Το αλκοόλ ανήκει στις ψυχοτρόπες ουσίες και, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ, 2007), ευθύνεται για την πρόκληση παραπάνω από 60 τύπους ασθενειών, πολλές από τις οποίες είναι χρόνιες ή θανατηφόρες. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, εκτιμάται επίσης ότι πάνω από 76,3 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από διαταραχές εξαιτίας του αλκοόλ (Φωτίου & Κοκκέβη, 2013). Το αλκοόλ ευθύνεται στην πλειονότητα των περιπτώσεων για τα αυτοκινητιστικά ατυχήματα/δυστυχήματα, ενώ η μέθη είναι συχνά υπεύθυνη σε περιπτώσεις εγκλημάτων και αυτοκτονιών (Dimatteo & Martin 2012. Ο.ΚΑ.ΝΑ, 2003). Γενικώς, το αλκοόλ θεωρείται ότι ευθύνεται για τους περισσότερους θανάτους συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη εξαρτησιογόνο ουσία (Ο.ΚΑ.ΝΑ, 2003).
Η Ευρώπη είναι η περιοχή όπου συναντάται η μεγαλύτερη κατανάλωση αλκοόλ. Για την ακρίβεια, η κατανάλωση αλκοόλ στην Ευρώπη εκτιμάται ότι είναι 2,5 φορές μεγαλύτερη από τον υπόλοιπο κόσμο (Φωτίου & Κοκκέβη, 2013). Η μεγάλη αυτή συχνότητα ισχύει τόσο για τους ενήλικες όσο και για τους εφήβους. Παράλληλα, εκτιμάται ότι στους λευκούς έφηβους και ενήλικες οι πιθανότητες κατάχρησης αλκοόλ είναι περισσότερες συγκριτικά με τους Αφροαμερικάνους (Kring, Davison, Neale, & Johnson, 2007). Στην Ελλάδα, συγκεκριμένα, μετά το 1960, αρχίζει να σημειώνεται μια διαρκή αυξητική πορεία στην κατανάλωση αλκοόλ ανά άτομο (Καλτσούνη, 2001), ενώ έχουμε εξίσου αύξηση στα περιστατικά βαριάς κατανάλωσής του (Φωτίου & Κοκκέβη, 2013).
Ποιες είναι οι βραχύχρονες επιπτώσεις του αλκοόλ στο σώμα;
Όταν το αλκοόλ καταναλωθεί, το μεγαλύτερο μέρος του καταλήγει στο λεπτό έντερο και από εκεί απορροφείται στο αίμα, ενώ η διάσπασή του λαμβάνει μέρος κυρίως στο ήπαρ. Το ήπαρ μπορεί να μεταβολίσει ανά ώρα περίπου 28 γραμμάρια οινοπνευματώδους ποτού με περιεκτικότητα αλκοόλ 50% (Kring, Davison, Neale, & Johnson, 2007). Αυτό σημαίνει ότι παραπάνω ποσότητα αλκοόλ παραμένει στο αίμα.
Η συγκέντρωση του αλκοόλ στο αίμα εξαρτάται από:
- Την ποσότητα που έχει καταναλωθεί σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
- Το ύψος και το βάρος του ατόμου
- Την ύπαρξη τροφής στο στομάχι
- Τη λειτουργία του ήπατος
- Το φύλο (οι γυναίκες έχει βρεθεί ότι φτάνουν σε μεγαλύτερη συγκέντρωση του αλκοόλ στο αίμα, προφανώς εξαιτίας του γεγονότος ότι τα δυο φύλα διαφέρουν στην ποσότητα νερού που διαθέτει το σώμα τους)
Οι συνήθεις σωματικές επιδράσεις του αλκοόλ είναι:
- Διαταραχή στον λόγο και την άρθρωση
- Διαταραχή στην όραση
- Μείωση του κινητικού συντονισμού
- Μείωση της ισορροπίας και αστάθεια
Ποιες είναι οι βραχύχρονες επιπτώσεις του αλκοόλ στη διάθεση;
Το αλκοόλ ως ψυχοτρόπος ουσία έχει διάφορες επιπτώσεις. Οι κυριότερες από αυτές είναι:
- Αυξάνει την κοινωνικότητα (η λεγόμενη μείωση των αναστολών)
- Προκαλεί εφορία (το αλκοόλ αυξάνει τα επίπεδα της σεροτονίνης και της ντοπαμίνης στον εγκέφαλο)
- Μειώνει την ένταση (το αλκοόλ επιδρά με τους υποδοχείς GABA του εγκεφάλου, που είναι ανασταλτικοί νευροδιαβιβαστές)
- Μπορεί όμως να πυροδοτήσει και αρνητικές σκέψεις μαζί με καταθλιπτική διάθεση (το αλκοόλ έχει διφασική δράση, πράγμα που σημαίνει ότι αρχικά προκαλεί εφορία και κοινωνικότητα, ενώ καταλήγει σε μελαγχολία και απομόνωση)
- Προκαλεί συναισθηματική αστάθεια
- Παρεμποδίζει, όσο αυξάνεται σε ποσότητα, τις σύνθετες σκέψεις (συμπεριλαμβανομένης και της κριτικής σκέψης), καθώς και τη συγκέντρωση
- Αυξάνει την επιθετικότητα
- Προκαλεί ευερεθιστότητα
- Προκαλεί απώλεια μνήμης
- Σε μεγάλες δόσεις οδηγεί σε καταστολή και ύπνο
- Μπορεί να προκαλέσει ακόμη και θάνατο (κυρίως λόγω της καταστολής των αναπνευστικών συστημάτων ή την αναρρόφηση από εμετό)
Η χρήση αλκοόλ, με το πέρασμα του χρόνου, επιδρά αρνητικά σε όλα τα όργανα και τους ιστούς του σώματος. Οι θερμίδες που αυτό περιέχει είναι «κενές», δηλαδή χαρακτηρίζονται από έλλειψη θρεπτικών στοιχείων. Το αλκοόλ εμποδίζει την απορρόφηση των βιταμινών και την πέψη, ενώ τα άτομα που κάνουν συχνή κατανάλωση παραλείπουν βασικά τους γεύματα. Μακροχρόνια ο χρήστης οδηγείται σε υποσιτισμό.
Μεταξύ άλλων, το αλκοόλ μπορεί να προκαλέσει:
- Κίρρωση του ήπατος. Αποτελεί την πιο συχνή αιτία θανάτου των αλκοολικών. Εν συντομία, τα κύτταρα του ήπατος έχουν καταληφθεί από λίπος και αυτό έχει ως αποτέλεσμα είτε τη νέκρωση των περισσότερων από αυτά είτε τη δυσλειτουργία τους. Παράλληλα, προκαλείται φλεγμονή που παρεμποδίζει την κυκλοφορία του αίματος. Τα ήπαρ σταδιακά αχρηστεύεται.
- Εγκεφαλικό
- Υπέρταση
- Καταστροφή εγκεφαλικών κυττάρων που με τη σειρά της οδηγεί σε καταστροφή τμημάτων του εγκεφάλου
- Αμνησιακό σύνδρομο ή σύνδρομο του Korsakoff (λόγω έλλειψη βιταμινών του συμπλέγματος Β)
- Γενικότερα προβλήματα στη μνήμη και τον προσανατολισμό
- Διαταραχές στην όραση
- Καρδιακή ανεπάρκεια
- Νευροπάθεια (εκδηλώνεται κυρίως με μυϊκή αδυναμία, μείωση της αισθητικότητας και παραισθήσεις)
- Βρογχίτιδα και πνευμονία
- Δυσλειτουργία στύσης και υπογονιμότητα
- Βλάβη στους ενδοκρινείς αδένες
- Βλάβη στο πάγκρεας
- Αύξηση κινδύνων εμφάνισης για ορισμένα είδη καρκίνου
Το αλκοόλ και η εξάρτηση
Το αλκοόλ προκαλεί εξάρτηση και μάλιστα ισχυρή. Σύμφωνα με το DSM, η κατάχρηση αλκοόλ διαφοροποιείται από την εξάρτηση. Στην κατάχρηση δεν παρουσιάζεται εξάρτηση, μολονότι υπάρχουν επιπτώσεις της χρήσης της ουσίας στην προσωπική και κοινωνική ζωή του ατόμου. Η κατάχρηση προηγείται της εξάρτησης.
Στην εξάρτηση το άτομο εμφανίζει ανοχή και στερητικό σύνδρομο. Ανοχή σημαίνει πως η ουσία πρέπει να διατίθεται σε ολοένα και μεγαλύτερες δόσεις προκειμένου το άτομο να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το στερητικό σύνδρομο αναφέρεται στα συμπτώματα που λαμβάνουν χώρα όταν το άτομο σταματήσει να λαμβάνει την ουσία. Τα σωματικά συμπτώματα στην περίπτωση του αλκοόλ μπορεί να είναι αρκετά έντονα. Ψυχολογικά συμπτώματα, όπως άγχος, ανησυχία, κατάθλιψη, ευερεθιστότητα, αϋπνίες κ.ά., παρατηρούνται επίσης. (Kring, Davison, Neale, & Johnson, 2007).
Πέρα όμως από την ανοχή και το στερητικό σύνδρομο, εμφανίζονται και μερικές ακόμη προϋποθέσεις ώστε το άτομο να θεωρηθεί εξαρτημένο. Οι κυριότερες από αυτές είναι η μείωση της λειτουργικότητας (π.χ. στην οικογένεια, την εργασία) και η συνέχιση της χρήσης παρ’ όλα τα προβλήματα που αυτή προκαλεί (Kring, Davison, Neale, & Johnson, 2007).
Η πορεία της εξάρτησης από αλκοόλ
Ορισμένοι άνθρωποι ξεκινούν από την κατανάλωση σε κοινωνικές περιστάσεις, οδηγούνται στην κατάχρηση και στο τέλος στην εξάρτηση. Κάποιοι, όμως, ενδέχεται να παρουσιάζουν διακυμάνσεις στη χρήση, δηλαδή άλλες φορές να καταναλώνουν πολύ αλκοόλ και άλλες ελάχιστο ή καθόλου. Η κατάχρηση αλκοόλ δεν οδηγεί απαραίτητα στην εξάρτηση (Kring, Davison, Neale, & Johnson, 2007). Τα προβλήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω μπορεί να προκληθούν τόσο σε εξαρτημένους χρήστες όσο και σε αυτούς που κάνουν μακροχρόνια κατάχρηση.
Το αλκοόλ σε μικρές ποσότητες
Υποστηρίζεται ότι το αλκοόλ σε μικρές δόσεις μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο για στεφανιαία νόσο και εγκεφαλικά επεισόδια (Dimatteo & Martin, 2011). Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το κόκκινο κρασί. Ωστόσο, οι συνθήκες ζωής, όπως η άσκηση, η απουσία καπνίσματος και η σωστή διατροφή, αναμφίβολα παίζουν σπουδαίο ρόλο και το κρασί από μόνο του δεν μπορεί να οδηγήσει στα ίδια οφέλη (Kring, Davison, Neale, & Johnson, 2007).
Σε κάθε περίπτωση, η ποσότητα της χρήσης και η συχνότητα, το είδος του αλκοολούχου ποτού, τα μέτρα προστασίας που λαμβάνει το άτομο (π.χ. αποφυγή οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ), αλλά και το ίδιο το κράτος (π.χ. απαγόρευση πώλησης αλκοόλ σε άτομα κάτω των 18 ετών) παίζουν σημαντικό ρόλο στον περιορισμό ή, αντίστοιχα, στην αύξηση των κινδύνων που αυτό εγκυμονεί.
Βιβλιογραφία:
Dimatteo, M.R., & Martin, L.R. (2011). Εισαγωγή στην Ψυχολογία της Υγείας. Αθήνα: Πεδίο, 2011.
Kring, A. M., Davison, G. C., Neale, J. M., & Johnson, S. L. (2010). ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ. Αθήνα: Gutenberg, 2010.
Στοιχεία για τις εξαρτησιογόνες ουσίες (2003). Αθήνα: Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής – Ο.ΚΑ.ΝΑ
Κοσμίδου, Μ (2008). Κλινική Νευροψυχολογική εκτίμηση. Αθήνα: Επιστημονικές Εκδόσεις ΠΑΡΙΣΙΑΝΟΥ, 2008.
Φωτίου, Α., Κοκκέβη, Α. Η Επιδηµιολογία της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών στην εφηβεία: Διαχρονική πορεία στην Ελλάδα. Εξαρτήσεις στην Εφηβεία, Αθήνα: Τµήµα Ψυχιατρικής Παιδιών και Εφήβων του Γενικού Νοσοκοµείου Αττικής «ΣΙΣΜΑΝΟΓΛΕΙΟ – ΑΜΑΛΙΑ ΦΛΕΜΙΓΚ», 2013.
Νόβα – Καλτσούνη, Χ. (2001). Μορφές αποκλίνουσας συμπεριφοράς στην εφηβεία. Αθήνα: Gutenberg, 2001.