Ο David Ricardo, 1772–1823) γεννήθηκε στο Λονδίνο προερχόμενος από ολλανδοεβραϊκή οικογένεια. Ακολουθώντας την παράδοση της οικογένειάς του, σταδιοδρομεί, από νεαρή ηλικία, ως χρηματιστής. Σημαντική επίδραση άσκησε το θεωρητικό του έργο, από το οποίο ξεχωρίζουν οι Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας και της Φορολογίας (1817) ως ένα από τα βασικά έργα της κλασικής σχολής της Οικονομίας. Από το 1819 μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν μέλος του Κοινοβουλίου.
Ο David Ricardo επιδίωξε να προσδιορίσει τους νόμους οι οποίοι ρυθμίζουν τη συνολική παραγωγή της κοινωνίας με την ίδια δεσμευτικότητα όπως οι φυσικοί νόμοι. α) Βασική είναι η θεωρία του για τον προσδιορισμό της αξίας των αγαθών. Σύμφωνα με αυτή, οι τιμές καθορίζονται με βάση την εργασία, η οποία χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Η αξία αυτή, όμως, δε νοείται ως ένα απόλυτο μέγεθος και δε λογαριάζεται με βάση απλώς την ποσότητά της. Διακρίνει την εργασία σε εκείνη που απαιτείται για την παραγωγή ενός προϊόντος και σε εκείνη η οποία χρειάζεται για την παραγωγή του πάγιου κεφαλαίου (μηχανημάτων, κτιρίων, κτλ.). Αναγνωρίζεται, με λίγα λόγια, ότι η εργασία αποτελεί κύρια αξία και ότι το κεφάλαιο ενσωματώνει εργασία, μια ιδέα η οποία αναπτύσσεται αργότερα στη θεωρία του Μαρξ.
β) Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τη γεωργική παραγωγή και ως μονάδα μέτρησης το σιτάρι, επιχειρεί να δώσει μια γενική εικόνα για την εξέλιξη της οικονομίας. Σύμφωνα με το παράδειγμά του, στο βαθμό που ο πληθυσμός αυξάνεται, η καλλιέργεια επεκτείνεται και σε λιγότερο γόνιμα εδάφη, όπου χρειάζεται περισσότερη εργασία για την παραγωγή σίτου. Η τιμή του προϊόντος, επομένως, ανεβαίνει, ενώ οι ιδιοκτήτες της εύφορης γης θα ζητούν υψηλότερο ενοίκιο, με αποτέλεσμα να μειώνεται το κέρδος του επιχειρηματία. Ο ρυθμός συσσώρευσης του κεφαλαίου επιβραδύνεται και οι μισθοί παραμένουν στο ελάχιστο όριο διαβίωσης. Η φθίνουσα απόδοση της γης μπορεί να αναβληθεί, όχι και να αναιρεθεί, με την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Ενώ θεωρούσε ότι η υποκατάσταση της ανθρώπινης εργασίας από τις μηχανές θα ήταν συμφέρουσα για το γαιοκτήμονα και καπιταλιστή, δεν πίστευε ότι ήταν το ίδιο συμφέρουσα και για την τάξη των εργατών.
γ) Στη θεωρία του διεθνούς εμπορίου, ο David Ricardo διατυπώνει το νόμο του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Αν, για παράδειγμα, δύο χώρες Α και Β παράγουν δύο αγαθά, λόγου χάρη ρούχα και κρασί, θα αναπτύξουν εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους εφόσον υπάρχουν διαφορές ως προς το κόστος των προϊόντων αυτών. Αν δηλαδή η χώρα Α έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγή του προϊόντος Α, το κρασί είναι φθηνότερο στην Α και τα ρούχα στη Β, και, αντιστρόφως, τα ρούχα είναι ακριβότερα στην Α και το κρασί στη Β, τότε θα εξειδικευτεί καθεμιά στην παραγωγή του προϊόντος στο οποίο διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα και οι συναλλαγές τους θα είναι αμοιβαία επωφελείς. Η ιδέα αυτή του Ρικάρντο, με την οποία υποστηρίζεται η ελευθερία του εμπορίου, αντιτασσόταν στη δασμολόγηση των εισαγόμενων προϊόντων, η οποία προστάτευε το εθνικά προϊόντα.
Πηγές:
Ιστορία Κοινωνικών Επιστημών (2015). Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών και Εκδόσεων Διόφαντος