Το 1751 ο Κάρλο Γκολντόνι γράφει το θεατρικό έργο Μολιέρος. Η πλοκή του έργου επικεντρώνεται σε δύο ιστορίες από την ζωή του Γάλλου κωμωδιογράφου. Είναι γνωστό ότι ο Γκολντόνι έτρεφε μεγάλο θαυμασμό στο έργο του Μολιέρου, και παρόλο που στις δικές του κωμωδίες σε αρκετά σημεία διαφοροποιήθηκε ωστόσο το έργο του Μολιέρου αποτέλεσε έναν από τους λόγους που προσανατολίστηκε από την Κομμέντια ντελ άρτε, προς την κωμωδία ηθών. Στο Μολιέρο του ο Γκολντόνι αναφέρεται σε δύο πραγματικά γεγονότα από την επαγγελματική και την προσωπική ζωή του Μολιέρου: Την χορήγηση της άδειας και το ανέβασμα του μολιερικού Ταρτούφου και το γάμο του Μολιέρου με την κατά 20 χρόνια νεότερη του Μπεζάρ.
Ο τρόπος που γίνονται τα γεγονότα ίσως να μην συμπίπτουν με την πραγματικότητα και να είναι περισσότερο λειτουργικά για το κωμικό ύφος του έργου. Ωστόσο τα πραγματικά γεγονότα είναι σίγουρα οι περιπέτειες του Μολιέρου σε σχέση με το ανέβασμα του Ταρτούφου. Μία σύντομη αναδρομή σε αυτά τα γεγονότα: Το έργο Ταρτούφος ανέβηκε για πρώτη φορά το 1664 και ήταν το έργο που προκάλεσε περισσότερο την αντίδραση της Εκκλησίας. Ο Ταρτούφος ήταν το όνομα ενός λαϊκού μέλους της Εταιρίας Αγίας Μεταλήψεως, τα μέλη της οποίας, εκκλησιαστικά και λαϊκά αναλάμβαναν να εξομολογούν. Στο έργο του ο Μολιέρος στηλιτεύει την εκκλησιαστική υποκρισία, που απεικονίζονται στις πράξεις του Ταρτούφου, χωρίς ωστόσο να υπάρχει αφορισμός της θρησκευτικής πίστης εν γένει και διατηρώντας το σεβασμό απέναντι στο παλάτι. Μετά από κατηγορίες της Αδερφότητας της Θείας Ευχαριστίας το έργο απαγορεύεται με διαταγή του βασιλιά στις 17 Μαΐου του ίδιου έτους. Μετά από προσπάθειες του Μολιέρου το έργο ανεβαίνει ολόκληρο και χωρίς παρεμβάσεις το 1669 και στις 15 του Μάρτη αυτής της χρονιάς παίρνει άδεια για την έκδοση του έργου.
Στο έργο του Γκολντόνι ο Μολιέρος περιμένει την άδεια για το ανέβασμα του έργου και παράλληλα σκιαγραφείται ο έρωτας του με τη Μπεζάρ και η προσπάθεια να κρατηθεί μυστικό από την μητέρα της. Άλλα σημαντικά πρόσωπα του έργου είναι ο Βαλέριος που βοηθάει το Μολιέρο σε όλη τη διάρκεια του έργου. Ο κύριος Πιρλόν ένας πλούσιος και διεφθαρμένος αστός που όπως αναφέρεται από αυτόν έχει εμπνευστεί ο Μολιέρος το ρόλο του Ταρτούφου. Ο Λεονάρδος φίλος του Μολιέρου και ο Κόμης Λάσκα που ενώ παρουσιάζονται σαν κριτές και ειδήμονες των έργω του, εν τούτοις ενδιαφέρονται μόνο για το φαγητό και το ποτό και ενώ δεν καταφέρνουν να δουν την παράσταση συμφωνούν ότι το έργο ήταν αριστούργημα, γνώμη που συμφωνεί με την κοινή αποδοχή του κοινού. Σε αυτό το σημείο διατυπώνεται η άποψη ότι οι άσχετοι θέλουν πάντα να πηγαίνουν με τα νερά των πολλών, μία θέση που θα πιστεύαμε ότι ταιριάζει πιο πολύ στον Γκολτνόνι καθώς είναι γνωστή η αντιπάθεια του στην αστική τάξη. Τέλος σημαντικό πρόσωπο είναι η Φορέστα, η υπηρέτρια του Μολιέρου που παραπλανεί και παγιδεύει τον κύριο Πιρλόν. Το έργο ανεβαίνει σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία, ο Μολιέρος φορώντας τα ρούχα του Πιρλόν παίζει το ρόλο του Ταρτούφου. Στο τέλος και η μητέρα της Μπεζάρ συναινεί στο γάμο της με το Μολιέρο. Αναφέρεται επίσης και ο Σκαραμούτσια, αντίπαλος του Μολιέρου που μετά την επιτυχία της παράστασης αποχωρεί από την πόλη.
Το συγκεκριμένο θεατρικό έργο αν και δεν είναι στο ευρύ κοινό τόσο γνωστό όσο η Λοκαντιέρα, ο Υπηρέτης Δύο Αφεντάδων ή το Καφενείο, είναι μια ευχάριστη κωμωδία γύρω από αυτά τα δύο σημαντικά γεγονότα της ζωής του Γάλλου κωμωδιογράφου. Επίσης είναι χαρακτηριστικό έργο των στοιχείων της δραματουργίας του Γκολτνόνι. Το έργο είναι γραμμένο χωρίς χυδαιολογίες, η αστική τάξη για άλλη μια φορά γελοιοποιείται ενώ ο Βαλέριος και η Φορέστα σαν άτομα της λαϊκής τάξης διακρίνονται για την ευστροφία τους και το ήθος τους. Η μεταμέλεια που δείχνει ο κύριος Πιρλον προς το τέλος θυμίζει το Δον Μάρτσιο στο τέλος του Καφενείου και φωτίζει τις ηθικές αντιλήψεις του Γκολτνόνι.