Στα μέσα του 19ου αιώνα, το Βασίλειο της Ελλάδας, υποδέχεται τον πρώτο της βασιλιά στο Ναύπλιο. Αυτός είναι ο Όθωνας από τη Βαυαρία, γιος του Βαυαρού βασιλιά Λουδοβίκου Α΄. Ο Οθωνας είναι μόλις δεκαεπτά ετών. Τον αντιπροσωπεύει μια τριμελής αντιβασιλεία. Διοικεί την Ελλάδα μέχρι ο Όθωνας να κλείσει το 18ο έτος της ηλικίας του. Μέχρι τότε, όμως, η αντιβασιλεία του Όθωνα έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα κύμα μίσους, καταστρέφοντας και λεηλατώντας τα μοναστήρια όλης της ελληνικής επικράτειας.
Ιστορικό πλαίσιο
Μετά την λήξη της Ελληνικής Επανάστασης, η Βρετανία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Βαυαρία υπογράφουν, για λογαριασμό της Ελλάδας την συνθήκη του Λονδίνου, νομιμοποιόντας την σε διεθνές επίπεδο και σταθεροποιόντας την εσωτερική πολιτική της κατάσταση. Η συνθήκη αυτή καθόριζε το πολίτευμα της Ελλάδας να είναι η βασιλεία. Βασιλιάς της Ελλάδας ορίζεται ο δεκαεπτάχρονος τότε Όθωνας από Βαυαρία, γιος του Βαυαρού βασιλιά Λουδοβίκου Α΄της δυναστείας των Βιτελσβάχων. Συγκεκριµένα, η συνθήκη αυτή όριζε τον Όθωνα κληρονοµικό µονάρχη µε τον τίτλο του βασιλιά και καθόριζε τον τρόπο διαδοχής, προέβλεπε τριµελή αντιβασιλεία, η οποιά θα συγκροτείτο από πρόσωπα που θα επέλεγε ο Λουδοβίκος ο Α΄ και που θα κυβερνούσαν ως την 1η Ιουνίου 1835, ως την ενηλικίωση δηλαδή του Όθωνα.
Παρά την θερμή υποδοχή του νέου βασιλιά από του Έλληνες, τα προβλήματα που τον περίμεναν ήταν αναρίθμητα. Πέρα απο τα προβήματα υποδομής που ήταν τα πιο εμφανή, έπρεπε να αναγκαίο να δημιουργηθεί συνείδηση της ελληνικής ταυτότητας. Στους ίδιους τους Έλληνες, εξαιτίας του μακροχρόνιου πολέμου, είχε δημιουργηθεί μια ενιαία συνείδηση ταυτότητας που τους βοήθησε να μέινουν πιστοί στην πατρίδα. Στην ουσία, όμως, οι νέοι κυβερνήτες ήθελαν να δημιουργήσουν μια συνειδητή αίσθηση νομιμότητας απέναντι στο κράτος, η οποία θα υπερκέραζε την παραδοσιακή αφοσίωση στην οικογένεια, στη θρησκεία, στο χωριό και στον τόπο καταγωγής.
Η τριμελής Αντιβασιλεία του βασιλιά Όθωνα
Όταν ο Όθωνας αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο, ως ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας, ήταν μόλιες δεκαεπτά ετών. Όπως ήταν φυσικό δεν γινόταν να ανέβει στο θρόνο και να διοικήσει ένα ολόκληρο κράτος σε αυτή την ηλικία. Για τον λόγο αυτό δημιοργήθηκε από τον πατέρα του Όθωνα, Λουδοβίκο Α΄, βασιλιά της Βαβαρίας, μια τριμελής αντιπροσωπεία/αντιβασιλεία, που θα αποτελούσε το διοικητικό όργανο της Ελλάδας, και θα λάμβανε αποφάσεις στο όνομα του Όθωνα. Η τριμελής αυτή επιτροπή αποτελούνταν από τον Κόμη Ιωσήφ Λουδοβίκο Άρμανσπεργκ, ο οποίος ήταν ο Πρόεδρος της αντιβασιλείας, τον Γεώργιο Λουδοβίκο φον Μάουερ, ο οποίος επέβλεπε τα της Δημόσιας Εκπαίδευσης, τα Εκκλησιαστικά και τα της Δικαιοσύνης. Τέλος, το τελευταίο μέλος ήταν ο Υποστράτηγος Κάρολος Γουλιέλμος Έιντεκ, ο οποίος είχε αναλάβει τα Στρατιωτικά και τα Ναυτικά του Κράτους.
Το Βασιλικό Διάταγμα της διάλυσης των μοναστηριών
Από τη στιγμή που μέλη της Βαυαρικής βασιλείας, είχαν αναλάβει τη διοίκηση του Ελληνικού κράτους, και πιο δυγκεκριμένα του Ελληνικού βασιλείου, είναι αναμενόμενο, η διοίκηση να πραγματοποιείται με γνώμονα τις επιρροές της Βαυαρίας και κυρίως του Διαφωτισμού. Η επίδραση του Διαφωτισμού είχε μεγαλό αντίκτυπο κυρίως στην Εκκλησία και την Ορθοδοξία. Αυτό είχε ως συνέπεια τα μοναστήρια να αποτελούν “αγκάθι” στην διαδικασία σύστασης του νέου βασιλείου.
Όταν η Αντιβασιλεία ανέλαβε τις υποεθέσεις της Εκκλησίας με επικεφαλή τον Μάουερ, και σύμβουλό του τον ιερωμένο Θεόκλητο Φαρμακίδη, αποφάσισε την μεταφορά των Βαυαρικών κανόνων στην Εκκλησία της Ελλάδος, και αυτή η απόφαση οδήγησε στην υποταγή της Εκκλησίας στο κράτος και στην αυθαίρετη ανακύρηξη Ελλαδικής Εκκλησίας ως αυτοκέφαλης, κόβοντας έτσι τους πνευματικούς δεσμούς με το Φανάρι. Επιπλέον, υπήρεξε έντονη παραπληροφόρηση σχετικά με τον μοναστηριακό πλούτο, σύμφωνα με τις οποίες, αρκούσε και με το παραπάνω να ενισχύσει χρηματικά τις ανάγκες του κλήρου και της εθνικής παιδείας.
Στη συνέχεια των παραπάνω, η Αντιβασιλεία διατάζει, με Βασιλικό Διάταγμα στις 25 Σεπτεμβρίου 1833, το κλείσιμο όλων των μοναστηριών τα οποία είχαν λιγότερους από 6 μοναχούς, τη δήμευση της κτηματικής περιουσίας αυτών, καθώς και τα σκεύη που χρησιμοποιούσαν κατά τη τέλεση των ακολουθιών. Υπεύθυνοι για την εφαρμογή του διατάγματος ήταν οι νομάρχες οι οποίοι στη συνέχεια έπρεπε να δημοπρατήσουν τα κτήματα και τα αντικείμενα που θα λάμβαναν από τα κλειστά μοναστήρια, και να παραδώσουν τα χρήματα των δημοπρασιών στο Εκκλησιαστικό Ταμείο. Τα μοναστήρια που υπήρχαν τότε στην Ελλαδα ήταν 545 ανδρικά και 18 γυναικεία.
Τα όσα εκτυλίστηκαν τις επόμενες μέρες μετά την έκδοση του Διατάγματος για τη λεηλασία των μοναστηριών ήταν αποτρόπαια. Όμοια σκηνικά δεν είχε ξανά ζήσει ο ελληνικός λαός, όυτε στα τόσα χρόνια τουρκοκρατίας, όυτε στην επέλαση άλλων λαών ανά τα χρόνια. Οι νομάρχες ή οι έπαρχοι με τους συμβούλους τους και με συνοδεία ενόπλων δυνάμεων της χωροφυλακής, εισέβαλαν στα μοναστήρια, απομάκρυναν με βία τους μοναχούς και τις μοναχές, ξήλωναν την αγία τράπεζα, άρπαζαν όλα τα σκεύη που υπήρχαν τόσο μέσα στο ιερό και το μοναστήρι, όσο ακόμα και τα μαγειρικά σκεύη από τα μαγειρία των μοναστηριών που χρησιμοποιούσαν οι μοναχοί και οι μοναχές για τη δική τους σίτιση. Έπαιρναν ακόμα και ότι έβρισκαν και τους φαινόταν αξίας από τα κελιά των μοναχών. Ξήλωναν, επίσης, και τις εικόνες από το τέμπλο, τις φορητές εικόνες από τους τοίχους, τα άμφια των ιερέων, τα καντήλια, τα λειτουργικά βιβλία, τα τοποθετούσαν όλα στο κέντρο του μοναστηριού, και ξεκινούσαν την εκκαθάρισση χωρίζοντας τα σε “χρήσιμα” και “άχρηστα”. Τα “άχρηστα” είχαν ως κατάληξη το κάψιμο στο προαύλιο του μοναστηριού.
Αφού τελείωνε ο διαχωρισμός, σφράγγιζαν τα μοναστήρια και φόρτωναν μέσα σε σακιά και κοφίνια ότι ήταν προς πώληση, αφήνοντας τα μοναστήρια βανδαλισμένα και τους μοναχούς να θρηνούν απ’ έξω. Το αποτέλεσμα όλης αυτής της λεηλασίας ήταν να πωληθούν σε παζάρια κάποια από τα σκεύη των μοναστηριών, κάποια άλλα να τα αρπάξουν οι κρατικοί υπάλληλοι για λογαριασμό τους, εικόνες καλλιτεχνικής αξίας να καταστραφουν, και το ποσό που συγκεντρώθηκε τόσο από την κινητή όσο και από την ακίνητη περιουσία των μοναστηριών στο Εκκλησιαστικό Ταμείο του κράτους να είναι αστείο.
Από τα συνολικά 563 μοναστήρια της ελληνικής επικράτειας, διαλύθηκαν τα 412. Από τα γυναικεία μοναστήρια σώθηκαν μόνο 3, όπου και συγκεντρώθηκαν με τη βία όλες οι μοναχές. Τα Ρωμαιοκαθολικά μοναστήρια διατήρησαν απείραχτη τη δική τους περιουσία. Όσα ορθόδοξα μοναστήρια γλίτωσαν από τη λεηλασία, έχασαν την διοικιτική τους αυτονομία, την πνευματική διοίκηση ανέλαβε ο τοπικός επίσκοπος και την κοσμική διοίκηση ο εκάστοτε νομάρχης.
Πηγές :
Πετρόπουλος, Ιωάννης Αντώνης. Πολιτική και Πολιτεία στο Βασίλειο της Ελλάδας, 1833-1843. Princeton University Press, 1968.
Clogg, Richard, εκδ. Οι μειονότητες στην Ελλάδα: Όψεις μιας πλουραλιστικής κοινωνίας. Hurst & Company, 2002.