Στο πέρασμα του χρόνου και της εξέλιξης των ποικίλων επιστημών, υπήρξαν μελετητές που ασχολήθηκαν με την επίδραση της μουσικής σε διάφορα επίπεδα της ζωής και του οργανισμού του ανθρώπου. Οι επιστήμες της Ψυχολογίας, της Ιατρικής και της Βιολογίας ήταν μερικές από αυτές, χάρη στις οποίες σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των τεχνολογιών, ο χώρος της τέχνης σιγά-σιγά διεύρυνε τους ορίζοντές του. Μιλάω, φυσικά, για το κεφάλαιο της σκηνοθεσίας του ήχου ή πιο απλά τον ρόλο που ενέχει η μουσική στην δομή ενός κινηματογραφικού έργου.
Εμπνευσμένοι από τον Ιπποκράτη, τον Πυθαγόρα, τον Πλάτωνα και άλλους αρχαίους προγόνους που ασχολήθηκαν με την λειτουργία της μουσικής, σύγχρονοι επιστήμονες υπερασπίστηκαν την σωματική, διανοητική και συναισθηματική επίδραση της μουσικής εξετάζοντας κυρίως την λειτουργία του εγκεφάλου και την αντίδραση αυτού σε μουσικά ερεθίσματα. Το ερώτημα είναι: πόσο δημιουργικός είναι πράγματι ο ανθρώπινος νους ώστε να εντάξει κάτι τόσο ψυχοσωματικό στο χώρο του θεάματος και έτσι να γεννήσει ένα ολόκληρο καινούργιο φαινόμενο στο χώρο της τέχνης; Το ανθρώπινο είδος φαίνεται, λοιπόν, πως ξέρει να σκηνοθετεί πολύ καλά τα βήματα της ανέγερσής του.
Σύμφωνα με τους ειδικούς στο είδος, η μουσική επένδυση στις ταινίες είναι εκείνη η οποία αφενός καλύπτει τους εξωτερικούς ήχους, φροντίζει για την συνοχή των σκηνών, την αισθητική του έργου και την αυθεντικότητα και αφετέρου αποτελεί τόσο βασικό μέσο αφύπνισης του ενδιαφέροντος και της προσοχής του θεατή όσο και αρωγό για την αποκωδικοποίηση του νοήματος της υπόθεσης. Η μουσική στις ταινίες, δηλαδή, αποτελεί, θα έλεγε κανείς, το υποσυνειδησιακό κομμάτι της υπόστασής τους. Είναι η αόρατη φωνή του σκηνοθέτη που κινεί τα νοητικά νήματα του θεατή. «Τα αόρατα νήματα είναι οι πιο ισχυροί δεσμοί» θα υποστηρίξει ο Νίτσε και θα μας κάνει να δανειστούμε τα λόγια του για να τονίσουμε τον ισχυρό διάλογο που ανοίγεται μεταξύ σκηνοθέτη και θεατή μέσω του μουσικού διαύλου.
Τα μουσικά ερεθίσματα είτε με την μορφή ηχητικών εφέ είτε ηχητικής υπόκρουσης ή και μελωδίας ενέχουν τον δικό τους πολύ εξειδικευμένο ρόλο. Παίζουν με το μυαλό και δημιουργούν παγίδες ή ξεδιαλύνουν το πεδίο. Αυξάνουν τον σφυγμό, την πίεση και επιδρούν στα αντανακλαστικά της κόρης του ματιού για να προκαλέσουν τρόμο ή επηρεάζουν τη δερματική θερμοκρασία, τις ορμονικές εκκρίσεις και τον ρυθμό της αναπνοής προκειμένου να σαγηνεύσουν το κοινό. Ο σκηνοθέτης έχει μελετήσει πολύ καλά τις κινήσεις του κι έχει ανακαλύψει τα μουσικά κομμάτια που συμπληρώνουν το παζλ. Λαμβάνοντας υπόψη την «θεωρία της διέγερσης», η μουσική προκαλεί στους ακροατές συναισθήματα ανάλογα με αυτά που η ίδια εκφράζει. Έτσι λοιπόν, η μουσική επιλογή είναι σε θέση να μαρτυρήσει την πρόθεση μιας ταινίας, την ενέργεια, τον χαρακτήρα, τον χωροχρόνο και την γενική προοπτική της. Πολύ περισσότερο ανάλογα με την έντασή της, τον ρυθμό της, την υφή της, το tempo και το τονικό ύψος καθοδηγεί τον θεατή στα συναισθηματικά μονοπάτια που επιθυμεί.
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της επίδρασης της μουσικής στις ταινίες συναντάται στο κινηματογραφικό είδος των ταινιών τρόμου/ θρίλερ. Σπουδαία soundtracks ή sound effects ταινιών θρίλερ χαράχτηκαν ανεξίτηλα στο μνημονικό της κατηγορίας τους και, καθόλου υπερβολικά, άφησαν ιστορία.
Όταν τα Σαγόνια του καρχαρία (Jaws) πρωτοεμφανίστηκαν στην μεγάλη οθόνη το 1975 κανείς δεν περίμενε πως ο χαρακτηριστικός ήχος που σηματοδοτούσε την εμφάνιση του καρχαρία-πρωταγωνιστή θα αναπαραγόταν ξανά και ξανά. To, μεταξύ άλλων, Όσκαρ για τον ήχο και η Χρυσή Σφαίρα για την μουσική μιλάνε από μόνα τους και κάνουν σοφή την συνεργασία του Steven Spielberg με τον μουσικοσυνθέτη John Williams.
To Psycho (Η Ψυχώ) παραγωγής 1960 θα μας θυμίζει πάντοτε πως είναι να είσαι ο A. Hitchcock και να σκηνοθετείς θρίλερ. Ο Bernard Hermann αναλαμβάνει την σύνθεση της μουσικής της ψυχαναλυτικής αυτής ταινίας και καταφέρνει με την χρήση της ιδιαίτερης αυτής μουσικής που δομείται από έγχορδα (όλοι θυμόμαστε την χαρακτηριστική σκηνή στο ντους) να κερδίσει την δήλωση του ίδιου του σκηνοθέτη ότι το 33% του αποτελέσματος της ταινίας οφειλόταν στην μουσική.
Το Halloween (1978) με τον John Carpente να εκπροσωπεί τις μουσικές επιλογές καθιστά σαφές πως ο συνδυασμός του πιάνου με το κατάλληλο τέμπο μπορούν να αποτελέσουν τον πρωταγωνιστή σε μια κλασική ταινία τρόμου.
Υπάρχουν ποικίλες άλλες γνωστές ταινίες τρόμου των οποίων οι μουσικές επιλογές διαδραμάτισαν ουσιώδη ρόλο. Το Saw (Σε Βλέπω) και το Dead Silence (Νεκρική Σιγή) με τον Charlie Clouser να επιμελείται την μουσική σκηνοθεσία ή το The Exorcist (O Εξορκιστής) με την επιλογή του κομματιού Tubular Bells του Mike Oldfield είναι κάποια από αυτά.
Επιπλέον, ερευνητικές αλλά και ερασιτεχνικές δοκιμές στην αλλαγή της μουσικής υπόκρουσης ενός κινηματογραφικού έργου έχουν αποδείξει χειροπιαστά ότι μεταβάλλουν την σωματική και κυρίως συναισθηματική αντίδραση του θεατή απέναντι στο εικονικό ερέθισμα. Αν τα πουλιά που κελαηδούν στο background μιας ρομαντικής σκηνής αντικατασταθούν με ένα ανατριχιαστικό ήχο ή το γνωστό creepy sound του μουσικού κουτιού (δες Dead Silence) παραχωρήσει την θέση του σε ένα πιο χαρούμενο μουσικό ρυθμό, η ατμόσφαιρα αλλάζει όντως. Η μουσική επιμέλεια, τουτ’ έστιν, σε μια ταινία αναγνωρίζεται ως ένας από τους βασικούς συνδρομητές της αποκωδικοποίησης, του αποσυμβολισμού, της ερμηνείας και της αποδοχής εν γένει του μηνύματος.
https://www.youtube.com/watch?v=oYGT3OTCaa0