
Τα πρόσωπα της Ελληνικής οικονομικής κρίσης: Μια μικρή εισαγωγή
Μια οικονομική κρίση μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Είναι ικανή να αλλάξει άπειρα πρόσωπα και διαστάσεις επηρεασμού μέσα σε μια κοινωνία. Η ελληνική οικονομική κρίση παρουσιάζει διαφορές, σε σχέση με αυτή που βίωσαν άλλα κράτη-μέλη της Ευρώ-ζώνης και χρειάστηκαν αρκετό καιρό έως και χρόνια για να ανακάμψουν. Τα περισσότερα, όμως, σταδιακά άρχισαν να ανασυγκροτούνται, ακολουθώντας πιστά ένα αυστηρά συγκροτημένο πρόγραμμα ανάπτυξης. Η ελληνική περίπτωση, αποτελεί μια εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα, καθώς από το 2009 που ξεκίνησε και επίσημα η κρίση, μέχρι και σήμερα δεν παρατηρούνται ιδιαίτερα σημάδια βελτίωσης, τόσο σε επίπεδο οικονομίας, όσο και σε επίπεδο κρατικών προδιαγραφών και κοινωνικής ανέλιξης.
Το «έπος» της Ελληνικής κρίσης συνεχίζεται, ακόμα, και μετά το πέρας της σειράς των μνημονίων, των αυστηρών μέτρων, της υπερφορολόγησης, της ανεργίας, της οικονομικής ρευστότητας, της απουσίας επιχειρηματικής και επενδυτικής δραστηριότητας. Μετά από τόσα χρόνια προσπάθειας και η κοινωνία εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς πτώχευσης. Τι πήγε στραβά; Ποια τα αίτια της ατελείωτης αυτής κρίσης; Λάθος διακυβέρνηση ή παθογένεια του ευρύτερου ιστορικά, κοινωνικού βίου και κομματικού-πολιτικού συστήματος; Θέματα που θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε και να ερμηνεύσουμε στην συνέχεια.
Η έναρξη της οικονομικής κρίσης: 2009
Το 2009, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας έφτασε σε επίπεδα πολύ υψηλά, καθιστώντας το δημόσιο χρέος μη βιώσιμο. Στα μέσα του 2010, τα στοιχεία του δημοσιονομικού χρέους έγιναν ευρέως γνωστά, με την τότε κυβέρνηση, που αδυνατούσε να δανειστεί με λογικά επιτόκια από τις αγορές για τη χρηματοδότηση του τρέχοντος δημοσιονομικού ελλείμματος και την ακόλουθη ανά-χρηματοδότηση του χρέους. Ως αποτέλεσμα, ο άμεσος κίνδυνος στάσης πληρωμών του Ελληνικού Δημοσίου έκανε αισθητή την παρουσία του. Η προσπάθεια της κυβέρνησης να ανακτήσει την αξιοπιστία της χώρας στις διεθνείς αγορές και να πετύχει μείωση των επιτοκίων, οδήγησε σε λήψη μέτρων μείωσης των δαπανών, τα οποία δεν κατάφεραν να ανατρέψουν το ήδη αρνητικό κλίμα.
Το οικονομικό πρόβλημα είχε πλέον διογκωθεί και η έλευση των ευρωπαϊκών θεσμών, έμοιαζε μονόδρομος για την ελληνική πλευρά. Έτσι, η Ελλάδα κατέφυγε στη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Τα συγκεκριμένα συγκρότησαν, από κοινού, το μηχανισμό στήριξης για την Ελλάδα. H ανακοίνωση της προσφυγής στον μηχανισμό στήριξης έγινε στις 23 Απριλίου 2010, από τον πρωθυπουργό Γεώργιο Α. Παπανδρέου, ο οποίος βρισκόταν εκείνη την ημέρα στο Καστελόριζο.
Η χρηματοδότηση από τον μηχανισμό στήριξης, έγινε υπό τους όρους ότι η Ελλάδα θα λάβει μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής. Πιο συγκεκριμένα, υπό τον όρο ότι θα λάβει μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης. Με τη χρηματοδότηση από το μηχανισμό αποφεύχθηκε ο άμεσος κίνδυνος στάσης πληρωμών της Ελλάδας, που θα είχε πιθανές ανεξέλεγκτες συνέπειες και για όλη τη ζώνη του ευρώ. Τα πρώτα μέτρα ανακοινώθηκαν από τον πρωθυπουργό, την Κυριακή 2 Μαΐου του 2010. Η Ελληνική οικονομία συνέχισε να βρίσκεται σε κατάσταση δημοσιονομικής ανισορροπίας και το επόμενο διάστημα. Αποτέλεσμα αυτού ήταν, ένα χρόνο μετά, τον Ιούνιο του 2011, η κυβέρνηση να καταφύγει στην ψήφιση του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, που περιλάμβανε νέα μέτρα λιτότητας και περικοπές. Επίσης, το θέμα πώλησης μέρους της δημόσιας περιουσίας και αναδιάρθρωσης ή «κουρέματος» του χρέους με σκοπό τη μακροπρόθεσμη μείωση του χρέους σε βιώσιμα επίπεδα, έδειχναν πια, ρεαλιστικά σχέδια εφαρμογής.
Το παρασκήνιο της Ελληνικής οικονομικής κρίσης

Η ελληνική οικονομική κρίση δημιουργούνταν μέσα από ένα χρόνιο δανεισμό που πραγματοποιούσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις, σε μια προσπάθεια κάλυψης των κρατικών αναγκών και του δημοσίου τομέα, χωρίς να δίνεται ανάλογη έμφαση στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της χώρας στις αγορές. Έτσι, μετά από ένα χρονικό πολέμων και εσωτερικών κοινωνικών και πολιτικών αναταραχών, η χώρα θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια της, με μια αυτόνομη οικονομία.
Η περίοδος μετά το 1974 (μετά-δικτατορική περίοδος), υπήρξε περίοδος μεγάλου δανεισμού για την Ελλάδα, με συνέπεια τη γρήγορη διόγκωση του χρέους. Μεταξύ του 1980 και 1993 το χρέος εκτινάχτηκε από 28,6% σε 111,6% του ΑΕΠ. Το έλλειμμα την ίδια περίοδο ήταν επίσης υψηλό. Μετά το 1993, η οικονομία μπήκε σε έναν πιο ομαλό δρόμο με στόχο να ικανοποιήσει τα κριτήρια σύγκλισης της συνθήκης του Μάαστριχ. Χάρη στην επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης, το χρέος άρχισε να μειώνεται (με λογιστικές πρακτικές), ελαφρά, ως ποσοστό του ΑΕΠ, μειώνοντας, παράλληλα, και το έλλειμμα, με εικονικές τιμές, μέχρι και το 1999 κάτω από 3%. Καθιστώντας εν τέλη την Ελλάδα, μέλος της ΟΝΕ. Αργότερα αποκαλύφθηκε πως οι σχετικά υψηλές επιδόσεις που παρουσιάζονταν αυτή την περίοδο οφείλονταν και σε αποκρύψεις ελλειμμάτων και δανείων. Πρακτική που ονομάστηκε δημιουργική λογιστική, στην υλοποίηση της οποίας βοήθησε και η επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs.
Το φθινόπωρο του 2004, ο τότε υπουργός οικονομικών Γιώργος Αλογοσκούφης προχώρησε σε οικονομική απογραφή κατόπιν πίεσης από την Eurostat. Η απογραφή αποκάλυψε αποκρύψεις δαπανών της προηγούμενης κυβέρνησης, με αποτέλεσμα να αναθεωρηθούν τα ελλείμματα των προηγούμενων ετών προς τα πάνω. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε μείωση της αξιοπιστίας της χώρας και σε τριετή επιτήρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ίδια χρονιά, η Eurostat προχώρησε σε αναθεώρηση παλαιότερων ελλειμμάτων της Ελλάδας, από τα οποία προέκυπτε ότι η Ελλάδα δεν ικανοποιούσε ποτέ τα κριτήρια σύγκλισης της συνθήκης του Μάαστριχ, αφού ακόμα και την κρίσιμη χρονιά του 1999 εξακολουθούσε να έχει έλλειμμα πάνω από 3%.
2007-2010
Την τριετία 2004-2007 το χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνεται, ενώ σημειώνονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης με το εθνικό εισόδημα να εκτοξεύεται κατά 12-15 δις τον χρόνο. Από το φθινόπωρο του 2008 όμως, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ξέσπασε, η ελληνική οικονομία εκτροχιάζεται και το έλλειμμα αλλά και το χρέος αρχίζουν να αυξάνονται με ταχύτατους ρυθμούς.
Τον Νοέμβριο του 2010, η Eurostat προχώρησε σε αναθεώρηση των ελληνικών ελλειμμάτων των τελευταίων ετών. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το έλλειμμα του 2006 τοποθετήθηκε στο 5,7% του ΑΕΠ (12,1 δις ευρώ), του 2007 στο 6,4% του ΑΕΠ (14,4 δις ευρώ), του 2008 στο 9,4% του ΑΕΠ (22,3 δις ευρώ) και του 2009 στο 15,4% του ΑΕΠ (36,1 δις ευρώ). Αντίστοιχα αναθεωρήθηκε προς τα πάνω και το χρέος. Με το χρέος του 2009 να αναθεωρείται στο 126,8% του ΑΕΠ που αντιστοιχεί σε 298 δις ευρώ.
Η Ελληνική οικονομική κρίση ως έμφυτο της ελληνικής παθογένειας
Η τρέχουσα βαθιά οικονομική κρίση της χώρας μας, δεν αποτελεί αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ξέσπασε κατά το 2008 με 2009. Ουσιαστικά αποτελεί μια αναπότρεπτη εσωτερική κρίση, συνέπεια ενός αντιπαραγωγικού μοντέλου οργάνωσης της ελληνικής οικονομίας που εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες, από τη μεταπολίτευση ως και σήμερα. Ένα μοντέλο με δομικές αδυναμίες, όπως η επιχειρηματική εσωστρέφεια, που σημαίνει μικρό ποσοστό εξαγωγών στο ΑΕΠ, η προσανατολισμένη στην εγχώρια αγορά παραγωγή με αποτέλεσμα την ανισορροπία στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ο μεγάλος και βαθύς αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας και το μη βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα.
Όπως, ακόμα, το ανεπαρκές εκπαιδευτικό σύστημα, που δεν συντελεί στη διαμόρφωση χαρακτήρων, δεν προτείνει την κριτική σκέψη, δεν προάγει την αριστεία, δεν είναι συνδεδεμένο με την αγορά εργασίας και υστερεί σε έρευνα κι ανάπτυξη, όπως το δυσμενές επιχειρηματικό περιβάλλον. Τέλος, ο ανορθόδοξα δομημένος πρωτογενής τομέας, οι ανεκμετάλλευτες τουριστικές δυνατότητες της χώρας και ο ταλαιπωρημένος τομέας του κλασσικού και σύγχρονου πολιτιστικού μας προϊόντος, πάνω δε από όλα αυτά, ένα γιγαντιαίο και λαβυρινθώδες κράτος, πανάκριβο στη λειτουργία του κι εν τούτοις δυσκίνητο κι αναποτελεσματικό, βασισμένο στη σιγουριά της μονιμότητας των λειτουργών του και στο αποτρεπτικό κάθε προόδου σύνολο των διοικητικών μικρό-δομών που έχουν κάνει τη δική τους συνωμοσία σε βάρος των πολιτών και της κοινωνίας. Όλα αυτά κι άλλα πολλά δομικά προβλήματα είχαν σαν συνέπεια τα συνεχή δημοσιονομικά ελλείμματα, τη μείωση της εθνικής αποταμίευσης, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και το χαμηλό ποσοστό ξένων επενδύσεων.
Υπάρχει άραγε τέλος στην ελληνική οικονομική κρίση;

Για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αλλά και κοινωνίας απαιτούνται μεταρρυθμίσεις παντού. Στην οργανωτική μορφή και στον ρόλο του κράτους στην οικονομία, ώστε αυτό να είναι επιτελικό, ευέλικτο και φιλικό στον πολίτη, στην επιχειρηματικότητα, όπως και στο ασφαλιστικό σύστημα, του οποίου η συνολική λειτουργία θα πρέπει να εγγυάται από το κράτος. Στη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας, που οι δυνάμεις της θα πρέπει να απελευθερωθούν, στη δικαιοσύνη, ώστε να αποδίδεται έγκαιρα κι αποτελεσματικά, στη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στην παιδεία και σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, στις εργασιακές σχέσεις, στη περιβαλλοντική διαχείριση, στη διαχείριση του τουρισμού, στην ανάδειξη των πολιτιστικών δυνατοτήτων της χώρας, στη ναυτιλία και στον πρωτογενή τομέα, που θα έπρεπε να αποτελεί μαζί με τον πολιτισμό και τον τουρισμό τους βασικούς άξονες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Τέλος, στην ορθή λειτουργία των θεσμών μαζί με τη ριζική αναθεώρηση και εκσυχρονισμό του Συντάγματος. Σκοπός είναι να υπηρετεί αποτελεσματικά και ουσιαστικά τόσο το συμφέρον των πολιτών και της οικονομίας, όσο και το ευρύτερο εθνικό συμφέρον. Μόνον έτσι είναι δυνατόν, να μπουν οι βάσεις για τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας σε μια σύγχρονη ανταγωνιστική οικονομία.
Η ιδεολογία
Αξίζει, όμως, να επισημάνουμε πως, πέρα από τις πρακτικές μακροοικονομικές μεταρρυθμίσεις, θα πρέπει να γίνουν αλλαγές και στην νοοτροπία. Τι εννοούμε με αυτό; Εννοούμε ότι ανεξάρτητα από κυβερνητικούς και κομματικό-πολιτικούς φορείς και οι πολίτες θα πρέπει να αναλάβουν το μερίδιο των ευθυνών τους. Να εναρμονιστούν με τις αλλαγές που επιτάσσουν οι συνθήκες, αποδεχόμενοι και πρόθυμοι να ακολουθήσουν τα ευρωπαϊκά πρότυπα ανάπτυξης και εργασίας. Να αφήσουν, επιτέλους, στο παρελθόν, τις «πελατειακές» σχέσεις και την ασφάλεια που προσφέρει η μονιμότητα του δημόσιου τομέα, που όπως αποδεικνύεται μέχρι και σήμερα, είναι ιδιαίτερα καταστροφικός. Όχι μόνο για την οικονομία, αλλά και για τα ίδια τα άτομα. Γιατί η μονιμότητα και η ασφάλεια ενός σίγουρου μισθού, έστω και χαμηλού, «σκοτώνει» το κίνητρο της προσπάθειας για το καλύτερο, διαιωνίζοντας την «ασφάλεια», μέσα στην οποία μάθαμε να ζούμε και να επιβιώνουμε. Χωρίς να μαθαίνουμε ποτέ, πότε πρέπει να αλλάζουμε για ένα συλλογικό και ανώτερο στόχο.
Δημιουργώντας ένα λειτουργικό κράτος, με μια ανεπτυγμένη οικονομία. Μια κοινωνία παραγωγική με παροχές και απολαβές. Και όχι απλά εικονικά γεμάτες τσέπες, με δανεικό χρήμα.
Πηγές:
«Ελληνική οικονομική κρίση 2009-σήμερα». Ανακτήθηκε από: https://el.wikipedia.org/wiki (Τελευταία πρόσβαση 31-3-19)
«Η βαθιά οικονομική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα την τελευταία πενταετία». Ανακτήθηκε από: https://el.wikibooks.org/wiki (Τελευταία πρόσβαση 31-3-19)