Πολυσχιδής, αν μη τι άλλο, προσωπικότητα ο Ζαν Κοκτώ κατάφερε να αφήσει το στίγμα του με ό,τι κι αν ασχολήθηκε. Κι αυτό θέλει σίγουρα ταλέντο.
Ο Ζαν Μορίς Κοκτώ, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1889 σε ένα χωριό λίγο έξω από το Παρίσι, το Μαιζόν-Λαφίτ. Προερχόταν από μια αστική οικογένεια ∙ ο πατέρας του ήταν γνωστός συμβολαιογράφος στην τοπική κοινωνία. Έτσι ο μικρός Ζαν μεγάλωσε σ’ ένα περιβάλλον, όπου του εξασφάλισε από νωρίς την επαφή με τα γράμματα και τις τέχνες. Η ευτυχία, όμως, της οικογένειας διεκόπη νωρίς. Το 1898 ο πατέρας του αυτοκτονεί – γεγονός που συγκλόνισε τον Κοκτώ.
Ο Κοκτώ θα σπουδάσει στο περίφημο Λύκειο Κοντορσέ, κατάλληλο για τα παιδιά της καλής κοινωνίας. Εκεί θα έρθει σε επαφή με το γράψιμο, όπου θα διαφανεί η κλίση του. Μόλις 18 ετών γράφει την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Το λυχνάρι του Αλαντίν». Μάλιστα ο γνωστός ηθοποιός της εποχής Εντουάρντ ντε Μαξ οργανώνει θεατρικό αναλόγιο με το πόνημα του νεαρού Κοκτώ κι έτσι ο Κοκτώ γίνεται, έστω και σε τοπικό επίπεδο, διάσημος.

Ακολούθησαν κι άλλες ποιητικές συλλογές: «Ο άστατος πρίγκιπας» (1910), «Ο χορός του Σοφοκλέους» (1912) και το «Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας» (1919). Ακολουθεί η ενασχόλησή του με τη μυθιστορηματική γραφή. Ο «Θωμάς ο απατεώνας» (1923), και τα “Τρομερά παιδιά” (1929) είναι από τα γνωστότερα έργα του.
Στη δεκαετία του 1910 ο Κοκτώ γνωρίζεται με γνωστές μορφές της μποέμικης παριζιάνικης σκηνής, όπως ο Γκιγιόμ Απολινέρ, ο Αμαντέο Μοντιλιάνι, ο Πάμπλο Πικάσο και ο Προυστ. Παράλληλα μετά από μια παράσταση μπαλέτου με τον Νιζίνσκι που είδε, αποφασίζει να συνεργαστεί με το θίασο. Έτσι βρίσκεται να σχεδιάζει τις αφίσες για τα Ρωσικά Μπαλέτα. Επηρεασμένος από το σουρεαλισμό πειραματίζεται και μεταφέρει τις τάσεις αυτές της εποχής του και στο μπαλέτο, όπως στην «Παρέλαση» (1917) σε σκηνικά Πικάσο και μουσική του Ερίκ Σατί και «Το Βόδι πάνω στη Στέγη» (1920) σε σκηνικά Ντυφύ και μουσική του Νταριούς Μιλώ.
Ο Κοκτώ, όμως, ως αληθινά ανήσυχο πνεύμα δεν επαναπαύτηκε. Αποφασίζει να ασχοληθεί και με τη συγγραφή θεατρικών έργων. Η καριέρα του εκεί ξεκινά το 1923 με τους «Νεόνυμφους του Πύργου του Άιφελ». Από εκεί και πέρα υπήρξε πολυγραφότατος. «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» (1924), «Ορφέας» (1927), «Αντιγόνη» (λιμπρέτο στην όπερα του Χόνεγκερ), «Οιδίπους τύραννος» (λιμπρέτο στην όπερα – ορατόριο του Ιγκόρ Στραβίνσκι, 1928), «Ανθρώπινη φωνή» (1930), «Ολέθρια μηχανή» (1934), «Ιππότες της στρογγυλής τραπέζης» (1937), «Τρομεροί γονείς» (1939) είναι μερικά μόνο από τα έργα του.
Την ίδια εποχή γνωρίζει τον νεαρότερο συγγραφέα Ραϊμόν Ραντιγκέ, με τον οποίο συνάπτει δεσμό. Όταν εκείνος θα πεθάνει από τύφο (1923), ο Κοκτώ θα αναζητήσει παρηγοριά στο όπιο.
Υπήρξε φίλος για δεκαετίες με τον Πάμπλο Πικάσο και ήταν ένας από τους κουμπάρους στον γάμο του Ισπανού ζωγράφου με την Ολγα Χοχλόβα. Επίσης, ήταν φίλος με τον Μαρσέλ Προυστ, τον Αντρέ Ζιντ και τον δισέγγονο του Βίκτωρος Ουγκώ, Ζαν. Από το 1937 ως τον θάνατό του είχε σχέση με τον ηθοποιό Ζαν Μαρέ.

Η ενασχόλησή του με το θέατρο είχε ως λογικό επακόλουθο και την ανάπτυξη μιας αγαπησιάρικης, έστω και με διαλείμματα, σχέσης και με τον κινηματογράφο. Το 1930 αποτολμά να σκηνοθετήσει την πρώτη του ταινία, το βουβό «Αίμα του Ποιητή». Μεσολαβεί ένα μακρύ διάλειμμα 16 ετών μέχρι την επιστροφή του με το γνωστότερο φιλμ του, την εκδοχή του στο κλασικό παραμύθι «Η Πεντάμορφη και το Τέρας». Η ταινία, με την ονειρική ατμόσφαιρα και τα σουρεαλιστικά ειδικά εφέ της, έμελλε να εμπνεύσει μια ολόκληρη γενιά κινηματογραφιστών. Η δεκαετία του ’40 τον βρίσκει ν’ ασχολείται εντατικά με τον κινηματογράφο. Ο Κοκτώ επέστρεψε στο θέμα της μοναξιάς του καλλιτέχνη στην ξακουστή ταινία του «Ορφέας» (1950), τη σουρεαλιστική εκδοχή του πάνω στον αρχαίο μύθο του Ορφέα. Την «Τριλογία του Ορφέα» θα την ολοκληρώσει στη δεκαετία του 1960 με τη «Διαθήκη του Ορφέα», όπου ο μεγάλος καλλιτέχνης παίζει τον εαυτό του.
Μέσα σε όλες αυτές τις ενασχολήσεις έρχεται να προστεθεί κι εκείνη με το σχέδιο και τη ζωγραφική.
Το 1949 ανακηρύχθηκε Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής και το 1955 έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.
Ο Ζαν Κοκτώ πέθανε στις 11 Οκτωβρίου του 1963 από καρδιακή ανακοπή, μία ημέρα μετά την Εντίθ Πιάφ. Ο Ζαν Κοκτώ και η Εντίθ Πιάφ, σε ένα από τα περίεργα παιχνίδια της μοίρας, διασταυρώθηκαν το 1940 όταν η Πιάφ ερμήνευσε αλησμόνητα τον Ωραίο αδιάφθορο, που ο Κοκτώ είχε γράψει ειδικά για εκείνη.

Πηγές:
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%96%CE%B1%CE%BD_%CE%9A%CE%BF%CE%BA%CF%84%CF%8E
Advertising