Με αφορμή την κυκλοφορία του δεύτερου album των Nothing But Thieves με τίτλο «Brocken Machine» στις 8 Σεπτεμβρίου, ας πούμε δυο λόγια για μία από τις πιο ανερχόμενες μπάντες της βρετανικής σκηνής και της ευρωπαϊκής γενικότερα.
Οι Nothing But Thieves είναι ένα alternative rock συγκρότημα που «γεννήθηκε» στο Essex της Αγγλίας το 2012. Τα πέντε μέλη του συγκροτήματος είναι οι: Conor Mason στα φωνητικά, Joe Langridge-Brown κιθαρίστας, Dominic Craik κιθαρίστας και πληκτράς, Philip Blake στο μπάσο και James Price στα drums.
Στις 18 Ιουλίου του 2014 κυκλοφόρησαν το πρώτο τους EP με τίτλο Graveyard Whistling, το οποίο περιείχε τέσσερα κομμάτια. Στις 16 Οκτωβρίου του επόμενου χρόνου κυκλοφόρησε το πρώτο ολοκληρωμένο τους album με τίτλο Nothing But Thieves από την Sony. Ήταν μια δουλεία που έκανε ιδιαίτερη αίσθηση στην Μεγάλη Βρετανία και έτυχε ευρείας αποδοχής από το κοινό, λαμβάνοντας άμεσα θέση στον «αέρα» του Radio 1. Οι Nothing But Thieves εξαργύρωσαν αυτή τους την επιτυχία, λαμβάνοντας μέρος στο tour των Muse, ανοίγοντας την συναυλία τους μπροστά σε 35.000 κόσμο στο Rock in Roma, τον Ιούλιο το 2015.
Ένα από τα πρώτα πράγματα που είναι αναγνωρίσιμα στους Nothing But Thieves είναι τα φωνητικά του 24χρονου Conor Mason. Η ευελιξία του ως τραγουδιστής είναι εξίσου αξιέπαινη όσο η φωνή του, και σε αυτό το album κάνει σπουδαία δουλειά. Ο Mason έχει μια φυσικά ψηλή φωνή, αλλά μεταβάλλει το ύφος της καθ ‘όλη την διάρκεια του album. Στα περισσότερα κομμάτια, ανεβαίνει σε μεγάλα ύψη, ξεριζώνοντας τις λέξεις από την κορυφή των πνευμόνων του. Επηρεασμένος από καλλιτέχνες όπως ο Jeff Buckley, ο Thom Yorke και ο Matthew Bellamy, ο Mason συλλαμβάνει τον ήχο των εμπνεύσεών του. Μπορεί να τραγουδήσει με ακατέργαστο συναίσθημα στις μπαλάντες, ενώ παράλληλα μπορεί να μεταδώσει και το vibe ενός ροκ σταρ σε τραγούδια όπως το «Hanging» ή το «Ban All the Music».
Τα φωνητικά μπορεί να είναι το επίκεντρο αυτού του συγκροτήματος, αλλά οι μελωδίες παρέχουν τη βάση που επιτρέπει στο τραγούδι του Mason να είναι τόσο υπέροχο. Στις μπαλάντες όπως το «If I Get High» και το «Graveyard Whistling», η εστίαση εύκολα μετατοπίζεται στο συναίσθημα της στιγμής και τα όργανα βάζουν τα θεμέλια για να δημιουργηθεί μια οικεία διάθεση που δίνει μεγαλύτερη έμφαση στα φωνητικά. Κάθε μέλος των Nothing But But Thieves είναι πολύ ταλαντούχο και το ομώνυμο debut album τους είναι προϊόν των συλλογικών δεξιοτήτων τους. Ενώ ο τραγουδιστής Conor Mason ξεχωρίζει περισσότερο με τα φωνητικά του, ο κιθαρίστας Joe Landridge-Brown είναι υπεύθυνος για τα groovy riffs των «Trip Switch» και «Wake Up Call» και ο drummer James Price παίζει κομβικό ρόλο για τον τόνο κάθε τραγουδιού, έτσι δεν είναι απλώς μια μονόπλευρη υπόθεση.
Με τον μοναδικό του ήχο και τον δυναμικό του τόνο, το Nothing But Thieves είναι ένα από τα καλύτερα debut albums των τελευταίων ετών και ένα από τα καλύτερα του 2015. Μια μπάντα που είναι προικισμένη στη γραφή μελωδιών και riffs έχει τη δυνατότητα να πάει μακριά. Στο τελευταίο κομμάτι του album, «Tempt You (Evocatio)», ο Mason με λαχτάρα τραγουδά, «Let me build you something better.» Αν αυτό είναι οποιαδήποτε ένδειξη για το επόμενο (Broken Machine) ή τα επόμενα albums, θα περιμένουμε κάτι εξαιρετικό!
Το «Brocken Machine» κυκλοφορεί στις 8 Σεπτεμβρίου 2017, και το «Amsterdam» είναι το πρώτο single που κυκλοφόρησε, αυξάνοντας τις προσδοκίες μας για το επερχόμενο album. Έπειτα ακολούθησε το «Sorry» και μία live ηχογραφημένη εκτέλεση του «I’m Not Made by Design».