Πόσο ενδιαφέρον μπορεί να έχει η ζωή ενός κατά συρροή δολοφόνου, όπως αυτή του Ρομπέρτο Τσούκο; Και γιατί ν’ ανέβει σε μια κεντρική σκηνή;
Ένας νέος, ο Ρομπέρτο Τσούκο γίνεται δολοφόνος, χωρίς προφανή λόγο. Πρώτα ο πατέρας του, έπειτα η μητέρα για να ακολουθήσουν κι άγνωστοι. Από τη διάπραξη των εγκλημάτων μέχρι τη σύλληψή του και τη θεαματική αυτοκτονία του, ο Τσούκο ως ήρωας καταφέρνει να μαγεύει. Ένα αγρίμι, που περιπλανιέται δίχως σκοπό, σκορπώντας πόνο στο δρόμο του- αυτό είναι. Μέσα από την αφήγηση του έργου μαθαίνει ο θεατής μόνο για τη ζωή του κι όχι για τα κίνητρα. Ίσως γιατί το να εξηγήσεις την ανθρώπινη ψυχολογία είναι ανέφικτο.
15 σκηνές-πράξεις είναι η παράσταση. Μικρές σε έκταση, δυνατές σε συναίσθημα όμως, γρήγορες σε ρυθμό, όπως γίνεται στις ταινίες δράσης. Ίσως γι’ αυτό κι η σκηνοθέτης να επέλεξε να στέκει επί σκηνής με ένα τρίποδο με κάμερα. Για να κινηματογραφίσει, να συλλάβει με το φακό όλο το ορατό συναισθηματικό φάσμα των ηρώων.
Ήρωες του περιθωρίου και της καλής κοινωνίας, σκληροί μα κι ευαίσθητοι συνάμα περνοδιαβαίνουν τη σκηνή. Όπως και το ίδιο το έργο. Σκληρό και ταυτοχρόνως ποιητικό αναζητά απαντήσεις. Άραγε φταίει ο ήρωας για τις πράξεις του ή μήπως η κοινωνία τον ώθησε; Μήπως τελικά η κοινωνική αναλγησία εξωθεί τους ευαίσθητους σε πράξεις απελπισίας; Κατά τη διάρκεια της αφήγησης γίνεται σαφές πως θύτης και θύμα είναι δύο θολές σε νόημα λέξεις- η σχέση αυτή μπορεί να αλλάξει τάχιστα. Και πως κι οι εγκληματίες μπορεί να γίνουν συμπαθείς.
Στο σύνολό του ο θίασος υπήρξε ακριβής. Η Παρθενόπη Μπουζούρη σε πολλαπλούς ρόλους (μητέρα, πατρόνα, αδελφή, γυναίκα) ανταποκρίνεται επάξια. Εναλλάσσεται μέσα σε αυτούς με την ευκολία μιας γάτας-ανασφαλής και καταπιεστική ως αδελφή, αστεία, οριακά κωμική ως γυναίκα, σκληρή και καπάτσα ως πατρόνα πείθει για το πηγαίο ερμηνευτικό της ταλέντο. Ο νεαρός Κώστας Νικούλι φαντάζει ιδανικός για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Εμηνεύει τον ήρωα υποδειγματικά- άλλοτε βίαιος και ζωώδης, άλλοτε ευαίσθητος αποδίδει όλο το συναισθηματικό φάσμα και τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του. Ο Στράτος Τζώρτζογλου, ο Ανδρέας Αντωνιάδης, ο Αντώνης Τσίλλερ κι η Γεωργιάννα Νταλάρα ερμηνεύουν όλους τους υπόλοιπους ρόλους με τους δύο νεότερους άνδρες ηθοποιούς να ξεχωρίζουν για τις ερμηνείες τους ως φρουροί της φυλακής.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στην εξαιρετική μουσική επιμέλεια. Επιλογές ξένου ρεπερτορίου, τρυφερές και σκληρές, που ταίριαζαν απόλυτα με τις αντίστοιχες σκηνές.
Ένα έργο με ρυθμό, που κρατά σε εγρήγορση το θεατή. Ένα ταξίδι καταβύθιση στα σκοτεινά μονοπάτια του νου, μα κι ένα ταξίδι στο φως, την ελευθερία. Μια παράσταση που αφήνει έντονη την επίγευση του προβληματισμού-αυτός είναι άλλωστε κι ο σκοπός του θεάτρου.