Αδενοειδείς εκβλαστήσεις: πολύ συχνότερα τις ακούμε με τον όρο «κρεατάκια», ενώ συνώνυμοι όροι είναι η πάθηση του Meyer, η πάθηση των αδενοειδών και η χρόνια φλεγμονή των αδενοειδών εκβλαστήσεων. Εμφανίζονται σχεδόν αποκλειστικά στην παιδική ηλικία, ενώ σπάνια προκαλούν προβλήματα μετά την εφηβεία αφού με την πάροδο των χρόνων ατροφούν. Για την ακρίβεια, ο μέσος όρος της εμφάνισής τους τοποθετείται στα 3-5 έτη και το μέγιστο της καμπύλης ανάπτυξής τους στα 5-7 έτη. Τελικά τι είναι οι αδενοειδείς εκβλαστήσεις; Πού οφείλονται και τι συμπτώματα προκαλούν; Και φυσικά πώς θεραπεύονται;
Ως «αδενοειδείς εκβλαστήσεις» ορίζεται η υπερπλασία του λεμφικού ιστού του ρινοφάρυγγα που προκαλεί διαφόρου βαθμού απόφραξη του οπισθορρινικού αεραγωγού. Με πιο απλά λόγια, εμποδίζεται σε ποικίλο βαθμό η δίοδος του αέρα από τη μύτη, με αποτέλεσμα τη συμπτωματολογία που αναφέρεται παρακάτω.
Όσο για την αιτιολογία τους, αυτή θεωρείται πολυπαραγοντική. Αναφέρονται ιδιοσυστασιακοί παράγοντες, δηλαδή αυτοί που έγκεινται στο κάθε άτομο ξεχωριστά, ανοσοβιολογικοί και ορμονικοί. Επίσης, την υποστροφή των αδενοειδών εκβλαστήσεων αναστέλλουν οι υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, εξαιτίας της διόγκωσης του λεμφικού ιστού του ρινοφάρυγγα προκαλείται σε διαφορετικό βαθμό ρινική απόφραξη. Αυτή με τη σειρά της προκαλεί χρόνια στοματική αναπνοή, ελάττωση της όρεξης λόγω ανοσμίας, ροχαλητό κατά τον ύπνο, σύνδρομο αποφρακτικής υπνικής άπνοιας, ένρινη ομιλία, βλεννοπυώδη ρινόρροια, βαρηκοΐα αγωγιμότητας και καθυστέρηση της ανάπτυξης*. Γίνεται εύκολα κατανοητό πως η συγκεκριμένη συμπτωματολογία υπονομεύει τις σχολικές επιδόσεις του παιδιού. Επίσης, η συνεχής αναπνοή από το στόμα μεταβάλλει τη μορφολογία του σπλαγχνικού κρανίου και τη σύγκλειση της κάτω γνάθου. Η τελευταία, σε συνδυασμό με το μισάνοιχτο στόμα, διαμορφώνει το χαρακτηριστικό αδενοειδές προσωπείο, όπως φαίνεται στην παρακάτω εικόνα.
Η συνολική εμφάνιση δίνει την εντύπωση παιδιού με νοητική υστέρηση, ενώ δε λείπουν και οι ορθοδοντικές ανωμαλίες εξαιτίας της κακής σύγκλισης της κάτω γνάθου. Μάλιστα, η συνεχόμενη στοματική αναπνοή οδηγεί στην αφυδάτωση του στοματικού βλεννογόνου καθιστώντας τα δόντια πιο ευάλωτα στην ανάπτυξη τερηδόνας. Ευνοείται ακόμη η εμφάνιση εκκριτικής ωτίτιδας και υποτροπιάζουσας οξείας μέσης ωτίτιδας λόγω της απόφραξης του φαρυγγικού στομίου της ευσταχιανής σάλπιγγας από τον υπερτροφικό λεμφικό ιστό. Τέλος, εμφανίζονται συχνά φλεγμονές του ανώτερου και κατώτερου αναπνευστικού.
Η θεραπεία των αδενοειδών εκβλαστήσεων είναι χειρουργική και συνίσταται στην αφαίρεσή τους (αδενοειδεκτομή ή αδενοτομή). Συντηρητική θεραπεία με αντιβιοτικά και ρινικές αποσυμφορητικές σταγόνες ενδείκνυται μόνο προεγχειρητικά (π.χ. επί οξείας παραρρινοκολπίτιδας) ή όταν υπάρχει χειρουργική αντένδειξη. Στην τελευταία περίπτωση θα πρέπει να υπάρχει μακροχρόνια χρήση κορτικοστεροειδών ρινικών σπρέι. Να σημειωθεί ότι η υποτροπή είναι πιθανή παρά τη σωστή χειρουργική αντιμετώπιση.
* Ένα λάθος που γίνεται συχνά είναι η ταύτιση των όρων της «ανάπτυξης» και της «αύξησης». Πρόκειται για δύο ξεχωριστές έννοιες. Ως «ανάπτυξη» ορίζεται η ωρίμανση και τελειοποίηση των διαφόρων λειτουργιών του σώματος, του πνεύματος και της ψυχής του παιδιού, ώστε να αποκτήσει τις δεξιότητες της αδρής, της λεπτής κινητικότητας και της επικοινωνίας και να διαμορφώσει την ατομική, την κοινωνική συμπεριφορά και τα συναισθήματά του. Με τον όρο «αύξηση» περιγράφονται οι αλλαγές που επέρχονται με την πάροδο της ηλικίας στο μέγεθος του σώματος του παιδιού, στο σύνολο και στα επιμέρους μέλη/όργανά του.
Βιβλιογραφία:
Ωτορινολαρυγγολογία, Χειρουργική Κεφαλής και Τραχήλου (Ευρωπαϊκό Εγχειρίδιο) M. Anniko, M. Bernal-Sprekelsen, V. Bonkowsky, P. Bradley, S. Iurato
Ωτορινολαρυγγολογία, Χειρουργική Κεφαλής και Τραχήλου (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ιατρική Σχολή), Μέλη ΔΕΠ Α’ και Β’ ΩΡΛ Κλινικής