Ως γνωστόν, κατά τον 6ο και 5ο π. Χ αιώνα, τα κέντρα της πνευματικής ανάπτυξης της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης σταδιακά μεταφέρονται στη νότια Ιταλία. Σε αντίθεση με τη Μίλητο και την Έφεσο, οι οποίες ανέπτυξαν το εμπόριο, τα νέα κέντρα έκλιναν στην ανάπτυξη της γεωργίας και της αμπελουργίας.
Στην Ελέα, όπου πέρασε τα γεράματα του ο Ξενοφάνης ιδρυτής της Ελεατικής φιλοσοφίας και σχολής, έζησαν και άκμασαν ο Παρμενίδης και ο μαθητής του, Ζήνων.
Ο Παρμενίδης o Ελεάτης, γιος του Πύρη, γεννήθηκε και έζησε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, -όπως ήδη αναφέραμε- στην Ελέα της Κάτω Ιταλίας και υπήρξε μάλλον μαθητής του Ξενοφάνη.
Η γέννηση και ο θάνατος του Παρμενίδη αποτελούν πρόβλημα ως προς τον ακριβή προσδιορισμό τους. Πάντως η γέννηση του, τοποθετείται στα τέλη του 6ου περίπου στα 540/39 π. Χ, είτε κατ’ άλλη εκδοχή, στα 520/10 π. Χ. Ο θάνατος του τοποθετείται αρχές του 5ου αιώνα περίπου στα 475/70 π. Χ, είτε σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή 440 π. Χ (η χρονολογική τοποθέτηση γέννησης και θανάτου δεν είναι απολύτως ακριβείς και ο υπολογισμός τους στηρίζεται στην πληροφορία που μας δίνει ο Διογένης ο Λαέρτιος, ότι ο Παρμενίδης ήταν στην ακμή του, δηλαδή περίπου σαράντα χρόνων, κατά την εξηκοστή ενάτη Ολυμπιάδα 504-500 π. Χ).
Ο φιλόσοφος Παρμενίδης ήταν αριστοκράτης στην καταγωγή, ο οποίος εκτός από φιλόσοφος σύμφωνα με τον Πλούταρχο υπήρξε νομοθέτης και δη, άριστος. Γνωρίζουμε δε, από τις ίδιες πηγές ότι έδωσε ένα εξαίρετο σύνταγμα στην πατρίδα του, για τη διαφύλαξη του οποίου ορκίζονταν κάθε χρόνο στους θεούς οι συμπολίτες του, χωρίς αυτό να μειώνει την ιδιότητα του, του φιλοσόφου. Αναμφισβήτητα αποτελεί μια απ’ τις σπουδαιότερες φιλοσοφικές μορφές της αρχαιότητας και το συνειδητό φιλοσοφικό αντίποδα στον Ηράκλειτο τον Εφέσιο.
Για τον Παρμενίδη, επίσης, γνωρίζουμε ότι είχε γνωριστεί με τον Αμεινία τον Πυθαγόρειο, τον οποίο και τιμούσε ιδιαίτερα μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Παρμενίδης είχε κατά πασά πιθανότητα επηρεαστεί από τους Πυθαγόρειους ως προς τον τρόπο ζωής, (ζούσε βίο θεωρητικό). Στους Πυθαγόρειους, μάλλον χρωστάει και τις αστρονομικές και επιστημονικές του, γνώσεις για τον αυγερινό, τον αποσπερίτη, το φεγγάρι και τον ήλιο, τις οποίες αναφέρει στο φιλοσοφικό του ποίημα.
Ο Παρμενίδης εισάγοντας τη μεταφυσική στη φιλοσοφία θα διακηρύξει την ανυπαρξία του κενού, και τη μη δυνατότητα της κίνησης, καθώς και το αμετάβλητο και στατικό της ύλης. Το «είναι» για τον Παρμενίδη είναι «αγέννητο» και «ανώλεθρο» και το «νοείν» είναι ο αναγκαίος συνδετικός κρίκος με το «είναι». Παράλληλα δε, οι αισθήσεις θεωρεί ότι μπορεί να δίδουν στους ανθρώπους ψευδή εικόνα ή ψευδείς εικόνες του κόσμου. Ο Παρμενίδης, επίσης, υποστηρίζει την ανυπαρξία του «μη όντος» (ανύπαρκτου) και θεωρεί αδύνατη ακόμη, και την παρουσία του, στο διανοητικό πεδίο, σημείο στο οποίο αυτοαναιρείται.
Βέβαια, ο Παρμενίδης παρότι μεταφυσικός, κι απ’ αυτή την άποψη ιδεαλιστής, πρεσβεύει ένα συνθετικό δογματικό-ενορατικό τρόπο σκέψης, ο οποίος όμως εμπεριέχει παράλληλα και ορισμένα στοιχεία απλοϊκού υλισμού. Απ’ αυτή την οπτική, ο εν λόγω φιλόσοφος μπορεί να ιδωθεί ως μία ιδιάζουσα και εξαιρετική περίπτωση φιλοσόφου.
Για τον Παρμενίδη γνωρίζουμε ότι είχε συγγράψει ένα φιλοσοφικό ποίημα στο οποίο συμπυκνώνεται η διδασκαλία του, του οποίου ο τίτλος ήταν μάλλον «Περί Φύσεως» ή «Περί Φύσιος» και το οποίο διαιρούνταν σε τρία μέρη μαζί με το προοίμιο.
Στο προοίμιο περιγράφει μια αρματοδρομία όπου αναβάτης είναι ο φιλόσοφος ποιητής, στον οποίο έχουμε μια ενορατική-θεϊκή και συνάμα δογματική αποκάλυψη της αλήθειας, από την ίδια τη θεά, στο δεύτερο μέρος -ουσιαστικά πρώτο- παρουσιάζει την αλήθεια ως απόλυτη δογματική αλήθεια, την αλήθεια ως θεϊκή ενορατική αποκάλυψη τη σύνθεση και τη σημαντικότητα του «είναι», αλλά υπό μορφή ταυτότητας και την ανυπαρξία του «μη είναι», και στο τρίτο τμήμα -ουσιαστικά δεύτερο- παρουσιάζει «Τα προς δόξαν», δηλ. γνώμες θνητών όπως οι θνητοί αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις τους, τον κόσμο, όπου και υποστηρίζει ότι οι θνητοί «κωφοί, τυφλοί, τεθηπότες άκριτα φύλα» αποδέχονται δύο μορφές της πραγματικότητας, πράγμα που κατά τον Παρμενίδη είναι και η μεγάλη τους, πλάνη, γιατί δεν είναι ορθό να θεωρείται ότι υφίσταται η μία από τις δύο μορφές «των μίαν ου χρείαν εστίν».
Από το παραπάνω έργο του, σώζονται 155-56 εκατόν πενήντα πέντε-έξι εξάμετροι στίχοι, 19 δεκαεννέα αποσπάσματα τα οποία εξέδωσε ο Diels στα Fragmente der Vorsokratiker. Επίσης πρέπει να αναφέρουμε ότι από τον Gaelius Aurelianus παραδίδεται απόσπασμα έξι στίχων στα λατινικά, το οποίο κατά το Λατίνο συγγραφέα, αποτελεί μέρος του Παρμενιδείου ποιήματος.
Βιβλιογραφία
Παρμενίδης ο Ελεάτης-Περί Φύσιος, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια, Γεώργιος Στ. Καραγιάννης, εισαγωγή, Δημήτρης Παπαδής, εκδόσεις Ζήτρος, Αθήνα, 2003.