Αφού ο Ed Sheeran μας είπε πως είναι ερωτευμένος με το… σχήμα μας και μας μίλησε για τις παιδικές και εφηβικές αναμνήσεις του, στο κάστρο πάνω στον λόφο, μας έδωσε το full length album του. Το τρίτο κατά σειρά studio album του, τηρεί την παράδοση των προηγούμενων τίτλων του, που έχουν μια εμμονή με τις μαθηματικές πράξεις και ονομάζεται Divide ή αλλιώς ÷.
Ο Ed Sheeran είχε απουσιάσει πολλά χρόνια από το μουσικό προσκήνιο και όπως λέει το είχε ανάγκη. Ήθελε να πάρει μια απόσταση και να χαρεί την ζωή. Έχει δηλώσει μάλιστα, πως τα τραγούδια για το νέο του δίσκου, τα έγραφε όσο γύριζε τον κόσμο. Γενικά όλη αυτή η ιδέα παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον.
Το ότι δηλαδή ένας καλλιτέχνης παίρνει τις αποστάσεις του από το καλλιτεχνικό σύστημα και αποφασίζει να ζήσει λίγο την ζωή του. Έχει ενδιαφέρον γιατί τέτοιες εμπειρίες και αποφάσεις, είναι αυτές που γεννούν την έμπνευση και την δημιουργικότητα.
Και με τα δυο πρώτα single του, το «Shape of You» και το «Castle on the Hill», το είχε καταφέρει. Είχε επιστρέψει πιο δημιουργικός και φρέσκος από ποτέ, δίνοντας μας τραγούδια με συναίσθημα, που ταυτόχρονα ήταν και catchy as hell.
Δυστυχώς όμως το υπόλοιπο album δεν είναι αντάξιο αυτών. Έχοντας χτίσει προσδοκίες με την απουσία του και με τα εξαιρετικά πρώτα single, μας είχε κάνει απαιτητικούς. Όμως ο δίσκος δεν έχει να μας δώσει πολλά τραγούδια που να είναι γεμάτα ένταση, συναίσθημα και να σου κολλάνε στο μυαλό.
Για την ακρίβεια κανένα άλλο κομμάτι, πέραν των singles, δεν είναι τόσο πιασάρικο. Το «Dive» είναι το μοναδικό που κάπως φτάνει αυτά τα ύψη. Έχει αγνό συναίσθημα, που φαίνεται στην παθιασμένη, γεμάτη γρέζι φωνή του Ed και μελωδία που θα σου γίνει εμμονή. Βρώμικες κιθάρες και ένα σολάκι φωτιά, το κάνουν σίγουρο stand out, σε έναν κατά τα άλλα επίπεδο δίσκο.
Άλλα δυο τραγούδια που προσπαθούν να γίνουν catchy και να κερδίσουν την Pop κοινότητα, είναι το «Galway Girl» Και το «New Man», αλλά δεν το καταφέρνουν ποτέ. Έχουν και τα δυο μια επιτηδευμένη ελαφρότητα στον ήχο τους και στίχους που είναι αφελής και προχειρογραμμένοι.
Μπορεί η μελωδία τους να σου κολλήσει για λίγο, αλλά θα αποτελεί ένα guilty pleasure και όχι κάτι που αξίζει να ακούς. Κατά τα άλλα ο δίσκος βυθίζεται σε μια μουντίλα, που διέπετε από φλατ μπαλάντες, με πιάνο και αργές κιθάρες.
Υπάρχουν τρία, τέσσερα κομμάτια σε αυτό τον δίσκο, που ακολουθούν όλα ακριβώς το ίδιο μοτίβο. Σε σημείο που νομίζεις πως ακούς το ίδιο τραγούδι. Ψιθυριστοί στίχοι και ερμηνεία που έχει γίνει με τα χείλη κολλημένα πάνω στο μικρόφωνο, αργές μελαγχολικές κιθάρες και κάπου ανάμεσα, λυπηρές νότες στο πιάνο.
Ο δίσκος αφήνει μια πικρή γεύση.
Όχι για τα δακρύβρεχτα τραγούδια του ή για τις ραγισμένες καρδίες που περιγράφει, αλλά για τις χαμένες ευκαιρίες που άφησε να φύγουν.