Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1912 και συνδυάζεται με τη γιορτή του πολιούχου της πόλης, τον Άγιο Δημήτριο. Πριν από 104 χρόνια, οι χώρες των Βαλκανίων (Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο) αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν τη δημιουργία ενός συνασπισμού έχοντας από κοινό σκοπό την απελευθέρωση των κατεχόμενων τόπων τους από τον οθωμανικό ζυγό. Βασικό αίτιο ήταν ο σκοπός των Νεότουρκων να εκτουρκίσουν τις εθνότητες που ήταν υποδουλωμένες στους Οθωμανούς και τα σκληρά μέτρα που έπαιρναν εναντίον τους. Ο πόλεμος τυπικά είχε ξεκινήσει από τις 25 Σεπτεμβρίου 1912, με την κήρυξη πολέμου από το Μαυροβούνιο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, βλέποντας πως είχε πέσει έξω στις εκτιμήσεις του για την έναρξη του πολέμου στις αρχές του 1913, έσπευσε να υπογράψει συμμαχίες με τα υπόλοιπα κράτη, οι οποίες και υπογράφτηκαν στις 22 Σεπτεμβρίου του 1912. Η Τουρκία προσπάθησε με διπλωματία να αποσπάσει την ένταξη της Ελλάδας στην συμμαχία, προσφέροντας σε αντάλλαγμα την Κρήτη, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο στις 5 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.
Θεσσαλονίκη, διαφιλονικούμενο «λάφυρο» μεταξύ δύο χωρών
Η Θεσσαλονίκη αποτελούσε σημαντικό στρατηγικό και εμπορικό σημείο στα Βαλκάνια. Ο κάτοχος της θα είχε σημαντικό προβάδισμα σε θέματα συνδιαλλαγών με άλλες χώρες από στεριά και θάλασσα έχοντας το προνόμιο να είναι εμπορικό κέντρο που βρίσκεται ανάμεσα σε Ευρώπη και Ασία. Παράλληλα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως στρατιωτικό ορμητήριο, ενώ για πολλούς αιώνες και μέχρι σήμερα αποτελεί κέντρο πολιτισμού. Είναι φυσικό λοιπόν οποιοσδήποτε να επιθυμούσε να την έχει υπό την κατοχή του. Ανάμεσα σε αυτού ήταν ο ελληνικός στρατός, που αποτελούσε διακαή του πόθο ενώ στην αντίπαλη μεριά βρισκόταν ο βουλγάρικος στρατός.
Οι νίκες των στρατών της βαλκανικής συμμαχίας διαδεχόταν η μια την άλλη. Οι Έλληνες, με αρχιστράτηγο τον διάδοχο Κωνσταντίνο, είχαν κερδίσει σημαντικές μάχες για την έκβαση του πολέμου όπως η νίκη στην Ελασσόνα, τη Σιάτιστα, τη Κατερίνη, τα Γρεβενά, τη Βέροια, το Σαραντάπορο και την Κοζάνη. Μετά την νίκη στα Γιαννιτσά, που αποτέλεσε μία από τις πιο δύσκολες μάχες του Α’ Βαλκανικού Πολέμου από μεριάς Ελλήνων, λόγο της θρησκευτικής σημασίας που είχε για τους Τούρκους, οι οποίοι συνέταξαν μεγάλο κομμάτι του στρατού τους για την υπεράσπιση της, άνοιξαν οι πόρτες για την Μακεδονία και την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Οι Τούρκοι για να καθυστερήσουν την προέλαση του ελληνικού στρατού κατέστρεψαν τις γέφυρες του Αξιού, του Λουδία και του Γαλλικού. Παράλληλα, ο βουλγάρικος στρατός, ακολούθησε τα αρχικά σχέδια του κατευθυνόμενος νότια προς την Θράκη και κατέλαβε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία τις Σαράντα Εκκλησιές και την Αδριανούπολη, ενώ αγγελιοφόροι μετέφεραν στο ελληνικό μέτωπο ότι μια βουλγάρικη μεραρχία βρισκόταν ήδη στην πεδιάδα του Λαγκαδά. Οι ανταγωνιστές των Ελλήνων είχαν πλέον και αυτοί προβάδισμα για την κατάληψη της πολυπόθητης πόλης και ο κίνδυνος να χαθεί ήταν ορατός.
Διαφωνία Βενιζέλου-Κωνσταντίνου για την πορεία του ελληνικού στρατού
Όπως προαναφέρθηκε, μετά την ανακατάληψη διάφορων περιοχών από τον ελληνικό στρατό, κύριος στόχος ήταν η κατεύθυνση προς τη Θεσσαλονίκη. Πολλές ιστορικές πηγές αναφέρουν πως ο Κωνσταντίνος επιθυμούσε να κατευθυνθεί προς το Μοναστήρι στο Βορρά και να το καταλάβει. Αντίθετα, ο Βενιζέλος βλέποντας τον βουλγάρικο στρατό να προελαύνει απειλητικά προς την Θεσσαλονίκη, πίεζε τον Κωνσταντίνο να αλλάξει πορεία στέλνοντας τηλεγράφημα που έγραφε: «Αρχηγόν Στρατού: Εντέλεσθε άμα τη λήψει της παρούσης να παραδώσητε την διοίκησιν του στρατού εις τον αρχηγόν του Γεν. Επιτελείου υποστράτηγον Δαγκλήν και αναχωρήσετε πάραυτα δι’ Αθήνας, τιθέμενος εις την διάθεσιν του υπουργού των Στρατιωτικών. Ε. Βενιζέλος, Υπουργός Στρατιωτικών». Ο διάδοχος, σε αντίθεση με την πολιτική ηγεσία, πίστευε πως σε ένα πόλεμο ο στρατός έπρεπε να κινείται ανάλογα με τις κινήσεις του εχθρού με σκοπό τη νίκη και όχι η κατάληψη θέσεων. Τότε ο πρωθυπουργός, μη έχοντας άλλη επιλογή, έστειλε τελεσίγραφο στον βασιλιά Γεώργιο Α’, ζητώντας τη βοήθεια του για να μεταπείσει τον Κωνσταντίνο. Και πράγματι ο διάδοχος μεταπείσθηκε με τη μεσολάβηση του πατέρα του και στις 25 Οκτωβρίου, η ελληνική εμπροσθοφυλακή βρίσκεται έξω από τις πόρτες της Θεσσαλονίκης.
Απελευθέρωση Θεσσαλονίκης
Την πόλη υπερασπιζόταν ο Χασάν Ταξίμ Πασάς. Η παράδοση της πόλης ήταν πλέον θέμα χρόνου. Στη Θεσσαλονίκη μετέβησαν πρόξενοι από Γαλλία, Μ. Βρετανία, Αυστροουγγαρία και Γερμανία για να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις. Βλέποντας πως δεν υπήρχε ελπίδα υπεράσπισης της πόλης, ο Ταξίμ έστειλε απεσταλμένους με επικεφαλή τον Σεφίκ Πασά στον Κωνσταντίνο να ζητήσουν απόσυρση του τούρκικου στρατού μαζί με τον οπλισμό του στο Καραμπουρνού μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Ο Κωνσταντίνος απέρριψε τον όρο και αντιπρότεινε την παράδοση άνευ όρων και την επιστροφή του στη Μικρά Ασία με δαπάνες της ελληνικής κυβέρνησης. Ο Οθωμανός αξιωματούχος τελικά συμφωνεί με την πρόταση του Αρχιστράτηγου και στις 26 Οκτώβρη, οι αξιωματικοί Μεταξάς και Δούσμανης υπογράφουν τα πρωτόκολλα παράδοσης σύμφωνα με τα οποία, παραδίνονταν ως αιχμάλωτοι 25.000 τούρκοι στρατιώτες μαζί με τον οπλισμό τους. Εν τω μεταξύ, ο Βενιζέλος έστειλε τηλεγράφημα στον Κωνσταντίνο και τον διέτασσε να εισέλθει στην Θεσσαλονίκη και να τελειώσει τη διαδικασία όσο το δυνατόν πιο γρήγορα γίνεται, αφού γνώριζε τις κινήσεις της 7ης Βουλγάρικης μεραρχίας η οποία πλησίαζε απειλητικά την πόλη, που είχε είδη απελευθερωθεί. Στο τηλεγράφημα ο Βενιζέλος ανέφερε: « Αρχηγόν Στρατού: Παραγγέλλεσθε να αποδεχτείτε προσφερόμενην υμίν παράδοσιν της Θεσσαλονίκης και να εισέλθητε εις ταύτην άνευ χρονοτριβής. Καθιστώ υμάς υπεύθυνον δια πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής. Υπουργός Στρατιωτικών Ε. Βενιζέλος». Για κάποιους ιστορικούς, το γεγονός αυτό θεωρείται απαρχή του εθνικού διχασμού. Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου εισέρχονται τα πρώτα τάγματα ευζώνων στην πόλη και υψώνεται η ελληνική σημαία στο Διοικητήριο.
Στις 28 του ίδιου μήνα, εισέρχεται στην πόλη ο Κωνσταντίνος μαζί με το επιτελείο του. Την ίδια μέρα, βρέθηκε έξω από τη Θεσσαλονίκη ο στρατηγός της βουλγάρικης μεραρχίας Τεοντόροφ μαζί με το στρατό του και ζήτησε να εισέλθει στην πόλη ζητώντας από τον Ταξίμ Πασά την υπογραφή του ίδιου πρωτοκόλλου που υπογράφτηκε από τους Έλληνες, γεγονός το οποίο αρνήθηκε ο Τούρκος. Αργότερα, ζήτησε να εισέλθουν χωρίς να αμφισβητούν την ελληνική κυριαρχία. Ο Κωνσταντίνος αρχικά αρνήθηκε, στη συνέχεια όμως επέτρεψε να εισέλθουν δύο τάγματα μαζί με τους πρίγκιπες Βόρι και Κύριλλο για ανάπαυση, ενώ μετά από σύγχυση ακολούθησε ολόκληρο το σύνταγμα των Βουλγάρων, γεγονός που εκνεύρισε τον πρωθυπουργό και την πολιτική ηγεσία. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως σπόρος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου. Τελικά, ο βουλγάρικος στρατός έφυγε από τη Θεσσαλονίκη. Στις 29 Οκτώβρη, κατέφθασε ο βασιλιάς Γεώργιος και υψώθηκε για πρώτη φορά ελληνική σημαία στον Λευκό Πύργο.
Το ερώτημα όμως είναι, θα ήταν η Θεσσαλονίκη υπό ελληνική κυριαρχία, αν δεν πραγματοποιούνταν οι παραπάνω διαδικασίες; Ήταν συγκυρίες αυτές που οδήγησαν τον διάδοχο Κωνσταντίνο στην απελευθέρωση της και ψυχολογία της στιγμής ή μελετημένη στρατιωτική απόφαση; Πάντως το δεδομένο είναι πως, η τύχη χιλιάδων ανθρώπων δεν θα ήταν η ίδια, αν υπήρχε ελάχιστη ακόμα καθυστέρηση.
Πηγές:
1) https://www.sansimera.gr/articles/328
2) https://www.sansimera.gr/articles/840
3) http://tvxs.gr/news/san-simera/i-epeteios-tis-apeleytherosis-tis-thessalonikis
4) http://www.protothema.gr/stories/article/622765/26-oktovriou-1912-i-apeleutherosi-tis-thessalonikis-kai-i-sugrousi-venizelou-konstadinou/
5) Το μεγάλο άλμα : Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης/ Σπύρος Κουζινόπουλος, 1997