Τα βατράχια κοάζουν ξέφρενα, φταίει που η ατμόσφαιρα είναι κάπως υγρή. Είχε ρίξει νωρίς το απόγευμα μια ψιχάλα που δρόσισε την διψασμένη γη. Το νοτισμένο έδαφος δεν μας πτοεί, σφύζουμε από ζωή και νιάτα.
Είμαστε ξαπλωμένοι στην άκρη του έλους, σε έναν από τους τρεις ιδιότυπους -ιδιότυπους γιατί δημιουργήθηκαν από χέρι ανθρώπου και όχι από βουλές της φύσης- βάλτους του χωριού μου. Καρπώθηκαν οι κάτοικοι τα παλιά τα χρόνια το χώμα για να χτίσουν τις κατοικίες τους και το αντίτιμο το πληρώνουν οι επόμενες γενιές. Το κενό αναπλήρωσαν στάσιμα νερά και βούρλα.
Αργά το απόβραδο, καθημερινά, ο τόπος γεμίζει κουνούπια, αν δεν προμηθευτείς εντομοαπωθητικό στόχος γίνεσαι. Κάποτε ήταν πραγματικός μπελάς, αλλά με τα χρόνια μάθαμε να λαμβάνουμε τα μέτρα μας. Χρησιμοποιούμε βοτάνια, κάποιοι από φύλλα λεβάντας, μερικοί από βασιλικό και εγώ από πιο εκλεπτυσμένα φυτά που εκπληκτικά φέρνουν αποτελέσματα.
Έχει βραδιάσει για τα καλά, είμαστε αραδιασμένοι στη σειρά, καταμεσής της κατωφέρειας, στα αναχώματα πλάι από την αυλακιά. Τα αγόρια ως συνήθως καπνίζουν τσιγάρο, διαγωνίζονται ποιος θα κάνει καλύτερες τολύπες. Τα κορίτσια τους επιβραβεύουν με μικρά πνιχτά επιφωνήματα. Αυτό το παιχνίδι δε μου αρέσει καθόλου. Ειδικά από τη στιγμή που βλέπω τη Φανή να πρωτοστατεί. Τη σιγοντάρει και η Λενιώ, η κολλητή της. Στραβομουτσουνιάζω, δε μπορώ να εξηγήσω τη δυσφορία μου κάθε φορά που χαριεντίζεται με τα άλλα αγόρια. Καινούργια συναισθήματα με κατακλύζουν και η διαχείριση τους, προς το παρόν τουλάχιστον, μου φαίνεται κομματάκι δύσκολη.
Οι ματιές μας συχνά συναντιούνται, είναι στιγμές που διακρίνω το ζωηρό της ενδιαφέρον.
Αντάμωσε ο ήλιος τη σελήνη, σκέφτομαι με ικανοποίηση.
Δυστυχώς, πριν απολαύσω καλά καλά τον θρίαμβό μου, που λίγο αναθάρρησα ο καημένος, με ένα σαρδόνιο χαμόγελο με προσγειώνει και επιτηδευμένα αποστρέφει το βλέμμα. Οι βλεφαρίδες της είναι βαμμένες με μάσκαρα, στα βλέφαρά της διακρίνεται το γαλάζιο που σχηματίστηκε με μολύβι από τα επιδέξια χέρια της. Ακαταμάχητη η ομορφιά της. Αλίμονο, δεσμώτης κατήντησα των αναπόδραστων συναισθημάτων που τρέφω για αυτήν. Απογοητεύομαι.
Φτιασιδωτό το πρόσωπο και ψεύτικα τα χείλη, συλλογίζομαι πικρόχολα.
Ο ουρανός, έναστρος πάνω από τα κεφάλια μας, μου χαμογελά καθώς το φεγγάρι φωτίζει μόνο σε ένα ελάχιστο μέρος του. Γυρίζω απογοητευμένος το σώμα μου αντίθετα από τη μεριά των κοριτσιών, όχι όλων, η Ελπίδα αναστατώνεται σαν τα βλέμματα μας ανταμώνουν. Εμένα καρφί δεν μου καίγεται για τη μικρή. Έχω άλλες έγνοιες να με απασχολούν. Νέα στριγκλίσματα έρχονται πίσω από την πλάτη μου να μου χαλάσουν την διάθεση. Έχω πλάγια στάση, στηρίζομαι στον αγκώνα και ακουμπάω το κεφάλι στην ανοιχτή παλάμη μου. Ένας βαθύς αναστεναγμός προδίδει την ψυχολογική μου κατάσταση.
Αχ βρε Φανή, θέλω τόσα να σου πω… τι κρίμα που χάνονται τα λόγια μου στων ματιών σου τη λάγνα πλάνη. Δε μπορείς να με καταλάβεις, να διαβάσεις το μυαλό μου.
«Είπες κάτι; Δε μου φαίνεσαι και τόσο καλά. Γιατί σιγομουρμουρίζεις; Μπορώ να βοηθήσω;» με ρωτάει η Ελπίδα με ζωηρό ενδιαφέρον.
«Άι παράτα με και εσύ!» Εκστομίζω απότομα. Τη βλέπω να μαζεύεται και αμέσως μετανιώνω για τους τρόπους μου. «Συγνώμη Ελπίδα! Είμαι λιγάκι κακόκεφος…ίσως επειδή με ενοχλεί από ώρα το στομάχι».
Η ανησυχία της επιτείνεται. Επιχειρεί να φέρει το χέρι της στο πρόσωπό μου, έχει καλή πρόθεση αλλά ακόμα και έτσι εκνευρίζομαι. Αποτραβιέμαι δίχως να σχολιάσω την απρόβλεπτη αυτή κίνησή της. Δείχνει απογοητευμένη, το βλέπω στο θλιμμένο ύφος της. Αυτό δε την εμποδίζει να με συμβουλέψει: «Να πάρεις μελισσόχορτο. Το καλύτερο αφέψημα για τον στομαχόπονο είναι! Βάλε και λίγο δυόσμο. Καταπραΰνει και ανακουφίζει τον πόνο».
Μου έρχεται να γελάσω αλλά φροντίζω να μην εκδηλωθώ. Κοίτα να δεις πως την πάτησα. Ήθελα να την αποφύγω αλλά αυτή μου έδωσε λύση για ένα ανύπαρκτο πρόβλημα. Τι καλά θα ήταν να λύνονταν έτσι εύκολα και τα υπαρξιακά μου ζητήματα. «Να είσαι καλά!» Της απαντάω κοφτά για να της δώσω να καταλάβει πως η μεταξύ μας συζήτηση κάπου εδώ πρέπει να τελειώνει.
«Επ, τι κάνετε εκεί πέρα εσείς οι δύο;» Η φωνή της εξεγείρει το μέσα μου. Ανασηκώνομαι και στρέφω προς το μέρος της. «Να, μου έδινε κάτι χρήσιμες συμβουλές η Ελπίδα για ένα θεματάκι που αντιμετωπίζω μωρέ… τίποτα ιδιαίτερο». Στην στιγμή μου έρχεται η φαεινή ιδέα να παίξω το χαρτί της μικρής. «Εκτός από πολύ όμορφη η Ελπίδα, φαίνεται πως έχει και πολλές γνώσεις. Πραγματικά υποκλίνομαι!»
«Ναι, κρυφό ταλέντο!» Απαντά κάπως θυμωμένα η Φανή.
Χμ, φαίνεται να πιάνει το τέχνασμα μου.
«Και δε μου λες Ελπίδα, πώς ακριβώς πρέπει να το πάρω το μελισσόχορτο; Βλέπεις είμαι άσχετος και δε γνωρίζω ούτε τα βασικά. Ούτε από δοσολογίες ξέρω ούτε και τίποτα άλλο σχετικό. Θα μου δώσεις τα φώτα σου;» Στην πραγματικότητα η γιαγιά μου ξέρει τα πάντα γύρω από τα μαντζούνια, αλλά εδώ που φτάσαμε, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
«Η μάνα μου φυλάει πάντα στο σπίτι βότανα, Σώτο. Αν δεν έχει η γιαγιά σου ή η μάνα σου, πολύ ευχαρίστως να σου προσφέρω από το δικό μας. Θα σου ετοιμάσω ένα ρόφημα που θα σε κάνει περδίκι». Χαμογελάει. Αν δε σφάλλω τόσο πολύ, δείχνει ευτυχισμένη.
Τα καστανά μάτια της λαμπυρίζουν στο μισοσκόταδο. Είναι στα αλήθεια όμορφη. Ένα νυχτολούλουδο που μόλις τώρα, εδώ στη σκοτεινιά, θώρησα και θαύμασα τις αρετές του. Κοίτα να δεις, ούτε που κατάλαβα πότε μεγάλωσε. Έγινε μια κοπέλα που εύκολα μπορεί να κεντρίσει το ενδιαφέρον των αγοριών. Όχι όλων! Εγώ είμαι ταγμένος σε κάποια άλλη.
«Α, μια χαρά! Να χρησιμοποιήσεις και εσύ λίγο από το ρόφημα που θα δώσεις στον Σώτο. Έχω την αίσθηση ότι πονάει λιγάκι το δοντάκι σου, ε; Αν και δεν είμαι σίγουρη πως το βότανο αυτό θεραπεύει τον δικό σου πόνο». Η μπηχτή που ρίχνει στην Ελπίδα, η Φανή, την κάνει να κοκκινίσει από ντροπή, εμένα πάλι με ενθουσιάζει. Μπορεί να έχει αποδέκτη τη νεαρή γειτόνισσα μου αλλά αναμφίβολα το υπονοούμενο της είναι αποκαλυπτικό. Για να επιτεθεί μ΄ αυτόν τον τρόπο στη μικρή, που δεν πειράζει μύγα, πάει να πει πως έχει θιγεί από το ενδιαφέρον που μου δείχνει. Άρα τρέφει αισθήματα για μένα, κι ας τα κρύβει με τόση επιμέλεια.
Χάνομαι στης ευαρέσκειας τις ταξιδιάρικες βουλές. Πλάθω φανταστικές ιστορίες με πρωταγωνιστές εμένα και τη Φανή. Σε όλες τους υπάρχει η ίδια κατάληξη. Φιλιόμαστε ασυγκράτητοι και τίποτα δεν δείχνει ικανό να εμποδίσει τον έρωτα μας.
Ένα κορνάρισμα, κάπου μακριά, με συνεφέρνει, συνειδητοποιώ που βρίσκομαι και προσπαθώ να βάλω σε μια τάξη τις φαντασιόπληκτες σκέψεις μου που προδίδουν τους ευσεβείς πόθους μου. Το πρώτο που κάνω είναι να ανακαλέσω στη μνήμη μου τα λόγια του σπουδαίου μου γείτονα, του κύριου Αναξαγόρα.
Υπάρχει ένας άγραφος νόμος, μεταξύ άλλων, που επιτάσσει να κινείσαι με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα. Σύμφωνα μ΄ αυτόν, η αδράνεια δολοφονεί την ελπίδα. Την ελπίδα; Άδραξε την ευκαιρία, νέε μου. Άδραξε τη γιατί τα νιάτα γρήγορα θα χαθούν και σαν έρθουν τα γηρατειά, δύναμη δεν θα έχεις για να αλλάξεις τον κόσμο!
Αυτό κάνω. «Ελπίδα μου», Στο μου δίνω βαρύτητα και χρησιμοποιώ επιτηδευμένο λόγο, «γιατί όχι; Πολύ θα χαρώ να πιω το ρόφημα που μου προτείνεις. Είμαι βέβαιος πως θα με ανακουφίσει από τις στομαχικές μου διαταραχές. Και τώρα, άμα θες, έρχομαι. Φτάνει να με καλέσεις και φύγαμε».
Το πρόσωπο της μικρής φωτίζει, λάμπει σαν να το ραίνουν ζείδωρες ηλιαχτίδες. Η χαρά της γίνεται και δική μου. Ειδικά όταν με την άκρη του ματιού μου βλέπω τη Φανή να ξινίζει τα μούτρα.
«Εννοείται πως θέλω! Και το ρωτάς; Έλα πάμε…» δεν έχω δει πιο εκδηλωτική κοπέλα. Από τη χαρά της τείνει το χέρι της προς εμένα που μονομιάς το πιάνω, και έτσι, χεράκι χεράκι, πηγαίνουμε προς το σπίτι της. Το κλίμα ευφορίας χαλάει η καυστική παρατήρηση της Φανής.
«Έτσι, κράτα του το χέρι, μη χαθεί το καημένο και δεν βρει τον δρόμο για το σπίτι σου. Εμείς παιδιά, στο μεταξύ, ας μην χάνουμε άσκοπα τον χρόνο μας». Στρέφεται στους άλλους. «Λέω να στήσουμε κανένα παιχνιδάκι, έτσι για να περάσει η ώρα. Τελειώνεις με την μπύρα Άρη; Τι θα έλεγες να παίξουμε μπουκάλα;»
Ξεροκαταπίνω! Δεν μου αρέσουν καθόλου αυτά που ακούω. Με πιάνει σύγκρυο και μόνο στην ιδέα να φιλήσει κάποιον άλλο. Η διάθεσή μου έχει βουτήξει στα τάρταρα. Το χέρι μου αποδεσμεύεται από εκείνο της Ελπίδας, παρόλο που σφίγγει τα δάχτυλά της για να μην συμβεί αυτό.
Η πρόταση της έχει καθολική αποδοχή. Μέχρι να φτάσω στην άκρη της μπάρας -έτσι ονομάζουμε στο χωριό μου τον μεγάλο λάκκο με το στάσιμο νερό που από χρόνια είχε σχηματισθεί στην μεγάλη αλάνα της γειτονιά μου, σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων από το σπίτι μου- τα παιδιά σχηματίζουν έναν κύκλο και ξεκινούν το παιχνίδι. Τα επιφωνήματά τους μου σπαράσσουν την ψυχή. Κοίτα να δεις που στα αλήθεια αισθάνομαι ένα σφίξιμο στο στομάχι.
«Μισό λεπτό να ανοίξω την πόρτα». Η φωνή της, ακόμα παιδική, με ξεχωριστή γλύκα στην χροιά της, μου αποσπά την προσοχή. Ευτυχώς. Δεν άντεχα άλλες δυσοίωνες σκέψεις.
Κηλιδωμένη η γαλάζια πόρτα από σκουριά, με καταφανείς τις οξειδώσεις, τρίζει καθώς το νεαρό κορίτσι με κόπο τη σπρώχνει για να ανοίξει. Παρατηρώ τα χόρτα στην αυλή, ακούρευτα, μεγάλα. Το τοιχίο, όμως, περιμετρικά της κατοικίας είναι φρεσκοβαμμένο λευκό. Δέντρα με μεγάλα κλαδιά περιζώνουν τον εσωτερικό χώρο της περίφραξης. Μια τεράστια καρυδιά έχει απλώσει τα κλωνάρια της και καταλαμβάνει το κέντρο της αυλής, παραδίπλα μια κλαίουσα ιτιά που τα φύλλα της φιδοσέρνονται στη γη, γέρνει από το μέρος που έρχεται ο ήλιος το απομεσήμερο, ασφυκτιά στο πλάι του μεγάλου φυλλοβόλου δέντρου και επιζητεί διέξοδο προς το ζωογόνο άστρο. Στο μέσο του αυλόγυρου και κατά μήκος του, πλάκες πέτρινες, σταχτιές και μολυσμένες από τη φθορά του χρόνου είναι τοποθετημένες στη χλόη. Κάποιο επιδέξιο χέρι της είχε προσθέσει, πριν χρόνια φαντάζομαι, με τρόπο ιδεατό.
Προχωράμε καμιά εικοσαριά μέτρα, δεξιά της κύριας κατοικίας υπάρχει μια μικρή καμαρούλα, εκεί με οδηγεί η μικρή. Μια πόρτα από φθαρμένες σανίδες σε απόχρωση του πράσινου, με μια κλειδαρότρυπα μεγάλη, από εκείνες τις παλιές που για να ξεκλειδωθούν χρειάζονται ένα κλειδί εξίσου μεγάλο για να προσαρμόζεται και να ταιριάζει, μας φράζει την είσοδο προς το εσωτερικό του κτίσματος. Αυτό το κλειδί είναι κρεμασμένο σε ένα καρφί, στον τοίχο, δίπλα ακριβώς από την παραστάδα.
Καθώς ξεκλειδώνει η Ελπίδα και μπαίνουμε μέσα, βλέπω ένα δωμάτιο χαμηλοτάβανο, παμπάλαιο μα τόσο περιποιημένο που για μια φευγαλέα στιγμή με κάνει να αναρωτιέμαι μήπως πρέπει να βγάλω τα παπούτσια μου. Το δάπεδο καλύπτεται από κιλίμια πλουμιστά, με το άλικο χρώμα, ίδιο σαν τα μάγουλα της κοπέλας που στέκει δίπλα μου, να υπερισχύει. Υπάρχει στα αριστερά μας ένα εντοιχιζόμενο ράφι γεμάτο από βαζάκια με άγνωστο περιεχόμενο για μένα, ακριβώς απέναντι ένας μπουφές που μου μοιάζει αντίκα, πολύ όμορφος και σε άριστη κατάσταση, με ένθετο μάρμαρο και τρεις βιτρίνες που φιλοξενούν τα γυαλικά της οικογένειας.
Το βλέμμα μου πέφτει χαμηλά στην τραβέρσα που ενώνει τα δύο πόδια και αναπαριστά βασιλική κορώνα. Παρατηρώ το μικρό νεροχύτη και την κουζίνα από νοβοπάν ευθεία μπροστά μου τη στιγμή που η Ελπίδα παίρνει την πρωτοβουλία να μιλήσει.
«Μη στέκεσαι όρθιος. Κάθισε αν θέλεις στο ντιβάνι, Σώτο. Θα πάρει λίγη ώρα μέχρι να ετοιμάσω και να βράσω το ρόφημα».
Υπακούω στην ευγενική της υπόδειξη. Έχω σφίξει τις γροθιές μου και τις φέρνω πίσω από τον κορμό του σώματος μου· στηρίζομαι σ΄ αυτές καθώς κάθομαι πάνω στην πρασινωπή πικέ κουβέρτα και σαρώνω τον χώρο. Μου θυμίζει ολοένα και περισσότερο αλλοτινές εποχές η διακόσμηση του. Η μικρή αναμιγνύει από τα βαζάκια διάφορα υλικά και μετά τα βράζει για ένα τέταρτο σε ένα πετρογκάζ. Όταν τελειώνει, παίρνει μια καρέκλα και πλησιάζει κοντά μου, πολύ κοντά μου. Έντονη είναι η έξαψη στο πρόσωπό της. Αν μη τι άλλο, της προκαλώ ταραχή.
«Μήπως θέλεις να προσθέσω λίγη ζάχαρη ή μέλι; Θα γίνει πιο γλυκό στη γεύση».
«Όχι, ευχαριστώ! Προτιμώ να το πιω σκέτο. Ίσως είναι πιο αποδοτικό έτσι». Το παίρνω από τα λεπτοκαμωμένα της χέρια και το φέρνω στο στόμα μου. Δοκιμάζω από το γιατροσόφι της και με έναν μαγικό τρόπο η επίγευσή του μου αφήνει ωραία αίσθηση.
«Μμμ δεν το περίμενα… είναι και νόστιμο».
«Το πιο σημαντικό είναι πως έχει χρησιμότητα. Αυτό που μας ενδιαφέρει δηλαδή. Πιες το όλο!» Ακολουθούν λίγα λεπτά αμηχανίας. Μένουμε σιωπηλοί μέχρι να τελειώσω με το ρόφημα. Όταν αδειάζω το περιεχόμενο από το φλιτζάνι που μου σέρβιρε, της το επιστρέφω. Το πηγαίνει στον νεροχύτη και καθώς απομακρύνεται τα μάτια μου, παρά την θέλησή μου, πέφτουν στους γλουτούς της, η πλανεύτρα η φαντασία μου πλάθει και πάλι παιχνίδια πίσω από την πλάτη μου. Έχω την αίσθηση πως το θρόισμα που έρχεται στα αυτιά μου οφείλεται στην ανεπιτήδευτη περπατησιά της και όχι στους ψιθύρους των φύλλων της καρυδιάς, έξω στην αυλή, σαν τους χαϊδεύει το αεράκι που απότομα εισήρθε στης γειτονιάς μας τα μέρη.
Αποτραβάω το βλέμμα μου γεμάτος ενοχές.
Μα δεν το βλέπεις ανόητε πως είναι μικρή; Που πας να μπλέξεις;
Νοερά επιπλήττω τον εαυτό μου και στη στιγμή συνέρχομαι από τον παραλογισμό που πήγε να με παρασύρει. Το ντιβάνι δεν με χωράει. Η μικρή έχει έρθει δίπλα μου, η ανάσα της μου χαϊδεύει τα κατάμαυρα μαλλιά. Με ζώνουν φίδια. Ο κόμπος από το στομάχι σκαρφαλώνει ψηλά στον λαιμό. Ξεροβήχω μήπως και τον ξαποστείλω. Η μικρή με κοιτάει με μάτια γεμάτα θαυμασμό.
Ορέγομαι το βλέμμα της και το αθώο ύφος της, οι αντιστάσεις μου μειώνονται δραματικά. Το σφρίγος της νιότης μου ανταμώνει με το ροδόπεπλο άνθος που παραληρεί και τρεμουλιάζει από το πάθος αλλά και την αγωνία για αυτό που έρχεται. Γέρνω προς το μέρος της, τα χείλη της ανοίγουν σαν τα νυχτολούλουδα που από της νυχτιάς τη γοητεία αφήνονται στο έλεος της ηδονής. Το ένα φιλί φέρνει το άλλο, και η δίψα δεν λέει να κοπάσει. Συνειδητοποιώ πως βρίσκομαι στο σπίτι της. Το γεγονός αυτό με τρομοκρατεί. Αν εμφανιστεί η μάνα της; Έτσι δεν συμβαίνει συνήθως; Αποτραβιέμαι χωρίς να την προειδοποιήσω.
«Έι, γιατί σταμάτησες;» Τα βλέφαρά της πεταρίζουν. Το στήθος της ανεβοκατεβαίνει. «Έκανα κάτι που σε ενόχλησε;»
Ένα μειδίαμα σχηματίζεται στα χείλη μου. Αφήνω λίγο το χρόνο να κυλίσει πριν μιλήσω. «Αν ξαφνικά μπουκάρει η μάνα σου και μας δει να φιλιόμαστε, τι θα της πούμε;»
Ένα χαμόγελο που κρύβει πολύ αγάπη, αλλά και λίγη πικρία, μου αποκαλύπτεται. «Χαζούλη». Μένω έκπληκτος από τον χαρακτηρισμό που μου απευθύνει. Δεν το περίμενα. Κοίτα να δεις που ένα φιλί ικανό είναι να λύσει τη γλώσσα. «Η μητέρα μου δεν θα έρθει, πίστεψέ με. Μακάρι να ερχόταν δηλαδή αλλά δεν…» Αφήνει ανολοκλήρωτη τη φράση της. Τα βλέφαρα που κρύβουν δυο πανέμορφα καστανά μάτια κλείνουν. Σφάλισαν κάποιο μυστικό που πρέπει να ξετρυπώσω.
«Τι εννοείς; Γιατί δεν θα έρθει; Πως είσαι τόσο σίγουρη;»
«Γιατί δεν μπορεί! Γιατί εδώ και ενάμιση μήνα είναι κατάκοιτη στο κρεβάτι». Συνοφρυώνομαι. Μου κόπηκε κάθε διάθεση για φλερτ. Τα ερωτικά σκιρτήματα που αδικαιολόγητα εισέβαλαν από κάποια αδιόρατη χαραμάδα μέσα μου, μόλις έκαναν φτερά. Η Ελπίδα δεν αφήνει τις σκέψεις μου να επεκταθούν. «Εγκεφαλικό, είπαν οι γιατροί. Στην ατυχία της στάθηκε τυχερή. Θα μπορούσε να…φύγει».
Χλομιάζω. Εκείνη είναι σε χειρότερη κατάσταση. Με την αναστροφή του χεριού της σκουπίζει ένα δάκρυ που αργά, σχεδόν νωχελικά, κυλάει στο ροδαλό μάγουλο της. Πέφτει και πάλι σιωπή και με το πέπλο της αποκρύπτει τα συναισθήματα που ακανόνιστα χορεύουν και θεριεύουν μέσα μας. Με επαναφέρει από την μάχη που μαίνεται στον εσωτερικό μου κόσμο ένας της αναστεναγμός και ένας λυγμός που προσπαθεί να πνίξει.
Είναι στιγμές που οι ενέργειές μας γίνονται μηχανικά, αυτόβουλοι καπηλευτές της κρίσης και την νόησης μας. Ούτε που κατάλαβα πως την πήρα στην αγκαλιά μου. Μόνο που αυτή τη φορά ο σφιχτός εναγκαλισμός μου δεν ενέχει τίποτα πονηρό, δεν αφήνει κανένα σημάδι ερωτικής επίδρασης, είναι μια αυθόρμητη, ανθρώπινη αντίδραση από μέρους μου. Η Ελπίδα κλαίει με λυγμούς στον αριστερό μου ώμο. Δεν της δίνω περιθώρια να παραμείνει πολύ ώρα κρεμασμένη πάνω μου. Αναδεύομαι και αμέσως μετά, μετακινώντας την ελαφρά, ανασηκώνομαι.
«Αισθάνομαι πολύ καλύτερα! Πραγματικά με βοήθησες πάρα πολύ. Βάλσαμο ήταν το γιατροσόφι σου». Την επικροτώ. Κάνω πως κοιτάω το ρολόι μου με το δερμάτινο λουράκι και κάπως άβολα της λέω. «Πέρασε η ώρα, Ελπίδα. Πρέπει να φύγω». Η απόκρισή της έρχεται με μια κατάφαση. Δεν έχει δύναμη να μου μιλήσει. Είναι η στιγμή που κατανοώ τα πραγματικά αίτια του ξεσπάσματός της, σαν την πήρα στην αγκαλιά μου. Έχει αντιληφθεί, με αυτή την αλάνθαστη διαίσθηση που διαθέτουν οι κοπέλες, πως τη βλέπω με συμπάθεια, ακόμα ακόμα με αγάπη, σίγουρα, όμως, όχι σαν μια κοπέλα που με έλκει ερωτικά. Τρόμαξα και εγώ ο ίδιος με αυτόν μου τον συνειρμό.
Κάπως συγχυσμένος από την ένταση των στιγμών που προηγήθηκαν, κοιτώ δεξιά και αριστερά χωρίς να εστιάζω κάπου συγκεκριμένα. Ξάφνου το βλέμμα μου καρφώνεται στο ράφι με τα βαζάκια που περιέχουν διάφορα βότανα. Μου αποσπά την προσοχή ένα μεγαλούτσικο γυάλινο δοχείο που χαμηλά στη βάση του αναγράφεται, σε μια ετικέτα που είναι κολλημένη πάνω του, η λέξη «πικραλίδα». Συνεχίζω να κάνω συνδυασμούς και να συνταιριάζω δεδομένα.
Τελικά, τί είναι η Ελπίδα; Μια πικραλίδα που τρέμει το φυλλοκάρδι της ή μια πικραλίδα που σκορπά στο διάβα της τον πανικό ή και την καταστροφή, αν θέλεις; Μ’ αυτή την απορία την αποχαιρετώ. Τελευταία εικόνα που έχω από τη μικρή, που εντυπώνω γιατί ιδιαίτερη αίσθηση μου κάνει, είναι να κοιτάζω τα καστανά της μάτια, βουρκωμένα και πρησμένα, να με αγκυλώνουν και να με κλειδώνουν με ένα μαγικό τρόπο στη μνήμη της.
Σίγουρος είμαι πως σύντομα, πολύ σύντομα, θα με ανασύρει στο θυμικό της. Ποιος ξέρει, ίσως να είμαι μια ευχάριστη αναπόληση για τη μικρή αυτή κοπέλα, ίσως πάλι να είμαι μια δυσάρεστη ανάμνηση, αφού την τροπή που ενδεχομένως θα ήθελε να δώσει δεν θα τη δει ποτέ να επιτυγχάνεται.
Οι βάτραχοι κάνουν πάρτι, ανέκαθεν μου άρεσε η οχλαγωγία τους, δε ξέρω γιατί, ίσως επειδή το εκλάμβανα σαν σημάδι εξέλιξης. Η παρουσία τους μου στέλνει ένα αισιόδοξο μήνυμα. Ακόμα και μέσα στον βούρκο μπορεί να υπάρξει ζωή που να ακμάζει και να περνάει όμορφα.
Εκεί πάνω στον αιθέρα, τα άστρα ανταγωνίζονται μεταξύ τους πιο θα φανεί πιο λαμπερό. Στη μαρμαρυγή τους εγώ αντικρίζω τις μεταπτώσεις του χαρακτήρα μου. Χαμηλώνω ταπεινά το κεφάλι. Πόσο λίγος είμαι τελικά; Κλωτσώ στο διάβα μου μικρές πέτρες και μαζί τους και τη σκόνη που τις τυλίγει. Απαυδισμένος ξανακοιτώ στον ουρανό. Στο λειψό το σεληνόφως βαδίζω, στα βαλτόνερα τρεμοφέγγουν των άστρων οι φωτεινές αντανακλάσεις, στο μυαλό μου τριγυρίζουν περίεργες σκέψεις.
Περιστρέφονται όλες γύρω από δυο κορίτσια. Δεν ξέρω πως τα κατάφερα αλλά μετά το σημερινό έχω έγνοια και για τις δυο τους. Κοίτα να δεις, εδώ δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα με τη μία, τώρα έχω να σκέφτομαι δύο. Δαγκώνω τα χείλη.
Δύσκολες που είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, αποφαίνομαι νοερά.
Το φεγγάρι βρίσκεται στη φάση του φθίνων αμφίκυρτου, μόλις ένα μικρό του μέρος φωτίζει τη γη. Ο φωτισμός του μοιάζει με μειδίαμα. Δυο σύννεφα με μελαγχολούν. Μαζί μ΄ αυτά και η Φανή με την Ελπίδα. Καγχάζω, με διάθεση σκωπτική βγάζω το συμπέρασμα πως με περιγελάει ολάκερο το στερέωμα. Είναι όλα τόσο μπερδεμένα…
Φτάνοντας κοντά στα υπόλοιπα παιδιά, πεπεισμένος μονολογώ: Μπορεί να τα έχω κάνει όλα άνω κάτω, αλλά τρέφω βάσιμη την ελπίδα πως θα μπει μια σειρά σε όλο αυτό το χάος. Μένει να φανεί!
Μια δυσάρεστη έκπληξη με περιμένει. Από την παρέα απουσιάζουν ο Άρης και η Φανή. Θορυβημένος ρωτάω: «Πού πήγε ο Άρης; Πότε έφυγε;» Αποφεύγω να κάνω αναφορά στη Φανή αλλά η δική της απουσία είναι που με καίει.
«Εδώ είμαι φιλαράκι!» Η απόκριση του εφησυχάζει λιγάκι τις φοβίες μου.
«Ναι, εδώ είμαστε και εμείς». Ακούω και τη Φανή να λέει. Έρχονται αγκαλιασμένοι. Μου μπαίνουν ψύλλοι στα αυτιά. Οι υποψίες μου εντείνονται. Γρήγορα παίρνω απάντηση στους προβληματισμούς μου, δυστυχώς. Ανασηκώνεται στις μύτες των ποδιών της και φιλάει με πάθος τον Άρη! «Από απόψε, είμαστε και επισήμως ζευγάρι. Και είμαι πολύ ευτυχισμένη!» Τα μάτια της πέφτουν πάνω μου. Με κατακεραυνώνει.
Χάνω το έδαφος κάτω από τα πόδια μου.