Όσο περνάν τα χρόνια, τόσο οι παλιοί γνωστοί μας απομακρύνονται ο ένας απ’ τον άλλον. Οι άνθρωποι γίνονται περισσότερο κοινωνικοί και λιγότερο ανθρώπινοι. Χάνουν τις ιδιομορφίες τους, τα ιδιαίτερα προτερήματα και τα ελαττώματά τους -σχεδόν ισοπεδώνονται. Οι φιλίες μαραίνονται.
Και το περίεργο είναι πως εξωτερικά, στη συμπεριφορά τους, οι άνθρωποι μοιάζουν περισσότερο (ακόμη και στα κοστούμια τους και στη χτενισιά τους), σαν να καταργηθήκανε οι διαφορές τους, κι όμως τώρα ακριβώς νιώθεις πως οι διαφορές τους αυξήθηκαν, κι όλοι τους χωρισμένοι με διαδοχικά κάθετα στρώματα τυπικότητας κι ευγενικής ψυχρότητας.
Όπως άλλωστε και τα σπίτια. Οι όμορφες εκείνες μονοκατοικίες με τις γύψινες γιρλάντες, με τους καπνοδόχους, τ’ ανθέμια, τους κήπους, τα πηγάδια, καθεμιά τους με το δικό της γούστο, τη δική της φυσιογνωμία, απορία ή και αδεξιότητα, δόθηκαν με αντιπαροχή κι υψώθηκαν τα πολυώροφα, μονότονα, απρόσωπα, τσιμεντένια κουτιά, κρύβοντας τον Παρθενώνα, τον Αϊ-Γιώργη του Λυκαβηττού, σφαγιάζοντας τα δεντράκια μας, πιπεριές, μουριές, γαζίες, τις παιδικές μας αναμνήσεις, τους χαρταϊτούς, τα σκοινιά της μπουγάδας, τ’ αστέρια, τις ξυπόλητες ποδοσφαιρικές ομάδες, τις βραδινές κουβεντούλες από παράθυρο σε παράθυρο, από αυλή σε αυλή με τις μυρωδιές του βασιλικού και του δυόσμου, με τον μητρικό νουθετικό ουρανό, με το φεγγαράκι μια φέτα δροσερό…
Ω, πάνε, πάνε και τα πλανόδια επαγγέλματα, παγοπώλες, γιαουρτάδες, γαλατάδες, ομπρελάδες, γανωτζήδες, παπλωματάδες, τροχιστές, καρεκλάδες, ιχθυοπώλες, μανάβηδες με τα γαϊδουράκια τους ή τα χειραμάξια τους και μοσκοβόλαγαν οι γειτονιές ροδάκινα, ντομάτες, αχλάδια και τριαντάφυλλα κι οι κότες κακάριζαν θριαμβευτικά, δοξάζοντας κάτι άγνωστο και οικείο, λευκό και σφαιρικό κι αδιαμφισβήτητο, κι ούτε χρειάζονταν καν ξυπνητήρια ή ρολόγια, γιατί, απ’ τη μια τ’ αστέρια, απ’ την άλλη τα κοκόρια, είχαν αναλάβει τη χρονική και μετεωρολογική μας ενημέρωση, με ακρίβεια και με κάποια εύθυμη πονηρία, κάπως διφορούμενη.
Και οι άνθρωποι στριμωχτήκανε φαμίλιες και φαμίλιες μέσα σε τούτα τα κουτιά, κοντά κοντά, πλάι πλάι, κι ούτε γνωρίζονται κι ούτε βλέπονται ούτε χαιρετιούνται, κι αντίς για δέντρα έχουν κεραίες τηλεοράσεων, και μονάχα οι ολόσωμοι καθρέφτες των ασανσέρ κάτι κρατούν από μνήμες ερωτικών δωματίων…
Κι όχι να πεις πως σήμερα δεν κουβεντιάζουν οι άνθρωποι -λόγια, άλλο τίποτα, άφθονα λόγια-, μα δε συνομιλούν, δε λένε τίποτα δικό τους, προσωπικό, ιδιωτικό, ιδιαίτερο (και γι’ αυτό καθολικό), μόνο λόγια, ξένα, μηχανικά, δημοσιογραφικά, γενικού ενδιαφέροντος, μεγάλοι τίτλοι εφημερίδων, γιατί, πράγματι, ξεφυλλίζουν πολλές εφημερίδες διαβάζοντας μόνον τα κεφαλαία γράμματα και τα εγκλήματα και τις αυτοκτονίες, ακούν επίσης τις ειδήσεις των 9 ή και των 12 απ’ την τηλεόραση (έγχρωμη τώρα) -άνθρωποι επαρκώς ενημερωμένοι, πολύ παρόντες (εδώ και σήμερα), κι εντελώς απόντες απ’ τον εαυτό τους, απ’ το παρελθόν τους, το μέλλον τους και, φυσικά, απ’ το παρόν τους, μακριά απ’ τους άλλους…
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιάννη Ρίτσου, Ίσως Να ’Ναι κι Έτσι, εκδόσεις Κέδρος.
Κι εσύ να λείπεις…
Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της,
και συ να λείπεις,
να ‘ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα,
και συ να λείπεις,
να ‘ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα,
και συ να λείπεις,
οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι,
και συ να λείπεις,
‘Ενα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό,
πολλές σημαίες ν’ ανεμίζουν στα μπαλκόνια,
και συ να λείπεις,
Κι ύστερα ένα κλειδί να στρίβει η κάμαρα να ‘ναι σκοτεινή,
δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο,
και συ να λείπεις,
Σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται,
και σένανε να σου λείπουν τα χέρια,
δυο κορμιά να παίρνονται,
και συ να κοιμάσαι κάτου απ’ το χώμα,
και τα κουμπιά του σακακιού σου ν’ αντέχουν πιότερο από σένα κάτου απ’ το χώμα,
κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει
‘Οταν η καρδιά σου,
που τόσο αγάπησε τον κόσμο, θα ‘χει λιώσει.
Να λείπεις- δεν είναι τίποτα να λείπεις.
Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά έχεις λείψει,
θα ‘σαι για πάντα μέσα σ” όλο τον κόσμο…
Απόσπασμα από τις «Γειτονιές του Κόσμου» του Γ. Ρίτσου
Ο Γιάννης Ρίτσος (1909-1990) γεννήθηκε στην Μονεμβασιά στο πλαίσιο μιας οικογένειας που μαστίζοταν από πολλά προβλήματα. Ο ίδιος λόγω της φυματίωσης νοσηλεύτηκε πολλές φορές σε σανατόρια ενώ και λόγω των αριστερών του φρονημάτων φυλακίστηκε και εξορίστηκε εξαιρετικά συχνά με αντιστασιακή του δράση να παραμένει αμείωτη τόσο κατά την διάρκεια του εμφυλίου όσο και κατά την διάρκεια της 7ετούς δικτατορίας. Έκανε πολλές δουλειές ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονται αυτές του δακτυλογράφου, του αντιγραφέα, του βοηθού βιβλιοθηκάριου. Εργάστηκε ως χορευτής και ηθοποιός στο θέατρο γράφοντας μάλιστα και θεατρικά έργα. Ασχολήθηκε με την μετάφραση ποιητών κυρίως από τις ανατολικές χώρες ενώ ως πεζογράφος έγραψε αφηγήματα με έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο και τις ταξιδιωτικές εμπειρίες. Ανάμεσα στα ενδιαφέροντα του συμπεριλαμβάνεται και η ζωγραφική. Στην ποίηση του ενυπάρχουν ο υψηλός λυρισμός, αυθορμητισμός, πλούσιο λεξιλόγιο, έντονη υποβλητικότητα, εικόνες από την παιδική ηλικία και εφηβεία, ο έρωτας και η αγάπη. Μια ποίηση πολιτική, ανατρεπτική, κοινωνική, αντιστασιακή με αναφορές στον σύγχρονο άνθρωπο και την ανθρώπινη οδύνη.