Έβλεπα ένα φως να πλησιάζει κοντά μου. Η καρδιά μου έτρεμε από φόβο, το κορμί μου ήταν πια μουδιασμένο, η καρδιά μου δεν άντεχε άλλο πόνο.
Ήμουν μόνη μέσα σε ένα σκοτάδι. Σε ένα μικρό χώρο που το μόνο φως ήταν το μαύρο. Μόνο μαύρο έβλεπα. Έμαθα να ζω με αυτό. Αγάπησα το μαύρο,έγινε το αγαπημένο μου χρώμα. Έφτιαξα την δική μου φούσκα για να ζω μόνη μου. Να μη πληγώνω και να μην πληγώνομαι.
Δεν άφηνα κανέναν να πλησιάζει την φούσκα μου ονόματι Μαύρο. Το Μαύρο μου δεν το πλησίαζε κανείς. Κανείς δεν άντεχε τόση μαυρίλα. Ήμουν μόνη μου,πάντα ήμουν. Από μικρή έμαθα πως στα δύσκολα πρέπει να είναι μόνη μου. Έμαθα να μη χρειάζομαι κανέναν, έμαθα να κρύβω το πόνο μου, τα συναισθήματα μου, τους φόβους μου έμαθα να κρύβω καλά όλα όσα σκέφτομαι. Έμαθα πως κανείς δε θα με στηρίξει όταν θα χρειαστώ βοήθεια,πως κανείς δε θα με αγαπήσει. Δεν χρειαζόμουν αγάπη αλλά ελευθερία ή εκδίκηση από όσους με πλήγωσαν. Η ζωή μου έμοιαζε άσχημη. Τι σου κάνει άσχημη την ζωή όμως;
Άσχημη ζωή δεν είναι μόνο όταν η ζωή σε γονατίζει και σε χτυπά από παντού. Άσχημη ζωή έχεις ακόμα κι αν συμβεί ένα μόνο πράγμα που θα σε ρίξει στο πάτο και θα αναγκαστείς να σηκωθείς, να σταθείς στα πόδια σου μόνος.
Στην αρχή ήθελα να φύγω από τη φούσκα μου με πίεζε. Αργότερα έμαθα να ζω με αυτήν, την συνήθισα,την αγάπησα. Μου προσέφερε ασφάλεια. Το Μαύρο μου έγινε ένα με μένα.
Όσο μεγάλωνα το Μαύρο μου αντί να με πνίγει με έκανε να νιώθω ακόμα πιο άνετα. Δε μου μιλούσα για μένα. Δε έλεγα σε κανέναν τι με έχει πονέσει πως κατέληξα να μη μιλάω για κάποια θέματα ή να μη θέλω κάποια πράγματα. Η δική μου ευτυχία κρατούσε άλλοτε 5 δευτερόλεπτα και άλλοτε 5 λεπτά. Δεν γνώρισα την πραγματική ευτυχία που όλοι μιλούσαν. Δεν γνώρισα κάποιον που θα ήθελα να με βγάλει από το Μαύρο μου. Ζούσα εκεί και εκεί ήθελα να μείνω. Δεν ήθελα να φύγω,δε ήθελα να δεθώ με ανθρώπους,δεν ήθελα να αγαπήσω.
Και όσο πάλευα να μη συμβεί βρέθηκε μπροστά μου. Το Μαύρο μου άρχισε να φωτίζεται. Από κάπου έβλεπα φως αλλά δεν ήθελα να το κοιτάξω στα μάτια. Ο φόβος ότι θα αγαπήσω αυτό το φως με σκότωνε. Έπεσα και έκλεισα τα μάτια να μη δω. Το φως με πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Δεν μπορούσα να μείνω ατάραχη. Άλλωστε ποιος μένει ατάραχος μπροστά στην ευτυχία; Σηκώθηκα στάθηκα γερά στα πόδια μου και πλησίασα.
Και όλα σε μια στιγμή γκρεμίστηκαν. Όλα όσα χτίστηκαν με τα χρόνια έπεσαν. Ένας άνθρωπος,με ένα χαμόγελο,με δύο φωτεινά μάτια με τράβηξε από το Μαύρο μου. Τον ερωτεύτηκα όχι επειδή έδιωξε το Μαύρο μου αλλά επειδή ήξερε τον τρόπο να με κάνει να νιώσω ζωντανή. Αγάπησα αυτόν τον άνθρωπο όσο τον γνώριζα καταλάβαινα πως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι κακοί. Καταλάβαινα πως κάποιοι άνθρωποι αξίζουν την αγάπη μας. Αυτός ο άνθρωπος αξίζει πολλά. Άξιζε όλα όσα προσπαθούσα να του δώσω ακόμα και αυτά που δεν κατάφερα να του δώσω αλλά ήθελα. Άξιζε τα πάντα. Προσπαθούσα για τα πάντα δεν ήξερε όμως πως για μένα αυτός ήταν τα πάντα!