Ένα συναίσθημα γνώριμο σε όλους, ο θυμός είναι πανταχού παρών σχεδόν σε κάθε ανθρώπινη συναναστροφή. Πολλές φορές λαμβάνει μια διάσταση ανησυχητική και οι επιπτώσεις του δεν αργούν να φανούν όχι μόνο στο ποιόν του δικού μας χαρακτήρα αλλά και στο πως σχετιζόμαστε με τους άλλους.
Ο θυμός ως τρόπος επικοινωνίας
Συμβαίνει συχνά πολλοί να διατείνονται ότι τους χαρακτηρίζει μια ήρεμη στάση και δεν θυμώνουν ‘εύκολα’ ή ‘πολύ’, ωστόσο σίγουρα κάποια στιγμή έχουν βιώσει μια έκρηξη θυμού, καθόλου συνηθισμένη για τους ίδιους. Και τότε αναρωτιούνται τι τους συνέβη και ‘ξέσπασαν’. Αυτό που συμβαίνει είναι πως ενεργοποιούμαστε από το συναίσθημα του θυμού και καταλήγουμε ενδεχομένως να φωνάζουμε, να σπάμε πράγματα και να φερόμαστε με έναν τρόπο επιθετικό ως προς τον άλλον.
Παρόλο που συνηθίζουμε να είμαστε πράοι, δεν μπορούμε μερικές φορές να αντισταθούμε στον θυμό. Είναι κάτι αναπόφευκτο. Για να μπορέσουμε να εξηγήσουμε τέτοιες ακραίες συμπεριφορές, που δεν συμβαίνουν ωστόσο με μια συστηματικότητα, γιατί τότε μιλάμε για κάποια ενδεχόμενη παθολογία, θα πρέπει να σκεφτούμε βασιζόμενοι στην τελεολογία. Σύμφωνα με αυτή, υπάρχει πάντα ένας σκοπός πίσω από αυτό που κάνουμε. Συνεπώς, η σωστή ερώτηση είναι ‘’ποιος είναι ο σκοπός μου και συμπεριφέρομαι κατά αυτόν τον τρόπο;’’, κι όχι το ‘’γιατί;’’. Στην περίπτωση του θυμού, ο σκοπός μας είναι να φωνάξουμε σε κάποιον, ή να φερθούμε με έναν ακραίο τρόπο που δηλώνει έκρηξη. Ώστε να επιβληθούμε ή να δείξουμε κάτι άλλο που επιθυμούμε. Προκειμένου να το πετύχουμε αυτό, δημιουργούμε το συναίσθημα του θυμού.
Ο θυμός, δεν είναι παρά ένα εργαλείο, που το επιλέγουμε για την επίτευξη του σκοπού μας κατά βούληση. Κι αυτό συμβαίνει γιατί καμιά φορά η διαδικασία να εξηγήσουμε με ήρεμο τρόπο τα πράγματα μας φαίνεται μεγάλος κόπος κι έτσι επιλέγουμε έναν άλλο τρόπο. Τελικώς, πρόκειται για έναν τρόπο επικοινωνίας και συσχέτισης με τον άλλον. Τι γίνεται όμως όταν ο θυμός δεν εξωτερικεύεται σαν συναίσθημα;
Μεταμφιεσμένος θυμός
Ο θυμός έχει τις ρίζες του σαν συναίσθημα σε γεγονότα που έχουν συμβεί στην παιδική μας ηλικία μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο. Έπειτα, εξακολουθεί να υφίσταται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Ωστόσο, πολλές φορές αδυνατούμε να τον εκφράσουμε, διότι, ανάλογα και με τις ηθικές αξίες που μας περιστοιχίζουν, θεωρούμε ανάρμοστη μια συμπεριφορά έκρηξης. Στον ψυχισμό μας τότε ξεκινάει μια εσωτερική σύγκρουση. Από την μία έχουμε το συναίσθημα που βιώνουμε και προσπαθεί να βρει έκφραση, κι από την άλλη έχουμε τους ηθικούς κανόνες και τις κοινωνικές επιταγές, που απαγορεύουν ορισμένες συμπεριφορές που θεωρούνται ανάρμοστες.
Ο θυμός μας τότε διαχέεται και τον εξωτερικεύουμε μεταμφιεσμένο, σε μία πιο ανεκτή μορφή. Τον ρόλο της μεταμφίεσης αναλαμβάνουν οι μηχανισμοί άμυνας, που αποτελούν μέρος του Εγώ μας. Μία συνηθισμένη άμυνα που εκκινείται στην περίπτωση του θυμού είναι η μετάθεση. Το αρνητικό και απαγορευμένο κατά τις δεοντολογικές συντεταγμένες του κοινωνικού περίγυρου συναίσθημα, μεταφέρεται από το αρχικό πρόσωπο σε κάποιο άλλο, ή σε κάποιο αντικείμενο ή κατάσταση, έναντι του οποίου η εκδήλωση τη επιθετικότητας είναι περισσότερο αποδεκτή ή λιγότερο επώδυνη, και πάντως ευκολότερη. Κι ενώ η ψυχοσύγκρουση είναι εσωτερική, ο δέκτης της μετάθεσης είναι εξωτερικός.
Με αυτό τον τρόπο…
καθώς εκτονώνουμε τον θυμό στον αντικαταστάτη του πραγματικού προβλήματος, την ίδια στιγμή αποφεύγουμε το πραγματικά αγχογόνο απειλητικό γεγονός, άρα απομακρυνόμαστε από την αναγνώρισή του ως τέτοιο. Το αποτέλεσμα όλης αυτής της διεργασίας είναι να θυμώνουμε εν τέλει με άλλα πρόσωπα που συναναστρεφόμαστε, φαινομενικά άσχετα με το γεγονός που μας προκαλεί να θυμώσουμε, αλλά στο βάθος υπάρχει μια σύνδεση. Ο τελικός απολογισμός, είναι συγκρούσεις κατευθυνόμενες σε πολλά πρόσωπα. Που φαντάζουν ανησυχητικές γιατί δυσκολευόμαστε να δικαιολογήσουμε το μέγεθος της έντασης κατ΄ αναλογία με την αιτία που την προκάλεσε. Η απάντηση βρίσκεται φυσικά στον μασκαρεμένο θυμό, που είναι πιο εύκολο για εμάς να τον διαχειριστούμε και να τον επικοινωνήσουμε.
Περί ενοχής
Η ενοχή εδράζεται στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης του ανθρώπου κατά την διαδικασία του Οιδιπόδειου. Στην επίλυσή του, εδραιώνεται το Υπερεγώ, η δομή του ψυχισμού που αντιπροσωπεύει τις κοινωνικές επιταγές και απαγορεύσεις. Ο έλεγχος μας πλέον δεν χρειάζεται να είναι εσωτερικός, αφού γίνεται εσωτερικά από την δομή που έχει ενσωματωθεί. Το Υπερεγώ εγκαθιδρύει την πατρική εξουσία στο άτομο αλλά και την κοινωνική ανισότητα. Αυτό που απαγορεύεται σε εσένα, επιτρέπεται σε κάποιον άλλον, λόγω διαφορετικής κοινωνικής θέσης. Συνάμα υπάρχει και το Εγώ, του οποίου η ύπαρξη θα συνεχίζει να αναπαράγει τον τρόπο που λειτουργούν οι γονείς μας. Μια εξωτερική εξουσία που πάντα θα εξετάζει τις επιθυμίες μας και τις πράξεις μας. Αν οι πράξεις μας δεν είναι πρέπουσες, το Εγώ μας τιμωρεί με το αίσθημα της ενοχής.
Η ενοχή είναι ο βασικός τρόπος με τον οποίο το Υπερεγώ μεταφέρει την εξουσία από το εσωτερικό του ατόμου και αποτελεί την απόδειξη ότι έχει εδραιωθεί το Υπερεγώ. Όλα αυτά αποτυπώνονται σε φράσεις όπως ‘’δεν είμαι όσο καλός θα μπορούσα να είμαι’’. Το μέτρο σύγκρισης που έχουμε για να αξιολογήσουμε τον εαυτό μας προέρχεται από το Υπερεγώ (πατρική φιγούρα και κοινωνικές επιταγές) και κρίνεται από το Εγώ.
Συνεπώς…
αν η κοινωνία και η οικογένεια ορίζουν έναν συγκεκριμένο τρόπο φέρεσθαι ως σωστό, αλλά εμείς παρεκκλίνουμε αυτού, αναπόδραστα θα αισθανθούμε ενοχή. Διότι αντιλαμβανόμαστε ότι οι πράξεις μας δεν συνάδουν με τις ιδεώδεις που εκπορεύονται από τα συστήματα που μας περιβάλλουν. Ερχόμαστε λοιπόν πάλι αντιμέτωποι με μία σύγκρουση, που μας θυμίζει την αντίστοιχη που συμβαίνει με το συναίσθημα του θυμού.
Από τη μία έχουμε τις κοινωνικές επιταγές κι από την άλλη έχουμε συμπεριφορές, οι οποίες δεν εναρμονίζονται με αυτές. Πίσω από αυτές τις συμπεριφορές δε, υπάρχει μια επιθυμία κι ένα συναίσθημα που τις εκκινεί. Στην μία περίπτωση λοιπόν, έχουμε τον θυμό ως μια έκφραση της επιθυμίας μας, που πολλές φορές εκφράζεται με μια πιο ανεκτή μορφή. Σε άλλες περιπτώσεις προβαίνουμε σε μια συμπεριφορά, της οποίας όμως η συνέπεια είναι να νιώθουμε ενοχές.
Όταν ο θυμός συναντά την ενοχή
Συμπερασματικά, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για δύο παρόμοιες καταστάσεις με κοινό παρονομαστή μια εσωτερική ψυχική σύγκρουση. Με την έκφραση του θυμού έπιτιθέμεθα΄ ευθέως στο πρόβλημα και αποφορτίζουμε τον ψυχισμό μας, εκτονώνοντας την ενέργεια, ενώ η ενοχή υποδηλώνει μια σύγκρουση ανεπίλυτη, ένα ανέκφραστο συναίσθημα που θέλει να εκδηλωθεί. Το δίλλημα τελικώς που υπονοείται, είναι εάν επιλέγουμε την έκφραση της επιθυμίας μας και του συναισθήματος που θέλουμε να επικοινωνήσουμε σε κάποιον. Επιλύοντας έτσι με έναν υγιή τρόπο το πρόβλημα. Ή αν επιλέγουμε να συντονιστούμε με τους κοινωνικούς προσανατολισμούς, θυσιάζοντας αυτό που πραγματικά θέλουμε.
Αν όμως…
επιλέξουμε να κατευθυνόμαστε μοναχά από τις επιθυμίες μας, ελλοχεύουν οι ενοχές για να μας θυμίσουν πως κάτι κάνουμε ‘λάθος’, καθώς αντιτιθέμεθα στα κοινωνικά προστάγματα. Ξεδιπλώνοντας όμως την ενοχή, θα ανακαλύψουμε, ότι έχουμε έναν θυμό, έτοιμο να δώσει την παράστασή του. Γιατί στην πραγματικότητα, οι ενοχές δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μια υπενθύμιση ότι αφήνουμε στην άκρη αυτό που θέλουμε για να κάνουμε αυτό που πρέπει. Αν όμως το πρέπει και το θέλω δεν βρίσκονται σε συμφωνία, χρήζει περεταίρω διερεύνησης. Και πάντως, όλα είναι επιλογές, συνειδητές ή ασυνείδητες και πάντα κάνουμε κύκλους γύρω από τον εαυτό μας, με σκοπό να τους επιλύσουμε. Η ζυγαριά, όμως πάντα θα γέρνει περισσότερο σε κάποια πλευρά.
Πηγές:
- Ι. Κισιμι, Φ. Κόγκα, Τόλμησε να είσαι ο εαυτός σου, (2013), εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ