ΔΙΧΩΣ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΠΩΣ, ΤΑ ΒΙΝΤΕΟ –όπως συνηθίζαμε να τα λέμε όλοι– είχαν κατακλύσει όλες τις εκφάνσεις της παιδικής ηλικίας μου. Νέα τεχνολογία; Μόδα; Εγώ θα έλεγα διασκέδαση και συνήθεια. Πηγή αυτού του τρόπου ζωής, τα βίντεο-κλαμπ. Γύρω απ’ αυτά γεννιούνταν ολόκληροι κόσμοι. Ένας από αυτούς ήταν και της γειτονιάς μου.
Μαθήματα, κινηματογράφος, μπάλα, ακόμη και τα κορίτσια πολλές φορές, έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. Το μυαλό κατέκλυζαν τίτλοι ταινιών. Έτρωγα τη μητέρα μου στη μουρμούρα, για να προλάβω τις νέες παραλαβές πριν από τους άλλους. Όταν δεν μπορούσε εκείνη, πήγαινα με τη γιαγιά. Η επίσκεψη πάντως ήταν καθημερινή.
Οι κασέτες των βίντεο-κλαμπ…
Αυτό συνέβαινε και με τα παιδιά των παραπάνω παρόδων. Ένα μη κανονισμένο ραντεβού, στο οποίο παρευρισκόμασταν όλοι. Σαν δια μαγείας τ’ απογεύματα, γέμιζαν οι γύρω δρόμοι πιτσιρίκια με ποδήλατα και πατίνια. Ωστόσο, γονείς-επιβλέποντες φώναζαν κατά διαστήματα για να τηρήσουν την τάξη στη γειτονιά. Κι όταν βράδιαζε, όλοι μαζεύονταν στα σπίτια τους για να ζήσουν τις εμπειρίες που τους προσέφερε το βίντεο.
Ωστόσο, πολλές απ’ αυτές ήταν απαγορευμένες. Ανάμεσα στις περιπέτειες και τα παιδικά, ανακατεύαμε συχνά και καμιά αισθησιακή. Είτε έδειχνε είτε όχι τα επίμαχα σημεία των πρωταγωνιστών, συνηθίζαμε να τη λέμε τσόντα. Πάντα είχα την περιέργεια γιατί λεγόταν έτσι. Πλέον καταλαβαίνω ότι τέτοια ήταν η φύση αυτών των ταινιών: έμπαιναν τσόντα –ως συμπλήρωμα δηλαδή– στις υπόλοιπες.
Συνήθως τις νοικιάζαμε με το έξτρα χαρτζιλίκι που κρατούσαμε˙ έτσι, για να μην φανεί ότι ξοδέψαμε περισσότερα. Αλλά η ουσία της ανάμνησης αυτής της συνήθειας βρίσκεται σε μία και μοναδική στιγμή: την ώρα της ενοικίασης. Πόσο δύσκολο ήταν ακόμη και να τις χαζέψω στα ράφια… Προσπαθούσα να τις περιεργάζομαι με το βλέμμα διακριτικά, κάνοντας πως έψαχνα για άλλες. Δεν ήθελα καθόλου να συγκεντρώνω πάνω μου την προσοχή των υπόλοιπων πελατών, ή ιδιαίτερα του πωλητή, αφού γνώριζα ότι όσοι επισκέπτονταν το κατάστημα γι’ αυτόν τον λόγο ήταν λίγο-πολύ γνωστοί. Ντρεπόμουν ακόμη και στη σκέψη αυτή…
Παιδικά συναισθήματα…
Τέτοιες εμπειρίες πια, γεμάτες «αισθησιασμό» μπορεί να τις ζήσει ο καθένας στη μικρή οθόνη. Ακόμη κι αυτό το σημείο, σήμερα, έχει χάσει την αίγλη του. Δεν είναι κάτι το ξεχωριστό ή το άκρως απαγορευμένο. Ο ιδρώτας στις παλάμες, όταν πήγαινε κάποιος στο ταμείο κι έλεγε «Αυτές…», ήταν σήμα κατατεθέν. Κοφτός λόγος, δίχως σχόλια˙ έτσι για να περάσει όσο πιο απαρατήρητος γινόταν. Θυμάμαι τίτλους τέτοιων ταινιών και γελάω, σαν να επρόκειτο για κωμωδίες. Μα για εμάς δεν ήταν έτσι˙ πλάθονταν ιστορίες γύρω απ’ αυτές…
Άτολμος εκείνον τον καιρό, άφηνα τους φίλους μου να παίρνουν το ρίσκο. Εγώ απλώς ευνοούμουν από τα δικά τους κατορθώματα… Είχα ακούσει για μια σακούλα˙ πλαστική, από αυτές του σουπερμάρκετ. Το περιεχόμενό της δεν το κατονομάζαμε καν μεταξύ μας. «Είδες την καινούργια;», ρωτούσαμε ο ένας τον άλλο στα κλεφτά. Είχε περάσει από δεκάδες κρυψώνες σε σπίτια φίλων: πίσω από βιβλία, μέσα σε ντουλάπια, ακόμη και σε καμινάδα τζακιού. Η ανταλλαγή δεν γινόταν χέρι με χέρι˙ υπήρχε πρωτόκολλο: σ’ ένα γειτονικό χωράφι, όπου παίζαμε ποδόσφαιρο καθημερινά, αυτή η σακούλα θα βρισκόταν γι’ ανταλλαγή κρυμμένη ανάμεσα σε θάμνους, κάτω από κανένα δέντρο. Σίγουρα σε βιντεοθήκη δεν θα μπορούσε να βρεθεί. Ακόμη και τη σακούλα προσπαθούσαμε να μην την μπερδέψουμε με καμία άλλη. Τόσα ψώνια έρχονταν στο σπίτι καθημερινά.
Δίχως να παίρνω την απόφαση να τη ζητήσω, έφθασε και η σειρά μου˙ τελευταίος. Αυτό σήμαινε δυσκολότερο έργο. Ο τελευταίος αποφάσιζε αν την κρατούσε ή όχι. Το ρίσκο, δικό του. Είχε πάντα και την πλέον ασφαλέστερη λύση να την επιστρέψει.
Οι κίνδυνοι…
Θυμάμαι ακόμη, πόσο έντονη ήταν η αίσθηση του κινδύνου, όταν την έβαλα ένα απόγευμα στο βίντεο. Οι πλέον δυσοίωνες σκέψεις συννέφιαζαν το μυαλό μου: θα κολλήσει το βίντεο˙ κάτι θα ξεχάσουν οι δικοί μου και θα επιστρέψουν σπίτι˙ δεν θα θυμηθώ να ξαναγυρίσω το κανάλι της τηλεόρασης. Τέτοιος ήταν ο φόβος, που δεν κατάφερνα να εξερευνήσω την ταινία ολόκληρη. Ήταν σαν μια απόλαυση, που δίνεται μισή. Δεν ήθελα να γνωρίσω την αποτελεσματικότητά της – ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε˙ στο μυαλό μου, ήθελα να τη ζήσω…
Όταν πια τύχαινε ξεχασμένη η κασέτα κάτω από το δέντρο, όλοι ευχόμασταν να μην βρέξει. Δεν ήταν λίγες οι φορές που την είχαμε πατήσει έτσι… Έπειτα βάζαμε ό,τι είχε ο καθένας στις τσέπες του και την αγοράζαμε. Το βίντεο-κλαμπ εκείνες τις εποχές μόνο χρέη και ζημιές δεν είχε. Τροφοδοτούσε γειτονιές ολόκληρες με ταινίες για όλα τα γούστα.
Το αφηγηματικό παρόν…
Μερικές τις έχω κρατήσει ακόμη˙ ενθύμιο της ανέμελης παιδικής ζωής. Τώρα πια τα πάντα είναι κανονισμένα˙ ακόμη και για τα παιδιά: πρόγραμμα στο σχολείο, στο ποδόσφαιρο, στον κινηματογράφο, στις παρεΐστικες συγκεντρώσεις. Δύο μέρες σερί εάν έλειπε κάποιος από την απογευματινή μάζωξη, ανησυχούσαμε. Δεμένοι, δίχως να το επιδιώκουμε, κάναμε πλάτες ο ένας στον άλλο˙ αγόρια, κορίτσια. Αν και με το γυναικείο φύλο, ήμασταν λιγάκι άβγαλτοι.
Μέσα από τις ταινίες μαθαίναμε τον κόσμο. Γι’ αυτό δεν έλειπε από τα θεάματά μας και ο έρωτας, το σεξ. Αποκομμένοι από τους δικούς μας αλλά κι από την κοινωνία γενικότερα, προσπαθούσαμε ν’ ανακαλύψουμε τα μυστικά μεταξύ του άντρα και της γυναίκας, στις δεκάλεπτες σκηνές, που όλες οι ταινίες περιέχουν. Ήταν τότε που άλλαζε ο πατέρας κανάλι˙ που γελούσε πονηρά, δήθεν αδιάφορα η μητέρα.
Παρ’ όλο το μικρό της ηλικίας μου έτρεφα συναισθήματα για τα κορίτσια. Με τι τρόπους να τα πλησιάσω; Εάν δεν κοκκίνιζα στα πρώτα δέκα δευτερόλεπτα, ήταν κατόρθωμα. Λίγο οι ορμόνες τις παιδικής ηλικίας, λίγο ο έρωτας, με βασάνιζαν πολλά μερόνυχτα. Στις ταινίες έβλεπα πόσο εύκολα έριχνε τις γυναίκες ο άντρας. Είχε τον τρόπο του, σκεφτόμουν. Αλλά μέσα από αυτές γνώριζα το γυναικείο κορμί˙ αυτό που ποθούσα.
Σκέψεις για το μέλλον…
Ωστόσο, μεγαλώνοντας, τα πάντα γίνονταν ξεκάθαρα. Δεν ξέρω αν έπαιξαν ρόλο οι περίφημες αυτές ταινίες. Την πορεία σ’ αυτόν τον τομέα τη διαγράφει ο καθένας μόνος του. Προσωπικές επιλογές, ατομικά συναισθήματα. Πόσες ήταν οι φορές που αρνήθηκα ότι αγαπούσα κάποια…Τέτοια είναι η εποχή σήμερα, ώστε ν’ αναπολώ εκείνη: φωνές, γέλια, παιχνίδια, έρωτες. Μια γειτονιά γεμάτη ζωή κι ελπίδα. Μονάχα κελαηδήματα πουλιών φθάνουν στ’ αυτιά μου. Η φύση παραμένει αγνή κι αυθόρμητη. Ο άνθρωπος ξέχασε να ζει μέσα σ’ αυτήν, κλείστηκε στην εικονική πραγματικότητα.
Ακόμη θυμάμαι την ταμπέλα με νέον που φώτιζε όλα τα βράδια μας στη γειτονιά. Πολύχρωμα φώτα σχημάτιζαν το σημείο αναφοράς μας: βίντεο-κλαμπ.