Μπορεί να προβλεφθεί η δυσλεξία;

Μπορεί να προβλεφθεί η δυσλεξία; Ποιοι είναι οι παράγοντες που θέτουν ένα παιδί σε υψηλό κίνδυνο εκδήλωσης της διαταραχής; Ποιος είναι ο ρόλος των ευρύτερων γλωσσικών δυσκολιών του παιδιού πριν την επίσημη σχολική του εκπαίδευση;

Οι μελέτες ατόμων υψηλού κινδύνου για την εκδήλωση δυσλεξίας δείχνουν ότι εάν ένας γονιός έχει δυσλεξία, υπάρχει μία πιθανότητα ~45% το παιδί του να έχει κι αυτό δυσλεξία (Snowling & Melby-Lervåg, 2016· Βλέπε και την εικόνα στο τέλος του άρθρου). Αυτό είναι ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό. Οι μελέτες έχουν επίσης αναφέρει ότι τα παιδιά που διέτρεχαν οικογενειακό κίνδυνο εκδήλωσης δυσλεξίας εμφάνισαν:

Το παρόν άρθρο θα παρουσιάσει ευρήματα από έρευνες σε παιδιά με οικογενειακό ιστορικό δυσλεξίας και θα δείξει πώς οι ευρύτερες γλωσσικές δυσκολίες αυτών των παιδιών στην προσχολική ηλικία (και νωρίτερα) αποτελούν προάγγελο της δυσλεξίας.

Πηγή εικόνας: https://www.youtube.com/watch?v=j_dSQQwpoR8

Εισαγωγή

Πράγματι, η Snowling (2008) αναφέρει ότι τα ευρήματα μελετών σε παιδιά με οικογενειακό κίνδυνο εκδήλωσης δυσλεξίας, δείχνουν ότι ένα κύριο έλλειμμα στη φωνολογία δεν αρκεί για να εξηγήσει τις αναγνωστικές τους δυσκολίες. Τα παιδιά με ευρύτερα γλωσσικά προβλήματα είναι πιο ευάλωτα στην εκδήλωση αναγνωστικών δυσκολιών. Αυτά τα ευρήματα, επομένως, αμφισβητούν την άποψη ότι το έλλειμμα στη δυσλεξία είναι ειδικό (Frith & Frith, 1998), και δείχνουν ότι πέραν των φωνολογικών ελλειμμάτων, τα ευρύτερα γλωσσικά προβλήματα που εντοπίζονται σε παιδιά που κινδυνεύουν να εκδηλώσουν δυσλεξία, αποτελούν παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση της αναγνωστικής διαταραχής.

Advertising

Advertisements
Ad 14

Συγκεκριμένα, οι έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας που θα ταξινομηθούν ως παιδιά με δυσλεξία αργότερα στη ζωή τους, αντιμετωπίζουν ένα ευρύ φάσμα γλωσσικών δυσκολιών. Αυτά τα γλωσσικά προβλήματα επηρεάζουν το λεξιλόγιο και τη γραμματική (μορφολογία και συντακτικό), πέραν της φωνολογίας, με αυτά τα ευρήματα να ισχύουν τόσο στην ασυνεπή ορθογραφία της αγγλικής γλώσσας (Gallagher κ.ά., 2000· Scarborough, 1990· Snowling κ.ά., 2003) όσο και στις γλώσσες που χρησιμοποιούν ένα πολύ πιο συνεπές ορθογραφικό σύστημα, όπως τα Φινλανδικά (Lyytinen κ.ά., 2006).

Η μελέτη του Scarborough (1990)

Ευρήματα

Η πρωτοποριακή μελέτη του Scarborough (1990) ακολούθησε την ανάπτυξη 32 παιδιών με κίνδυνο δυσλεξίας στις ΗΠΑ από τα 2,6 έτη έως τα 5 έτη και αξιολόγησε την αναγνωστική τους ανάπτυξη στο 8ο έτος της ζωής. Ο Scarborough (1990) ανέφερε ότι:

  • Tο 65% των παιδιών που ήταν σε κίνδυνο εκδήλωσης δυσλεξίας, ταξινομήθηκαν ως παιδιά με δυσλεξία μέχρι την ηλικία των 8 ετών.
  • Η αναδρομική ανάλυση των γλωσσικών δεξιοτήτων έδειξε ότι τα παιδιά που ταξινομήθηκαν ως παιδιά με δυσλεξία στα 8 τους χρόνια, εμφάνιζαν περισσότερες γλωσσικές δυσκολίες στο νηπιαγωγείο σε σύγκριση με τα παιδιά που δεν εκδήλωσαν δυσλεξία.
  • Στους 30 μήνες της ζωής, τα παιδιά που ήταν σε κίνδυνο και τελικά εκδήλωσαν δυσλεξία στην ηλικία των 8 ετών, παρήγαγαν πιο σύντομες και λιγότερο περίπλοκες εκφράσεις (συντακτικές δυσκολίες) και έκαναν περισσότερα λάθη κατά την προφορά συμφώνων (δυσκολίες παραγωγής της ομιλίας) σε σχέση με δύο ομάδες παιδιών: τα παιδιά που ήταν σε κίνδυνο τα οποία όμως δεν εκδήλωσαν δυσλεξία και τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά.
  • Στους 36 και 42 μήνες της ζωής, οι συντακτικές δυσκολίες των παιδιών που ήταν σε κίνδυνο και τελικά εκδήλωσαν δυσλεξία στην ηλικία των 8 ετών παρέμειναν και η ανάπτυξη του προσληπτικού λεξιλογίου τους ήταν φτωχότερη σε σύγκριση με τα παιδιά των άλλων δύο ομάδων της έρευνας.
  • Στην ηλικία των 5 ετών, τα παιδιά που ήταν σε κίνδυνο και τελικά εκδήλωσαν δυσλεξία, είχαν φτωχότερη επίδοση από τα παιδιά των άλλων δύο ομάδων σε δοκιμασίες αξιολόγησης της γνώσης των γραμμάτων, της φωνημικής ενημερότητας και του κατονομασμού αντικειμένων.
Διαβάστε επίσης  Προσχολική ψυχοκινητική ανάπτυξη: Διαφορές φύλου

Ερμηνεία ευρημάτων

Έτσι, αυτή η μελέτη δείχνει ότι υπάρχει ένα ευρύ φάσμα γλωσσικών ελλειμμάτων (πέρα​ν των ελλειμμάτων στις φωνολογικές δεξιότητες) σε παιδιά που είναι σε κίνδυνο εκδήλωσης δυσλεξίας και τελικά εκδηλώνουν δυσλεξία. Πράγματι, ο Scarborough (1990) θεωρεί σημαντικό το εύρημα ότι οι φωνολογικές δεξιότητες των παιδιών δεν εξήγησαν σημαντικό ποσοστό της διακύμανσης της αναγνωστικής διαταραχής, αλλά ότι οι συντακτικές δεξιότητες αποτελούσαν μοναδικό παράγοντα πρόβλεψης της αναγνωστικής διαταραχής, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η φωνολογική θεωρία στην αυστηρή της εκδοχή δεν μπορεί να εξηγήσει πλήρως τη δυσλεξία.

Η μελέτη της Gallagher και των συνεργατών της (2000)

Με παρόμοιο τρόπο, οι Gallagher κ.ά. (2000) σε μια προσπάθεια να εξετάσουν περαιτέρω τη φωνολογική θεωρία της δυσλεξίας και να διερευνήσουν τους προάγγελους της δυσλεξίας, εξέτασαν 3χρονα παιδιά που ήταν σε κίνδυνο εκδήλωσης δυσλεξίας και τα σύγκριναν με παιδιά τυπικής ανάπτυξης. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι:

Advertising

  • Σχεδόν τα μισά από τα παιδιά που ήταν σε κίνδυνο εκδήλωσης δυσλεξίας, εμφάνισαν πιο αργή γλωσσική ανάπτυξη (είχαν, δηλαδή, λιγότερο προηγμένες λεξιλογικές γνώσεις από τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης).
  • Ένα ποσοστό 15% αυτών των παιδιών, λάμβανε λογοθεραπεία (3% στα παιδιά τυπικής ανάπτυξης) και ένα ποσοστό 41% των γονέων αυτών των παιδιών ανέφεραν τις ανησυχίες τους σχετικά με την κατάκτηση της γλώσσας από το παιδί τους, πριν από την ηλικία των 3 ετών.
  • Στους 45 μήνες της ζωής, τα παιδιά που ήταν σε κίνδυνο εκδήλωσης δυσλεξίας, αναγνώρισαν λιγότερα γράμματα από τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης.

Ως εκ τούτου, είναι μάλλον ασαφές εάν η αναγνωστική διαταραχή (δυσλεξία) οφείλεται σε ένα ειδικό έλλειμμα (δηλαδή, το φωνολογικό έλλειμμα) ή σε ευρύτερα γλωσσικά ελλείμματα.

Τί δείχνουν οι διαγλωσσικές έρευνες

Συγκλίνοντα ευρήματα έχουν αναφερθεί για παιδιά με δυσλεξία που διαβάζουν σε γλώσσες με συνεπή ορθογραφικά συστήματα, όπως τα Φιλανδικά. Οι Lyytinen κ.ά. (2001) αξιολόγησαν παιδιά που διέτρεχαν κίνδυνο εκδήλωσης δυσλεξίας και τα συνέκριναν με παιδιά που δε διέτρεχαν κίνδυνο. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά που ήταν σε κίνδυνο εκδήλωσης δυσλεξίας, είχαν εκφραστικές γλωσσικές δυσκολίες στην ηλικία των 2 ετών καθώς και δυσκολίες στον κατονομασμό αντικειμένων και στη μορφολογία στην ηλικία των 3,5 ετών.

Διαβάστε επίσης  Σκύλος: βοηθός για παιδιά με αυτισμό

Παιδιά με οικογενειακό ιστορικό δυσλεξίας που εκδηλώνουν δυσλεξία και παιδιά που δεν εκδηλώνουν: Oμοιότητες και διαφορές

Ενώ το φωνολογικό έλλειμμα παρουσιάζεται πριν ακόμα τα παιδιά εκτεθούν στο ορθογραφικό σύστημα της γλώσσας τους, αν τα παιδιά που βρίσκονται σε κίνδυνο εκδήλωσης δυσλεξίας θα εκδηλώσουν πράγματι δυσλεξία ή όχι, εξαρτάται από τις ευρύτερες γλωσσικές τους δεξιότητες.

Καθυστερημένη γλωσσική ανάπτυξη έναντι τυπικής γλωσσικής ανάπτυξης

Οι μελέτες οικογενειακού κινδύνου αναφέρουν κάποιες ομοιότητες μεταξύ των παιδιών που εκδήλωσαν δυσλεξία και των παιδιών που δεν εκδήλωσαν δυσλεξία σε διάφορες δοκιμασίες, όπως η φωνημική ενημερότητα (Boets κ.ά., 2010· Pennington & Lefly, 2001), η γνώση των γραμμάτων του αλφαβήτου και η ορθογραφία (Snowling κ.ά., 2003). Ωστόσο, τα παιδιά με φτωχή φωνολογία και καθυστερημένη γλωσσική ανάπτυξη είναι πιο πιθανό να εκδηλώσουν δυσλεξία σε σχέση με τα παιδιά με φτωχή φωνολογία και τυπική γλωσσική ανάπτυξη (Snowling & Hulme, 2011). Τα παιδιά που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία είναι πιο πιθανό να ταξινομηθούν ως παιδιά με δυσλεξία, ενώ τα παιδιά που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, μπορεί να αποτελούν έναν «υποκλινικό» τύπο της δυσλεξίας.

Advertising

Οι Scarborough και Dobrich (1990) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα μικρά παιδιά μπορεί να ξεπεράσουν τη γλωσσική καθυστέρηση, αλλά όχι τα ελλείμματα φωνολογικής επεξεργασίας. Διαπίστωσαν επίσης ότι η σοβαρότητα των γλωσσικών δυσκολιών των παιδιών, μειώθηκε με την πάροδο του χρόνου, δίνοντας την εντύπωση ότι οι γλωσσικές δυσκολίες των παιδιών επιλύθηκαν στην ηλικία των 5 ετών. Ωστόσο, οι ερευνητές υποστήριξαν ότι προηγούμενες μελέτες που έδειξαν ότι τα παιδιά επιλύουν τις πρώιμες γλωσσικές δυσκολίες τους, είχαν αποτύχει να διερευνήσουν πλήρως τη σχέση μεταξύ της γλώσσας (έκφραση και λεκτική κατανόηση) και της αναγνωστικής ικανότητας.

Οι δυσκολίες των παιδιών με οικογενειακό κίνδυνο εκδήλωσης δυσλεξίας στην πρώιμη εφηβική ηλικία

Στο ίδιο πνεύμα, η Snowling και οι συνεργάτες της (2007) ανέφεραν ότι τα παιδιά που διέτρεχαν κίνδυνο εκδήλωσης δυσλεξίας και είχαν ταξινομηθεί ως παιδιά με δυσλεξία στην ηλικία των 8 ετών, συνέχισαν να έχουν σημαντικές δυσκολίες με την ανάγνωση και την ορθογραφία στην πρώιμη εφηβεία (μεταξύ 12 και 13 ετών). Είναι σημαντικό ότι οι έφηβοι που δεν είχαν ταξινομηθεί ως παιδιά με δυσλεξία στην ηλικία των 8 ετών, εμφάνισαν φτωχότερα σκορ αναγνωστικής ευχέρειας, ανάγνωσης λέξεων και ορθογραφίας σε σύγκριση με τους έφηβους τυπικής ανάπτυξης. Οι ευρύτερες γλωσσικές τους δεξιότητες ήταν, ωστόσο, εντός τυπικών ορίων. Αυτά τα παιδιά μπόρεσαν να αντισταθμίσουν τα ελλείμματα αποκωδικοποίησης, πιθανώς χάρη στις τυπικές γλωσσικές δεξιότητες που μετρίασαν τον κίνδυνο εκδήλωσης δυσλεξίας (Snowling κ.ά., 2007).

Συμπεράσματα

Συμπερασματικά, η φωνολογική θεωρία υποστηρίζει ότι τα άτομα με δυσλεξία έχουν ένα ειδικό έλλειμμα που έγκειται στην αναπαράσταση, την αποθήκευση και/ή την ανάκτηση των ήχων της ομιλίας (φωνολογικές αναπαραστάσεις). Η φωνολογική θεωρία έχει, ωστόσο, τους περιορισμούς της ως εκ του ότι ενώ παρέχει μια πειστική εξήγηση των δυσκολιών στην ανάγνωση και του τρόπου με τον οποίο οι (φτωχές) φωνολογικές δεξιότητες συμβάλλουν στις αναγνωστικές δυσκολίες, δεν μπορεί να προβλέψει τη φτωχή επίδοση στις φωνολογικές δοκιμασίες.

Διαβάστε επίσης  Συμπεριληπτική εκπαίδευση: Ένα σχολείο για όλους!

Οι μελέτες οικογενειακού κινδύνου έρχονται να καλύψουν αυτό το κενό, ωστόσο. Τα ευρήματα αυτών των μελετών δείχνουν ότι υπάρχει μία πιθανότητα ~45% για κάποιο παιδί να εκδηλώσει δυσλεξία ένα κάποιος συγγενής πρώτου βαθμού του παιδιού έχει δυσλεξία (Snowling & Melby-Lervåg, 2016· Βλέπε και την εικόνα παρακάτω). Οι ευρύτερες γλωσσικές δυσκολίες στο λεξιλόγιο και στη γραμματική (και όχι μόνο στη φωνολογία) των παιδιών στην προσχολική ηλικία, θέτουν τα παιδιά σε υψηλό κίνδυνο εκδήλωσης δυσλεξίας στη σχολική ηλικία.

Advertising

 

Η μετα-αναλυτική έρευνα δείχνει ότι το ποσοστό εκδήλωσης της δυσλεξίας σε ένα άτομο εάν κάποιος συγγενής του πρώτου βαθμού έχε δυσλεξία είναι 45% (από Snowling & Melby-Lervåg, 2016).
Το ποσοστό εκδήλωσης της δυσλεξίας σε ένα άτομο εάν κάποιος συγγενής του πρώτου βαθμού έχει δυσλεξία είναι 45% (από Snowling & Melby-Lervåg, 2016). Πηγή εικόνας: https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/26727308/

Βιβλιογραφία

Boets, B., De Smedt, B., Cleuren, L., Vandewalle, E., Wouters, J., κ.ά. (2010). Towards a further characterization of phonological and literacy problems in Dutch-speaking children with dyslexia. British Journal of Developmental Psychology, 28, 5-31.

Frith, U., & Frith, C. (1998). Modularity of mind and phonological deficit. Στο C. Von Euler, I. Lundberg & R. Llinas (Εκδ.), Basic Mechanisms in Cognition and Language (σσ. 3-17). Elsevier Science.

Gallagher, A., Frith, U., & Snowling, M. J. (2000). Precursors of literacy delay among children at genetic risk of dyslexia. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 41(2), 203-213.

Lyytinen, H., Ahonen, T., Eklund, K., Guttorm, T. K., Laakso, M. L., κ.ά. (2001). Developmental pathways of children with and without familial risk for dyslexia during the first years of life. Developmental Neuropsychogy, 20(2), 535-554.

Advertising

Lyytinen, H., Erskine, J., Tolvanen, A., Torppa, M., Poikkeus, A. M., & Lyytinen, P. (2006). Trajectories of reading development: A follow-up from birth to school age of children with and without risk for dyslexia. Merrill-Palmer Quarterly, 52(3), 514-546.

Pennington, B. F., & Lefly, D. L. (2001). Early reading development in children at family risk for dyslexia. Child Development, 72(3), 816-833.

Scarborough, H. S. (1990). Very early language deficits in dyslexic children. Child Development, 61, 1728-1743.

Scarborough, H. S., & Dobrich, W. (1990). Development of children with early language delays. Journal of Speech and Hearing Research, 33, 70-83.

Advertising

Snowling, M. J., Gallagher, A., & Frith, U. (2003). Family risk of dyslexia is continuous: Individual differences in the precursors of reading skill. Child Development, 74(2), 358 373.

Snowling, M. J., Muter, V., & Carroll, J. (2007). Children at family risk of dyslexia: Α follow-up in early adolescence. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 48(6), 609-618.

Snowling, M. J. (2008). Specific disorders and broader phenotypes: The case of dyslexia. The Quarterly Journal of Experimental Psychology, 61(1), 142-156.

Snowling, M. J., & Hulme, C. (2011). Evidence-based interventions for reading and language difficulties: Creating a virtuous circle. British Journal of Educational Psychology, 81, 1-23.

Advertising

Snowling, M. J., & Melby-Lervåg, M. (2016). Oral language deficits in familial dyslexia: A meta-analysis and review. Psychological Bulletin142(5), 498-545.

Σπούδασα Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (2008) και ολοκλήρωσα μεταπτυχιακό πρόγραμμα ειδίκευσης στην Ανάπτυξη του Παιδιού στο Τμήμα Ψυχολογίας και Ανθρώπινης Ανάπτυξης του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (2012). Το 2014, ξεκίνησα διδακτορικές σπουδές στο Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Λονδίνου. Τον Δεκέμβριο του 2018, υπερασπίστηκα επιτυχώς τη διατριβή μου με τίτλο (στην ελληνική γλώσσα): Η διερεύνηση της οργάνωσης του λεξιλογίου σε παιδιά που μιλούν Ελληνικά με δυσκολίες στη γλώσσα και τον αλφαβητισμό. Η διδακτορική διατριβή μπορεί να βρεθεί εδώ: https://discovery-pp.ucl.ac.uk/id/eprint/10077333/

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

4 + 1 εξαιρετικά podcasts για βιβλιοφάγους

Τα podcasts ήρθαν για να μείνουν και να κάνουν πιο

Οπτικοχωρικές δεξιότητες και αριθμητική

Το παρόν άρθρο Προβλέπουν οι γλωσσικές και οπτικοχωρικές δεξιότητες την