
Η δύναμη που είχε ο Πάπας ανά τους αιώνες ήταν πολύ μεγάλη. Αυτό βέβαια ισχύει μέχρι και σήμερα. Μπορεί στην εποχή μας η εκκλησία να μην διαδραματίζει τον ίδιο ρόλο με πριν, όμως η επιρροή της είναι σημαντική. Μπορεί να επηρεάσει τους πιστούς αλλά και τα πολιτικά πράγματα. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και η έκδοση του “Non expedit” το 1868.
Η ιταλική χερσόνησος, πριν το 1861, ήταν διαιρεμένη σε πολλά μικρά κρατίδια, με το καθένα να έχει το δικό του αρχηγό. Η επιρροή του Πάπα στη χερσόνησο ήταν πολύ μεγάλη και η Ρώμη που ήταν η έδρα του αποτελούσε το προπύργιο του. Επομένως, η δημιουργία ενός ενωμένου ιταλικού κράτους αποτελούσε κίνδυνο για τον Πάπα. Μπορεί να διατηρούσε τη θρησκευτική του εξουσία, αλλά η κοσμική του εξουσία απειλούταν.
Αυτήν την περίοδο, προκαθήμενος της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ήταν ο Πάπας Πίος Θ’ (από το 1846 έως το 1878). Το όνομά του έχει συνδεθεί με σημαντικά δόγματα της καθολικής Εκκλησίας. Το πρώτο δόγμα είναι η Άμωμος σύλληψη της Παρθένου Μαρίας και το δεύτερο είναι το δόγμα του Αλάθητου του πάπα (Α’ Σύνοδος του Βατικανού το 1870). Το δεύτερο είχε προκαλέσει τις ίδιες αντιδράσει με το “Non expedit” λόγω της πολιτικής που επιθυμούσε ο Πάπας.

Τι ήταν όμως το “Non expedit”; Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, το 1861 δημιουργήθηκε το Βασίλειο της Ιταλίας έπειτα από την ένωση των ανεξάρτητων ιταλικών κρατιδίων υπό τον Βίκτορ Εμμανουήλ Β’. Ο Πάπας, φοβούμενος για τη μείωση της δύναμής του, απαγόρευσε στους καθολικούς να ψηφίσουν στις επικείμενες εκλογές.
Ο λόγος που προέβη στην έκδοση αυτής της απόφασης ήταν εξαιτίας της δημοσίευσης του Συντάγματος του Βασιλείου της Ιταλίας (1861). Στο Σύνταγμα είχαν διατυπωθεί νόμοι σχετικά με τη Καθολική Εκκλησία και τις εντολές που έδινε στους πιστούς. Με αυτό το τρόπο, ο Πίος Θ’ εξέφραζε την άρνησή του στα νέα πράγματα. Ταυτοχρόνως, η στάση αυτή έκανε φανερό πως η Εκκλησία δεν αναγνώριζε το ιταλικό κράτος. Η ερμηνεία της φράσης “Non expedit” στη πραγματικότητα σημαίνει πως δεν είναι σκόπιμο ή σημαντικό οι πιστοί να συμμετέχουν στις εκλογές. Υπήρχε η άποψη πως οι βουλευτές, με τη ψήφιση των νέων νόμων, θα ενέκριναν τη “φθορά της Αγίας Έδρας” και θα ήταν εχθροί της Εκκλησίας.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως με αυτή τη παπική εντολή, το εκλογικό σώμα μειώθηκε περίπου στις 650.000. Αρκετοί κατηγόρησαν τη στάση του Βατικανού. Θεωρούσαν ότι απέτυχε στο καθήκον του έναντι της κοινωνίας και της πρόσφατα ενωμένης Ιταλίας.
Το “Non expedit” έφερε σε σύγκρουση πολύ κόσμο με το Βατικανό. Ύστερα από το θάνατο του Πίου Θ’, ο Πάπας Λέων ΙΓ’, το 1882, έλαβε υπόψη του τη μερική κατάργηση αυτού του νόμου, δίχως όμως να γίνεται στη πραγματικότητα κάποια σπουδαία αλλαγή. Αρκετοί υποστήριζαν πως το “Non expedit” δεν απαγόρευε, αλλά προειδοποιούσε ή συνιστούσε στους πιστούς. Βέβαια, στη πράξη ήταν φανερή η απαγόρευση για συμμετοχή στις εκλογές.
Εν τέλει, η συγκεκριμένη παπική πολιτική καταργήθηκε επισήμως το 1919 από τον Πάπα Βενέδικτο ΙΕ’, δίνοντας την έγκρισή του για τη δημιουργία του Ιταλικού Λαϊκού Κόμματος. Τα μέλη αυτού του κόμματος ήταν εμπνευσμένα από τον καθολικισμό. Με αυτό το τρόπο, το Βατικανό “ευλογούσε” τους πιστούς να ασχοληθούν με τη πολιτική ζωή της χώρας.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν στο άρθρο αυτό:
Non expedit. Ανακτήθηκε από https://www.britannica.com/topic/non-expedit (τελευταία πρόσβαση 19.3.2021)
Non Expedit. Ανακτήθηκε από https://en.wikipedia.org/wiki/Non_Expedit (τελευταία πρόσβαση 19.3.2021)
Melloni, A., Cavagnini, G. & Grossi, G. (επιμ.) (2020). Benedict XV: A Pope in the World of the ‘Useless Slaughter’ (1914-1918). Turnhout, Belgium: Brepols Publishers