Η Μέμη Αναστασοπούλου γράφει με αίμα καρδιάς στο βιβλίο της «Ας μιλήσουμε ανοιχτά». Επιτέλους, βλέπουμε μια ποίηση αναρχικά-υπαρξιακή, μεστή, με αλληγορία, σάρκα και πνεύμα. Η Μέμη Αναστασοπούλου συγκλονίζει με την πρώτη της αυτή ποιητική συλλογή. Τυχαίνει να τη γνωρίζω προσωπικά ως ηθοποιό, τώρα την αντικρίζω για πρώτη φορά ως συγγραφέα . Είναι ένα πλάσμα κοινωνικό, δυναμικό και ευαίσθητο. Αιχμηρό μόνο εκεί που αυστηρός απαιτείται. Η Μέμη Αναστασοπούλου τολμά να τσαλακώσει την εικόνα της, να κοιτάξει κατάματα στον καθρέφτη επιτρέποντας σε όλους εμάς να δούμε τις αμυχές, τα ραγισμένα νύχια, τις ρυτίδες και τα εσωτερικά της θραύσματα.
Ποίηση αναρχικά-υπαρξιακή
Διάφανη ποίηση ακριβώς όπως και στο ποίημα της «Διάφανο». Πόσο αλήθεια σπανίζει αυτή η γραφή; Παραδέχομαι ότι διάβασα τρεις φορές την πρώτη της ποιητική συλλογή όχι γιατί δεν την κατανόησα στην πληρότητα της, αλλά γιατί διαρκώς αναζητούσα να βρω τον εαυτό μου πίσω από τις μισόκλειστες γρίλιες του παραθύρου της. Γράφει:
«Κάθε που ο χρόνος χτύπα την πόρτα ,
τον υποδέχεται η ανισόρροπη ζωή μου°
χθες όμορφη, σήμερα συμπαθητική, αύριο αδιάφορη.
Και εκείνος φέρνει πάντα κάτι από σένα.»
Αντίσταση και Αλτρουισμός
Υφολογικά, η Μέμη Αναστασοπούλου γράφει υπαρξιακά, όμως κατορθώνει, να συμπεριλάβει στη συλλογικότητα την αντίσταση και τον αλτρουισμό. Αυτό και αν είναι υπέρβαση , να μία λέξη που βαθιά τη χαρακτηρίζει. Όπως ακριβώς και στα ερωτικά της ποιήματα. Βόμβες αισθησιασμού, ακρωτηριασμοί και ανασυγκολλήσεις σώματος και ψυχής. Αυτή είναι η Μέμη Αναστασόπουλου, ρόδο και καρφί, μαύρο και κόκκινο, όπως και τα έντονα χρώματα της ποιητική της. Η ποιήτρια δεν θέλει να καθησυχάζει τους αναγνώστες αλλά να τους κάνει να ανησυχούν.
«Βρίσκει το ξημέρωμα το σώμα σου στην άδεια πλατεία.
Ένα καβαλέτο για τους περαστικούς να ζωγραφίσουν
την τύχη τους.
Μολύβι στα μάτια, κάρβουνο στα χείλη, στα μπράτσα
ένας ζαρωμένος ήλιος, στα μπούτια ένα δαγκωμένο μήλο..
Μικρό σώμα σε μεγάλο τάφο.
Τα πόδια σου όμορφα κάποτε , σαν τραγανό κεράσι
τώρα σάπια, τα τρώει το άσπρο σκουλήκι.
Μάλλον ονειρευόσουν θάλασσα, αλλιώς…
πως εξηγείται εκείνος ο αφρός στα χείλη;»
Εσωτερική Ελευθερία
Η Μέμη Αναστασόπουλου είναι μια μαχητική διανοούμενη, απαλλαγμένη από κάθε είδους στράτευση, πέρα από την πίστη της στην εσωτερική αλήθεια και ελευθερία. Ο τίτλος ξεκάθαρα το υποδηλώνει: «Ας μιλήσουμε ανοιχτά.» Αυτή η αλήθεια της, η καυστικότητα της, είναι η ιδιαίτερη σφραγίδα, το ανεξίτηλο αποτύπωμα που αφήνει η ποιήτρια στα πράγματα, στην τέχνη της. Εκεί, στην κορυφή του ποιητικού ουρανού της, η ποιήτρια Μέμη Ανασταστοπούλου μιλά ανοιχτά για όσα την πονάνε και όσα την γεμίζουν.
Το λέει ξεκάθαρα στο ποίημα της στη σελίδα 43.
«Έχω μια καρδιά
καμπάνα σε ξωκλήσι ερημικό
ασημένιο κουδουνάκι σε ποδήλατο παλιό,
παίρνει το φως του φεγγαριού
χλομιάζει και ονειρεύεται.
Έχω μία μικρή καρδιά
Και ένα κορμί αταξίδευτο
που δεν του πρέπει ο θάνατος.»