάσισε να μείνει πίσω.
Καθώς τα παιδιά απομακρύνονταν, η Selene ήταν όρθια και κοιτούσε ξανά έξω από το παράθυρό της. Πήγε στη βιβλιοθήκη, πήρε ένα κερί, το άναψε, το τοποθέτησε σ ένα τραπεζάκι δίπλα από το κρεβάτι της και τράβηξε το κουτί που είχε κάτω από αυτό. Εκεί μέσα έκρυβε το ημερολόγιό της. Μέσα στο ίδιο κουτί υπήρχε, επίσης, ένα χρυσό μενταγιόν το οποίο ήταν το μόνο αντικείμενο που είχε απ’ τους γονείς της.
Πήρε στα χέρια της το μενταγιόν, έκλεισε τα μάτια της και άρχισε να το χαϊδεύει προσπαθώντας να φέρει μια εικόνα στο μυαλό της, αυτή της μητέρας της και του πατέρα της. Η Selene το κρατούσε σφιχτά και το ακουμπούσε στην καρδιά της.
Ενώ στο δωμάτιό της κυριαρχούσε απόλυτη ησυχία ακούστηκε ένα ξαφνικό και παράλληλο κρακ. Αυτός ο απρόσμενος ήχος προερχόταν από το μενταγιόν που κρατούσε και απ’ τη βιβλιοθήκη. Η μικρή παρατήρησε αμέσως το μενταγιόν να έχει ανοίξει και ένα βιβλίο απ’ την βιβλιοθήκη να έχει μετατοπιστεί αρκετά πιο έξω απ’ τα υπόλοιπα. Σηκώθηκε όρθια ενώ έβλεπε εντός του μενταγιόν πως βρισκόταν ένα χαρτί κιτρινισμένο απ’ τον καιρό. Το τράβηξε αμέσως έξω και άρχισε να το διαβάζει
“Μικρή μου Selene,
Για να κρατάς στα χέρια σου αυτό το σημείωμα σημαίνει πώς εγώ και ο πατέρας σου δεν ήμαστε πια στη ζωή. Οφείλω να σου πω κάποια πράγματα για την καταγωγή σου.
Θα έχεις ήδη διαπιστώσει ότι διαφέρεις από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας σου.
Ο πατέρας σου και εγώ είμαστε καθημερινά δίπλα σου…”
Και ξαφνικά το βιβλίο που προεξείχε στη βιβλιοθήκη πέφτει στο έδαφος, η Selene πλησιάζει να το σηκώσει και εκείνη την ώρα που το αγγίζει παρατηρεί ολόκληρη τη βιβλιοθήκη να τρέμει σα να γινόταν σεισμός. Τμήματά της μεταφέρονταν προς τα αριστερά και προς τα δεξιά σχηματίζοντας κάτι σαν πόρτα στο μέσο της. Η βιβλιοθήκη είχε μόλις ανοίξει.
Η Selene έβλεπε από στο μέσο της βιβλιοθήκης να υπάρχει ένα λευκό πέπλο που πιθανότατα να οδηγούσε κάπου αλλού. Κατατρομαγμένη, πλησίασε, ακούμπησε το χέρι της στο πέπλο το οποίο την τράβηξε εντός του. Η Selene βρέθηκε ξαφνικά σε ένα ηλιόλουστο λιβάδι όπου τριγύρω έβοσκαν λευκοί πήγασοι. Κοίταξε πίσω της και δεν υπήρχε δρόμος γυρισμού. Άρχισε να περπατά δίπλα απ’ τα νερά ενός ποταμού που βρισκόταν εκεί. Στάθηκε στην όχθη του κουρασμένη απ’ το περπάτημα και αποφάσισε να συνεχίσει την ανάγνωση του σημειώματος.
Πριν αρχίσει την ανάγνωση, ένιωσε ένα απαλό άγγιγμα στον ώμο της. Γυρίζει και αντικρίζει μια πανέμορφη γυναίκα και έναν νεαρό στο πλάι της. Τους απευθύνεται λέγοντάς τους: “Ποιοι είστε; Πώς βρέθηκα εδώ;”. Η γυναίκα της απαντά: “Είμαστε οι γονείς σου Selene”. Η μικρή έβαλε τα κλάματα και οι γονείς της άρχισαν να την παίρνουν ασταμάτητες αγκαλιές και να την καμαρώνουν.
Έμεινε μαζί τους στην όχθη και μιλούσαν για αρκετή ώρα. Έπαιξε με πήγασους και διασκέδασε. Τώρα που τους είχε βρει δεν ήθελε να τους χάσει ποτέ ξανά. Έφτασε η ώρα όμως που στο λιβάδι άρχιζε να πέφτει ο ήλιος και η μικρή δεν έπρεπε να μείνει άλλο εκεί. Οι γονείς της την φίλησαν και της είπαν να προσέχει. Η μητέρα της, της τοποθέτησε στην δεξιά της παλάμη ένα δαχτυλίδι. Την πήραν μια δυνατή αγκαλιά και της φόρεσαν το μενταγιόν που κρατούσε στα χέρια στο λαιμό της.
Η μικρή βρέθηκε στο κρεβάτι της ξαπλωμένη. Σηκώθηκε επάνω και προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Το μενταγιόν ήταν κλειστό δίπλα της, η βιβλιοθήκη στη θέση της αλλά υπήρχε και το δαχτυλίδι εκεί…