Η ορολογία που αφορά στα ψυχιατρικά προβλήματα χαρακτηρίζεται από αρκετή ασάφεια, τόσο σε ένα γενικότερο πλαίσιο όσο και αναφορικά με την περίοδο της κύησης. Είναι απαραίτητο ο μαιευτήρας να έχει την κρίση και την ικανότητα έγκαιρης επισήμανσης του προβλήματος (ει δυνατόν και από την πρώτη επίσκεψη) και άμεσης παραπομπής της ασθενούς στον ψυχίατρο. Δύναται η έγκυος να έχει γνωστό ψυχιατρικό ιστορικό ή να εμφανίσει το πρώτο της επεισόδιο κατά τη διάρκεια της κύησης, γεγονός το οποίο παρατηρείται, συνήθως, σε έδαφος προϋπάρχουσας αδιάγνωστης διαταραχής.
Διαταραχές του θυμικού
Σε αυτές υπάγονται τα επεισόδια κατάθλιψης, μανίας, καθώς και τα μικτά (μανιοκατάθλιψης). Δεν αποτελούν από μόνα τους νόσο αλλά τμήμα μιας μονοπολικής ή διπολικής διαταραχής.
Ως επεισόδιο κατάθλιψης, θεωρείται η τουλάχιστον δυο εβδομάδων διάρκειας, απώλεια διάθεσης και ευχαρίστησης σε όλα τα επίπεδα. Έχουν θεσπιστεί επτά κατηγορίες κριτηρίων, από τις οποίες πρέπει να πληρούνται τουλάχιστον τέσσερις: απώλεια βάρους, ανορεξία, καθημερινή αϋπνία ή υπνηλία, υπερκινητικότητα ή έλλειψη διάθεσης για οποιαδήποτε κίνηση, υπερκόπωση και απώλεια ενεργητικότητας σε καθημερινή βάση. Επίσης, συχνά υπάρχουν ιδέες ενοχής ή υποαυτοεκτίμησης, αναποφασιστικότητα, αδυναμία συγκέντρωσης και τέλος ιδέες θανάτου ή τάσεις αυτοκτονίας.
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι ορισμένα παθολογικά νοσήματα, όπως ο υποθυρεοειδισμός, μπορεί να δημιουργήσουν παρόμοια κλινική εικόνα. Για το λόγο αυτό θα πρέπει οπωσδήποτε να διενεργείται και έλεγχος θυρεοειδικής λειτουργίας, σε υποψία κατάθλιψης.
Ακόμη, μπορεί όπως αναφέρθηκε, να υπάρξει εκδήλωση διπολικής νόσου κατά την κύηση ή ακόμη και απλού μανιακού επεισοδίου. Η λοχεία, ωστόσο, θεωρείται περίοδος υψηλότερου κινδύνου.
Τόσο τα μανιακά όσο και τα καταθλιπτικά επεισόδια χρειάζονται στενότατη παρακολούθηση, διότι ο κίνδυνος βλάβης της μητέρας και του εμβρύου είναι αυξημένος.
Σχιζοφρένεια και άλλες ψυχωτικές καταστάσεις
Οι ψυχώσεις στην κύηση είναι έξι φορές λιγότερο συχνές, συγκριτικά με την περίοδο της λοχείας. Ο χρόνος έναρξης, κατά τη λοχεία, μπορεί να είναι δυο εβδομάδες μετά τον τοκετό και στο 80% των περιπτώσεων μέσα στον πρώτο μήνα μετά τον τοκετό. Οι γυναίκες με σχετικό ιστορικό έχουν πολλαπλάσια πιθανότητα εμφάνισης της νόσου, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και αμέσως μετά την κύηση.
Βασικό χαρακτηριστικό της σχιζοφρένειας αποτελεί η μεγάλη διαταραχή στην αντίληψη της πραγματικότητας. Βεβαίως, παρόμοια εικόνα μπορεί να εμφανιστεί και σε άλλες καταστάσεις, όπως χρήση διαφόρων εθιστικών ουσιών, σε άνοια, αλλά και σε μείζονα επεισόδια κατάθλιψης ή μανίας. Ο ορισμός που χρησιμοποιείται σήμερα αφορά στην εμφάνιση επεισοδίων ψευδαισθήσεων, παραληρήματος, αποδιοργανωμένης σκέψης ή συμπεριφοράς με διάρκεια από μία ημέρα έως ένα μήνα, που ακολουθείται από πλήρη ύφεση.
Συνήθως, οι γυναίκες με το εν λόγω πρόβλημα είχαν τη νόσο πριν μείνουν έγκυες. Πιθανότατα ελάμβαναν νευροληπτικά φάρμακα, τα οποία έχουν χαμηλή τερατογόνο δράση. Το ουσιαστικότερο σημείο για τις γυναίκες που εγκυμονούν είναι ότι η κύηση, ο τοκετός και η μετά τον τοκετό περίοδος, πρόκειται να τις επιβαρύνουν με ακόμη περισσότερο stress.
Οι περισσότερες ασθενείς αυτής της κατηγορίας δε συμμορφώνονται με τη θεραπεία, γεγονός που καθιστά απαραίτητη τη συνεργασία του γυναικολόγου με τον ψυχίατρο για την όσο το δυνατόν σχολαστικότερη τήρησή της.
Αγχώδεις διαταραχές
Σε αυτές ανήκουν οι διάφορες φοβίες (π.χ. αγοραφοβία), οι διαταραχές τύπου πανικού, οι κρίσεις πανικού κ.α΄. Οι κρίσεις πανικού μπορεί να αποτελέσουν και μέρος της κλινικής εικόνας των πιο σοβαρών μονο-/διπολικών καταστάσεων. Η διάρκειά τους δεν ξεπερνά συνήθως τη μισή ώρα.
Οι θεραπευτικές στρατηγικές περιλαμβάνουν: υποστηρικτική ψυχοθεραπεία συμπεριφοράς και φάρμακα. Οι βενζοδιαζεπίνες θα πρέπει να αποφεύγονται στο πρώτο τρίμηνο της κύησης ή αν είναι απαραίτητες να χρησιμοποιούνται με μεγάλη προσοχή και φειδώ.
Διαταραχές οφειλόμενες στη χρήση ουσιών
Είναι οι πιο κοινές ψυχιατρικού τύπου διαταραχές, που παρατηρούνται στην κύηση. Αναφέρονται περισσότερες από 100 στη βιβλιογραφία: από την αλκοολική άνοια μέχρι τη σεξουαλική δυσλειτουργία των χρηστών οπιούχων.
Οι εξαρτησιογόνες ουσίες χωρίζονται σε 11 κατηγορίες: αλκοόλη, αμφεταμίνες, καφεΐνη, κάνναβη, κοκαΐνη, ψευδαισθησιογόνα, εισπνεόμενα, νικοτίνη, οπιοειδή, φενκυκλιδίνη και τα υπναγωγά/ υπνωτικά/ ηρεμιστικά.
Η πιο συνήθης κατάσταση είναι ο αλκοολισμός. Στο έμβρυο μπορεί να προκαλέσει το σύνδρομο του εμβρυϊκού αλκοολισμού. Το 1/3 των νεογνών που γεννιούνται από αλκοολικές μητέρες παρουσιάζουν συγγενείς ανωμαλίες με συχνότητα τετραπλάσια από αυτή των νεογνών των οποίων οι μητέρες δεν έκαναν χρήση αλκοόλ. Εκτός αυτών όμως, ο αλκοολισμός μπορεί να προκαλέσει και προβλήματα στην ίδια την έγκυο, όπως ατυχήματα, ηπατικά προβλήματα, άνοια και τάσεις αυτοκτονίας.
Οι έγκυες χρήστριες ηρωίνης αποτελούν τελευταία, πολύ συνήθη κατηγορία. Αυτές οι γυναίκες θα έπρεπε να εισάγονται επειγόντως σε πρόγραμμα αποτοξίνωσης με μεθαδόνη, τουλάχιστον καθ’ όλη τη διάρκεια της κύησης. Η μεθαδόνη κρίνεται ως λιγότερο επικίνδυνη από την ηρωίνη κατά την κύηση. Είναι χρήσιμη πάντα η μέτρηση των επιπέδων των ουσιών αυτών στο αίμα. Η κύηση μπορεί να επιπλακεί από επιβραδυνόμενη εμβρυϊκή ανάπτυξη, προεκλαμψία, πρόωρο τοκετό αλλά και από όλα τα επακόλουθα της χρήσης των ουσιών, όπως: αποστήματα, θρομβοφλεβίτιδες, σηπτικές πνευμονικές εμβολές, HIV, HBV, HCV, κ.ά.
Τα έμβρυα μητέρων εθισμένων στην κοκαΐνη, παρουσιάζουν: επιβράδυνση της ενδομήτριας ανάπτυξης, μικροκεφαλία, ανωμαλίες του πεπτικού και του ουροποιητικού, ενδοκρανιακές αιμορραγίες και είναι πιο επιρρεπή σε αιφνίδιο νεογνικό θάνατο.
Γενικά, οι έγκυες γυναίκες που κάνουν χρήση εθιστικών ουσιών, παρουσιάζουν πιο συχνά: επιβράδυνση της ενδομήτριας ανάπτυξης, προεκλαμψία, πρόωρη ρήξη εμβρυϊκών υμένων (ΠΡΕΫ), πρόωρη αποκόλληση του πλακούντα, πρόωρο τοκετό, HIV, HBV, HCV, ισχιακή προβολή, και πρόπτωση της ομφαλίδας. Μετά τη γέννηση, τα νεογνά μπορεί να είναι ευερέθιστα, να παρουσιάζουν τρόμο, σπασμούς, ταχύπνοια, εμέτους, διάρροιες και διαταραχές ύπνου.
Η άμεση, έγκαιρη και αποτελεσματική θεραπεία αποτοξίνωσης, έστω και για μικρά χρονικά διαστήματα, έχει εμφανές αποτέλεσμα τόσο στην ποιότητα ζωής της μητέρας όσο και στην υγεία του εμβρύου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μπόντης Ν. Ι. Βασικές γνώσεις μαιευτικής και γυναικολογίας. Θεσσαλονίκη: University Studio Press; 2004: 183-185.